του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Το περιβόητο σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων άναψε τα αίματα στη βουλή και στην κοινωνία. Ο κ. Καραγιαννίδης βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε στους πολύτεκνους που έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας, ότι «Προσωπικά δηλώνω ότι τους έχω γραμμένους στα παλιά μου τα παπούτσια, τους απεχθάνομαι, γνωρίζοντας το πολιτικό κόστος». Όλα αυτά προς τους πολύτεκνους!
Μάλιστα, ο βουλευτής του Ποταμιού, κ. Αμυράς είπε εναντίον συναδέλφου του βουλευτή των ΑΝΕΛ, πως «Αν ένας γκέι συνευρεθεί ερωτικά με τον Κ. Κατσίκη, τότε κινδυνεύει να κατηγορηθεί για κτηνοβασία», κάνοντας ένα χυδαίο λογοπαίγνιο με το όνομα του. Διαπιστώνει κανείς, πως δεν υπάρχει πια σεβασμός σε τίποτα και προς κανέναν.
Αν τα παραπάνω, είναι τα επιχειρήματα των υπέρμαχων του συμφώνου συμβίωσης, εναντίον εκείνων που αντιδρούν αυτοδίκαια υπερασπιζόμενοι τον δικό τους τρόπο ζωής, ανάμεσα τους και οι πολύτεκνοι, τότε, ποια χρεία έχουμε της λογικής; Μπορεί ο κ. Καραγιαννίδης να γνωρίζει το πολιτικό κόστος, ωστόσο, παραμένει αναπάντητο το ερώτημα, που αφορά τους μισθούς και τις μελλοντικές βουλευτικές συντάξεις τους και για το ποιοι θα είναι αυτοί τελικά, που θα πληρώσουν εκείνο το κόστος. Διότι βέβαια, οι ελάχιστοι ψηφοφόροι για την εύνοια των οποίων ρητορεύουν τώρα υπέρ του συμφώνου της συμβίωσης, όπως επίσης και για τα συμφέροντα της Νέας Τάξης, δεν επαρκούν για να συνεισφέρουν οικονομικά στη σύνταξη τους. Δυστυχώς για αυτούς δεν αναπαράγονται, ώστε οι απόγονοι τους ως σκλάβοι, να γεμίζουν ασταμάτητα τα ταμεία του κράτους, για να μπορεί να πληρώνει τους μισθούς και τις συντάξεις των Καραγιαννίδηδων και των Αμυράδων.
Αυτοί που θα πληρώσουν, λοιπόν, τα γεράματα των βουλευτών και την καλοπέραση τους, είναι οι ανόητοι και λίγο-πολύ υβριζόμενοι ετερόφυλοι Έλληνες που κάνουν ακόμα παιδιά. Όπως λέει και ο λαός «κερατάδες και δαρμένοι», αφού και τα παιδιά έχουν γίνει τεκμήριο. Και δη, οι ακόμα σπανιότεροι πολύτεκνοι και τα δικά τους παιδιά, που σήμερα τους χλευάζουν και τους ξεφτιλίζουν, αντί να τους στήσουν άγαλμα επ’ εθνική ευεργεσία. Όλοι αυτοί είναι που θα πληρώσουν, όπως και πλήρωναν επί χρόνια τον κ. Αμυρά και τα ταξιδάκια του στην ΕΡΤ. Κι αν, λέμε αν, αποφάσιζαν οι περισσότεροι Έλληνες να αυτοκτονήσουν, ακολουθώντας τον θαυμαστό κόσμο της ομόφυλης συμβίωσης, τι θα γινόταν σε 30 χρόνια από τώρα, όταν ο πληθυσμός θα έφτανε πλέον στα πρόθυρα της εξαφάνισης; Μήπως τότε, θα έβγαζαν νόμο που θα απαγόρευε, αυτό που σήμερα επιτρέπουν ως δικαίωμα; Ή μήπως θα έκαναν εισαγωγή παιδιών από τρίτες χώρες, όπως σήμερα εισάγουμε αυτοκίνητα, αφού δεν είμαστε άξιοι ούτε για αυτά; Θα έκαναν προφανώς το δεύτερο και το κάνουν ήδη, εδώ και πολλά χρόνια. Σε 30 χρόνια θα παραδίδαμε τα κλειδιά της χώρας σε άλλους. Σε εκείνους, που επειδή θέλουν να ζήσουν, συνεχίζουν να κάνουν πολλά παιδιά και τους μεταφέρουν στην Ελλάδα, όπου ο πληθυσμός θα αντικατασταθεί στο μέλλον με μαθηματική βεβαιότητα.
Το θέμα της θεσμοθετημένης ομόφυλης συμβίωσης, ξεφεύγει από κάθε θεωρητική προσέγγιση και πάει πέρα από θρησκευτικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς λόγους, ή πάνω και από τις ηθικής φύσεως διαφορές, ή ακόμα και από τις αισθητικές, αφού αποτελεί μια ανάσχεση της αναπαραγωγικής δύναμης και θέλησης. Της προϋπόθεσης δηλαδή για την διαιώνιση της ύπαρξης. Δεν χρειάζεται νομίζω να το αναπτύξουμε περαιτέρω. Χωρίς ηθικισμούς και εμπάθεια, με μόνη την λογική της φύσης, την οποία φύση επικαλούνται κι ως επιχείρημα αναφερόμενοι και στην περιστασιακή ομοφυλοφιλία των ζώων, όταν από την άλλη την απορρίπτουν, καθώς είναι αντίθετοι προς τον βασικό σκοπό της, γίνεται σαφές πως πρόκειται περί μιας φυσικής αντινομίας της που αντίκειται στην ζωή.
Το παράδειγμα των ομόφυλων ζώων στη φύση, που προτάθηκε ως ένα δήθεν φυσικό ανάλογο της ανθρώπινης ομοφυλοφιλίας, είναι περισσότερο μια αμήχανη προσπάθεια αιτιολόγησης, παρά ένα δομημένο επιχείρημα. Πέρα από το γεγονός, πως η σύγκριση αυτή αδικεί τόσο τα ζώα, όσο και τους ανθρώπους. Θυμίζει ένα ανάλογο παράδειγμα υπέρ της μονογαμίας στον ανθρώπινο βίο, που επιχειρηματολογεί πάνω στη μονογαμική ζωή κάποιων ζώων, κυρίως πουλιών. Όλοι έχουμε παρατηρήσει αυτήν την ομόφυλη συμπεριφορά σε ζώα του περιβάλλοντος μας ή στη φύση, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να χαρακτηρίσουμε ένα σκύλο «ομοφυλόφιλο», έννοια που έτσι και αλλιώς δεν αντιλαμβάνεται, όπως μπορεί ο άνθρωπος. Οτιδήποτε, μπορεί να γίνει θύμα «βιασμού» ενός διεγερμένου σκύλου, όπως ένας άλλος σκύλος, ακόμα και το πόδι μας, ενώ ο έχων τον ρόλο του περιστασιακά παθητικού, που είναι συνήθως ο λιγότερο ισχυρός από τους δύο σκύλους, δε συμμετέχει, αλλά απλά υπομένει μέχρι να λάβει τέλος η ανούσια προσπάθεια. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα ζώα, που μπορεί μεν να εκφράζουν έναν πανσεξουαλισμό υπό ορισμένες περιστάσεις, αλλά η ομόφυλη τάση τους οφείλεται αποκλειστικά στην πλεονάζουσα ενέργεια και στην έλλειψη πρόθυμου ετερόφυλου ατόμου, ενώ δεν έχει τον χαρακτήρα μιας μόνιμης προτίμησης και μιας σταθερής συμπεριφοράς. Τα ίδια αυτά ζώα ζευγαρώνουν φυσιολογικά αργότερα, υπακούοντας στο κάλεσμα της ζωής. Αυτό που συμβαίνει στα ζώα ως μια παρορμητική και ανακλαστική συμπεριφορά του γενετήσιου ενστίκτου τους, στον άνθρωπο προσλαμβάνει τη συνειδητή μορφή μιας σταθερής επιλογής, που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν οφείλεται σε αντικειμενικές αιτίες φυσιολογίας, αλλά σε υποκειμενικούς λόγους που εκτείνονται από τον απλό μιμητισμό και την προσπάθεια ένταξης, μέχρι την ιδεολογικοποίηση της επιλογής.
Το ζήτημα τελικά, ποιο είναι; Να μοιάσουμε στα ζώα, ή να γίνουμε άνθρωποι μετά από δεκάδες χιλιετίες πολιτισμού; Διότι, τι άλλο είναι ο Πολιτισμός παρά μια διαρκής προσπάθεια εξανθρωπισμού του ανθρώπου και ανύψωσης του από το επίπεδο των ζώων, μέσω της καλλιέργειας των ηθών του; Ο Πολιτισμός καθιστά τον άνθρωπο μέρος της φύσης, αλλά μέσα στα όρια μιας πνευματικότητας που τον διαχωρίζει πλέον από τον κόσμο των ζώων, δηλαδή από την άλογη φύση. Όμως ο Πολιτισμός έχει το τίμημα του και αυτό είναι η απώλεια ενός μέρους της φυσικότητας του ανθρώπου. Εκφράσεις και συμπεριφορές, που η συλλογική συνείδηση μέσα από την διαχρονική της εμπειρία, έκρινε πως είναι αταίριαστες στην πολιτισμική εξελικτική της πορεία. Βεβαίως, ήταν κι αυτές φυσικά στοιχεία της ύπαρξης, αλλά ακατάλληλες κι έτσι τις απέρριψε ως ανήκουσες στην ζωώδη φύση του παρελθόντος της. Ο κανιβαλισμός για παράδειγμα, ήταν κάποτε φυσικός, αλλά απορρίφθηκε από τον Πολιτισμό. Το ίδιο ο φόνος και η αυτοδικία, που καταδικάστηκαν από όλες τις πολιτισμένες αρχαίες κοινωνίες. Η αιμομιξία ήταν επίσης φυσικό γεγονός στις μικρές και απομακρυσμένες κοινωνίες, όπως και η παιδεραστία, η κτηνοβασία, ο βιασμός και οτιδήποτε άλλο μπορεί να ξεπηδήσει ως έκφραση της άλογης ενστικτώδους φύσης. Όμως, ο Πολιτισμός ήρθε για να απομακρύνει τους ανθρώπους απ’ όλα αυτά.
Δεν είναι τυχαίο, ότι όλες ανεξαιρέτως οι αρχαίες και οι σύγχρονες θρησκείες, έθεσαν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικότητας από το οποίο εξαίρεσαν και κατήγγειλαν ως αντικοινωνικές, πλήθος ακατάλληλων συμπεριφορών, και το οποίο είχε την θεϊκή έγκριση και το κύρος, προκειμένου να γίνεται σεβαστό. Σκοπός τους δεν ήταν η ηθική καθ’ εαυτή, παρόλο που το επίχρισμα της ηθικής επικάλυψε την ανάγκη για τη διατήρηση της έλλογης τάξης και την προαγωγή της κοινωνίας, που ήταν και είναι πάντα το ζητούμενο. Οτιδήποτε αποτελεί φυσική έκφραση, δεν σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει άνευ όρων μέσα στον πολιτισμένο βίο, χωρίς τον κίνδυνο να τον διαβρώσει. Είναι δυνατόν όλα αυτά, να συνιστούν και ένα αίτημα δικαιώματος, αποδοχής και νομιμοποίησης, απλά και μόνο επειδή είναι «φυσικά;». Κάποιοι ανοίγουν τις καταπακτές της ανθρώπινης ψυχής. Η υπεράσπιση του Διαφωτισμού στα φυσικά δικαιώματα, ως προϋπόθεση της ελευθερίας του ανθρώπου, αποτελεί μια κατάκτηση αυτού του Πολιτισμού, που όμως κινδυνεύει από την άκριτη θεώρηση των φυσικών αντινομιών της ανθρώπινης ύπαρξης. Σίγουρα δεν αποτελεί κατάκτηση του πολιτισμού το να είναι κάποιος ομοφυλόφιλος. Είναι όμως μια κατάκτηση του πολιτισμού το γεγονός, ότι ο ομοφυλόφιλος είναι πλέον αποδεκτός, ως συνάνθρωπος, όχι όμως και ως πρότυπο ζωής. Αν εννοούν, ότι ο άνθρωπος είναι κατά βάση πανσεξουαλικός, όπως τα ζώα, και πως όλοι είμαστε εν δυνάμει ομοφυλόφιλοι, μπορεί και να έχουν δίκιο. Σε μερικούς συμβαίνει, σε άλλους όχι. Αλλά οι περισσότεροι, ως πολιτισμένοι άνθρωποι απορρίπτουμε συνειδητά αυτή την πιθανότητα με το δικαίωμα της συνειδητής επιλογής που δίνει ο ανθρώπινος πολιτισμός, ο οποίος προέκρινε ως καταλληλότερη φυσική έκφραση την ετερόφυλη σχέση κι ως κοινωνικό της πυρήνα την οικογένεια.
Μιλώντας για φύση και φυσικότητα, υπάρχει μια νομοτέλεια που θέτει a priori την ομοφυλοφιλία εκτός της ρέουσας ζωικής ενέργειας του είδους, που εκφράζεται από την ζωή και από την αλληλουχία των γενεών. Δεν εμπεριέχει, πέραν της προσωπικής συναίσθησης, καμία βιολογική χρησιμότητα προς το άτομο και προς την ομάδα και από φυσική άποψη είναι δίχως σκοπό. Τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης και της αναπαραγωγής, είναι από τα πιο ισχυρά και οτιδήποτε δεν τα προάγει, μένει νομοτελειακά στο περιθώριο του ρεύματος της ζωής, προορισμένο για τις μειοψηφίες. Οι κοινωνίες που θέλουν να υπάρχουν στο μέλλον, δεν αποδέχονται την ομοφυλοφιλία ως πρότυπο, αν και ίσως είναι ανεκτικές προς τους ομοφυλόφιλους ως πρόσωπα. Μάλιστα, αν παρατηρήσει κανείς, θα διαπιστώσει, πως ο βαθμός της σφύζουσας γενετικής ενέργειας μιας κοινωνίας, είναι ανάλογος της αυστηρότητας των νόμων της απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Αντίθετα, σε κοινωνίες με φθίνουσα ενέργεια, όπως η δική μας και γενικά του δυτικού κόσμου, όπου όλα αποδομούνται και τα πάντα σχεδόν επιτρέπονται δια νόμου, η ομοφυλοφιλία ενισχύεται αποβλέποντας έτσι στον τελικό σκοπό της νέας τάξης, που είναι η δημιουργία άφυλων, μαλθακών και απονευρωμένων μαζών και η μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η προηγούμενη διαπίστωση, θέτει την αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας σε ένα διευρυμένο πλαίσιο κοινωνικών αλληλεξαρτήσεων, που εκτός των άλλων η στάση απέναντι της, καθορίζεται και από τις σχέσεις θρησκείας/αθεΐας, φτώχειας/πλούτου, όπως εμφανίζονται στις διαφορές του αναπτυγμένου από τον τρίτο κόσμο. Μάλιστα, μπορεί να εξεταστεί και υπό το πρίσμα μιας ακραίας καπιταλιστικής θεώρησης της κοινωνίας, καθώς δεν είναι τυχαία η χρηματοδότηση κινημάτων και ακτιβιστών και η υποστήριξη παγκοσμίως των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων από τους υπερκαπιταλιστές εκπροσώπους της νέας τάξης. Πώς κι έγιναν ξαφνικά τόσο «ευαίσθητοι»» όλοι αυτοί, που πίνουν το αίμα της ανθρωπότητας; Διαπιστώνονται ακόμα και ταξικά χαρακτηριστικά, που συνοδεύουν συνήθως το πρότυπο του ομοφυλόφιλου ως μέλους της ανώτερης κοινωνικής τάξης, (όπως βλέπουμε και σε χαρούμενους ρόλους του ελληνικού κινηματογράφου), όπου πάντα βέβαια η εργατική τάξη σφύζει από ζωή και γονιμότητα, καθώς οι φτωχοί δεν έχουν χρόνο για τέτοια και τρέχουν ολημερίς για να θρέψουν τα παιδιά τους. Υπό τη μορφή μιας ιδιαίτερης ελίτ, άτομα αυτής της μειοψηφίας που υπερπροβάλλονται, μονοπωλούν τους χώρους των ΜΜΕ και καταλαμβάνουν αυθαίρετα τον χώρο της τέχνης και της διανόησης. Γενικά διαμορφώνουν το πλαστό πρότυπο μιας «προχωρημένης» σκέψης και συμπεριφοράς, ενός πολύ απελευθερωμένου και in ατόμου, που χαίρεται την ζωή μακριά από τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Τώρα πια, ο ομοφυλόφιλος που λέγεται γκέι, μοιάζει λίγο-πολύ με κάτι σαν ακτιβιστής, σαν πρωτοπόρος, ή σαν ένα νεοφανές εξωτικό πλάσμα. Όμως, το να αλλάζει κάποιος τα ονόματα των πραγμάτων, δε σημαίνει ότι μπορεί να αλλάξει και την φύση τους.
Για τους παραπάνω λόγους, ιστορικά τουλάχιστον, κανένα έθνος, αρχαίο ή νέο, πόλη, φυλή ή πολιτισμός, δεν αποδέχθηκε και δεν προήγαγε ως ισότιμο αυτόν τον τρόπο της σεξουαλικής σχέσης, παρά το γεγονός, ότι αναμφισβήτητα υπήρχε στο περιθώριο της κοινωνίας της κάθε εποχής. Ούτε καν στην αρχαία Ελλάδα, την τόσο συκοφαντημένη σε αυτό το θέμα, όπου η πολιτισμική ανεκτικότητα προς το κάθε τι, στην αρχαία Αθήνα περιοριζόταν από σαφείς και αυστηρούς νόμους εναντίον της. Παραπέμπω χάριν οικονομίας τους καλοπροαίρετους αναγνώστες να ανατρέξουν στις διατάξεις του αρχαίου «Αττικού Δικαίου» περί παιδεραστίας, όπου το αδίκημα, με ποινή θανάτου (ραφανισμό), ενέπιπτε στο κεφάλαιο σχετικά με την φθορά της ξένης ιδιοκτησίας, αφού το παιδί θεωρείτο κτήμα του πατέρα του, όπως ένα βόδι, ή ένα άλογο. Πλήθος επίσης απαγορευτικών νόμων και διοικητικών μέτρων, σε μια πόλη, που έχει χρησιμοποιηθεί από τους δυτικούς λόγιους και ιστορικούς με μια αλλοιωμένη εικόνα, ως να επρόκειτο για μια Μέκκα της ομοφυλοφιλίας, ενώ αντίθετα διαπιστώνεται μια ξεκάθαρη νομική και κοινωνική καταδίκη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε μεταξύ ορισμένων κύκλων, κυρίως των εύπορων τάξεων. Τα κάμποσα αγγεία που βρίσκουμε και τα κύπελλα με τις σχετικές αναπαραστάσεις, δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο της κεραμικής, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χώρος όπου βρέθηκαν, καθώς η θεματογραφία των αγγείων και η αγορά τους έγκειται στην προτίμηση και στο γούστο των αγοραστών και απευθύνονται, όπως σήμερα, σε συγκεκριμένο κοινό. Πολλά από αυτά ήταν ίσως παραγγελίες. Ούτε, όμως, η αχαλίνωτη στα ήθη της αρχαία Ρώμη, σκέφτηκε ποτέ να θεσμοθετήσει με νόμο στη Σύγκλητο-όπως εμείς στη βουλή- τη συμβίωση των ομοφυλοφίλων, ούτε την ενθάρρυνε κι ας ήταν οι μισοί συγκλητικοί μπαισέξουαλ. Ποιοι θα στελέχωναν έπειτα τις ρωμαϊκές λεγεώνες για να μεταφέρουν την ισχύ της Ρώμης στα πέρατα του κόσμου; Ποιοι θα αποτελούσαν την ρωμαϊκή πλέμπα των αμφιθεάτρων; Οι ρωμαίοι συγκλητικοί καταλάβαιναν, πως είναι προτιμότερο να ζει κανείς ιδιωτικά τα πάθη του και με συγκράτηση στη δημόσια εικόνα του, από το να ζημιώσει το συνολικό και προσωπικό συμφέρον. Ιστορικά, λοιπόν, από φυσικής και μόνο απόψεως και ισχύος, τα έθνη έχουν συμφέρον να προάγουν το πρότυπο της ετερόφυλης οικογένειας και όχι της ομόφυλης συμβίωσης για λόγους καθαρά υπαρξιακούς. Διότι χρειάζονται πολίτες, χρειάζονται στρατιώτες, εργάτες, γεωργοί, ναυτικοί, διανοούμενοι κ.α.
Όλα αυτά, που καμία σχέση δεν έχουν με την ηθική, ή με υποκειμενικές θεωρήσεις, αλλά μόνο με την φυσική νομοτέλεια, εξηγούν το γιατί η ομοφυλοφιλία παρέμενε πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας και της δημόσιας ζωής, ως η ιδιωτική σεξουαλική έκφραση μιας μειοψηφίας. Μάλιστα, παρουσιάζει ενδιαφέρον η διαπίστωση, πως η ομοφυλόφιλη τάση μοιάζει να σχετίζεται με λογής μειοψηφίες και να ευνοείται ανάμεσα σε μέλη εκλεκτών ομάδων με ποικίλους συνεκτικούς δεσμούς, ως ένας ακόμα ισχυρός δεσμός και οπωσδήποτε ενισχύεται από τις συνθήκες ενός μη φυσιολογικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι φυλακές και τα στρατόπεδα. Η ομοφυλοφιλία ήταν διαδεδομένη ανάμεσα σε ομάδες Ιπποτών, ευγενών, αριστοκρατών και γενικά ατόμων που μοιράζονταν τα ίδια ιδεώδη μέσα σε ένα περιορισμένο κύκλο ομότιμων εκλεκτών μελών. Στους ανώτερους κύκλους των Ναζί για παράδειγμα, είναι γνωστό πως ήταν διαδεδομένη. Παρόλα αυτά, οι Ναζί έστελναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τους ομοφυλόφιλους της πλέμπας, ενώ παράλληλα πρόβαλλαν το πρότυπο της οικογένειας και της γερμανίδας μάνας, η οποία κάνοντας το καθήκον της γεννούσε άρειους στρατιώτες για την δόξα του ράιχ.
Οπωσδήποτε καταδικάζεται μια τέτοια αντιμετώπιση, αλλά πόσο λογικό είναι να οδηγούμαστε από το ένα άκρο στο άλλο; Οι πρόσφατες σκληρές δηλώσεις του μητροπολίτη Αμβρόσιου για το θέμα, δεν βοηθούν στην κατανόηση και στην κοινωνική προσέγγιση του. Ο αφοριστικός λόγος προκαλεί μόνο αντιδράσεις, όταν δεν συνοδεύεται από σαφή επιχειρηματολογία, συμβουλευτική διάθεση και χριστιανικό πνεύμα. Άλλοι ιεράρχες πάντως, έθεσαν το ζήτημα στη σωστή του βάση. Η Εκκλησία δεν είναι μια ένωση «ενάρετων», που ρίχνουν πρώτοι τον λίθο του αναθέματος. Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητό, πως και η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσει με το σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς να αθετήσει και να καταργήσει την διδασκαλία της. Η ικανότητα προσαρμογής της στις κοινωνικές συνθήκες κάθε εποχής είναι δεδομένη, αλλά αυτή αφορά περισσότερο τυπικά ζητήματα και διαδικασίες κι όχι θέματα που ανήκουν στον πυρήνα της παραδεδομένης αλήθειας της, τα οποία μάλιστα έχουν καταγραφεί ως πάθη ακατάλληλα για την χριστιανική ζωή. Όμως, η Εκκλησία οφείλει να νουθετήσει για το άτοπο του πράγματος, χωρίς να αποκλείει κανέναν, με συγκατάβαση και αγάπη προς όλους. Όσον αφορά δε για το επιχείρημα που ακούστηκε υπέρ της ομόφυλης συμβίωσης, πως «η αγάπη δεν είναι αμαρτία», μοιάζει σαν μια αντίστροφη θεολογία περί του τι είναι αμαρτία και τι όχι, αφού ο καθένας αγαπάει το πάθος του και θέλει να το δικαιολογεί. Η αγάπη, όταν υπάρχει, δεν εξαγιάζει τον τρόπο που εκδηλώνεται, διότι υπάρχουν και λάθος τρόποι για να αγαπά κανείς. Και ο τρόπος παίζει μεγάλο ρόλο, όταν πρόκειται για την αγάπη, όπως κι αν την εννοεί κανείς.
Προσωπικά, υπό αυτές τις χρονικές συγκυρίες που προβλήθηκε, βρίσκω το όλο θέμα και λίγο-πολύ παραπλανητικό. Μοιάζει κάπως σαν το καράβι που χάνεται, ενώ το αιδείο χτενίζεται, ένα πράγμα. Η Ελλάδα με τα μύρια όσα προβλήματα της, έχει τώρα την πολυτέλεια να ασχολείται και με αυτά. Διότι πολυτέλεια είναι μια τέτοια συζήτηση περί ομόφυλης συμβίωσης, αντί χορήγησης κινήτρου να κάνουν παιδιά, σε έναν λαό που φθίνει και παρακμάζει δημογραφικά. Με τους ομοφυλόφιλους δεν έχω τίποτα. Ο καθένας ας επιλέγει ότι θέλει στην ιδιωτική του ζωή, χωρίς να προβάλλει τη σεξουαλικότητα του και να μη θέλει να μπει στο μάτι του άλλου. Κυρίως δε, να μην θέλει να επιβληθεί ως πρότυπο και να αποφεύγονται οι υπερβολές. Διότι, τι θα γινόταν, αν και οι ετερόφυλοι, που έχουν κι αυτοί το δικαίωμα, αποφάσιζαν να διακηρύξουν τη σεξουαλικότητα τους μ’ ένα Straight Parade πάνω σε άρματα, όπως κάνουν οι γκέι με τα δικά τους Parade, υψώνοντας στητούς φαλλούς και αγέρωχα αιδεία; Θα άρχιζε έτσι ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι σεξουαλικών επιδείξεων, απόλυτα ταιριαστών με την πολιτισμική παρακμή και τον επαναζωϊσμό μας.
Άλλωστε, με την δεύτερη φορά πλέον «αριστερά», δεν πρόκειται να πλήξουμε. Είναι βέβαιο, ότι δεν θα υλοποιήσει τίποτα από εκείνα τα «σπουδαία» για τα οποία ο λαός την εξέλεξε, όπως τα σχισίματα των μνημονίων κι άλλα «ηρωϊκά». Πλην όμως, είναι επίσης σίγουρο, ότι θα νομοθετήσει ακέραια όλα τα αιτήματα της νεοταξικής ατζέντας, για τα οποία η πλειοψηφία του λαού δεν την ψήφισε και δεν έχει την έγκριση του να εφαρμόσει. Το χειρότερο, πάντως, απ΄όλα όσα ακούστηκαν αυτές τις ημέρες, είναι ο ίδιος ο πολιτικός λόγος, που έχει εκπέσει τόσο πολύ σε επίπεδο χαμαιτυπείου, που μόνο μια τραβεστί δημοκρατία, θα μπορούσε πλέον να κάνει πιάτσα σε αυτή τη βουλή. Γιατί τι άλλο είναι, αφού παρουσιάζεται ως άλλη, από αυτή που πραγματικά είναι;