Τον Ιούλιο του 2015 είδαμε επί τρεις εβδομάδες τα ρολά των τραπεζικών καταστημάτων κατεβασμένα. Παρ’ όλον τον πανικό και τον καταιγισμό άρθρων και αναλύσεων που προκάλεσε αυτό, δεν επρόκειτο για ουσιαστική αλλαγή για την ελληνική οικονομία: για πολλούς έλληνες πολίτες, οι τράπεζες «έκλεισαν» με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, η πλειονότητα των καθημερινών εργασιών στα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα αφορά σήμερα την είσπραξη πληρωμών, την παρακράτηση λογαριασμών και εν γένει βοηθητικών εργασιών υπέρ του δημοσίου. Γεγονός, φυσικά, που δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια η παροχή δανείων από τις τράπεζες γίνεται με το σταγονόμετρο, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε με τη φυγή των κεφαλαίων και την επιβολή των capital controls το περασμένο καλοκαίρι.
Με τις τράπεζες να έχουν ξεχάσει τον ρόλο τους ως χρηματοδότες της πραγματικής οικονομίας, αυτή πνέει τα λοίσθια, και ο μοναδικός τομέας που συνεχίζει να επιβιώνει είναι το αδηφάγο ελληνικό δημόσιο.
Για πόσο μπορεί όμως να αντέξει μια τέτοια ισορροπία; Με μία στις τέσσερις ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν κλείσει από το 2008, με ένα τέταρτο του πληθυσμού να παραμένει επίμονα άνεργο, όπως και οι μισοί εκ των νέων, πώς θα συντηρηθούν οι 768.009 καταγεγραμμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, με σχεδόν τους μισούς από αυτούς να περιμένουν αυξήσεις έως 25% στους μισθούς τους μέσα στην επόμενη τετραετία, τη στιγμή που σχεδόν κάθε άλλη ελληνική οικογένεια βλέπει το διαθέσιμο εισόδημά της να συρρικνώνεται;
Είναι ενδεικτικό πως η λαίλαπα των φορολογικών αυξήσεων του 2015 απέφερε μόλις 38 εκατομμύρια ευρώ από τα αναμενόμενα επιπλέον φορολογικά έσοδα 1,735 δισεκατομμυρίων, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο μάλιστα να αυξάνονται. Μπορεί η κυβέρνηση να ετοιμάζει νέα φορολογικά μέτρα για το 2016, μπορεί να θέλει να φτάσει τις υποχρεώσεις των ελευθέρων επαγγελματιών μέχρι και στο 60% του δηλωμένου εισοδήματος, είναι αμφίβολο, ωστόσο, πως θα πετύχει τους στόχους της.
Είναι σαφές πως η οικονομία έχει φτάσει στα όριά της. Και όσο βαθύτερα βαδίζουμε στην κρίση, τόσο πιο αναπόφευκτο γίνεται να γυρίσουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε – ή μάλλον εκεί που δεν πήγαμε ποτέ. Τα σκληρά και ειδεχθή μνημόνια απέτυχαν παταγωδώς, καθώς η εφαρμογή τους δεν άγγιξε ποτέ τη μεγάλη μαύρη τρύπα της ελληνικής οικονομίας (ή την άγγιξε ελάχιστα, μέχρι να έρθει η επόμενη κυβέρνηση και να «το πάρει πίσω»).
Το πρώτο μνημόνιο προέβλεπε μία νέα πρόσληψη στον δημόσιο τομέα για κάθε πέντε αποχωρήσεις, και επιπλέον διαθεσιμότητα 1% των δημοσίων υπαλλήλων. Σήμερα, το κράτος συνεχίζει να είναι ο καλύτερος εργοδότης της χώρας, με επτά στις δέκα προσλήψεις να αφορούν τον δημόσιο τομέα. Μάλιστα, παράλληλα με τις επώδυνες αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότες και εργαζόμενους, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται και την πρόσληψη επιπλέον 11.000 δημοσίων υπαλλήλων, αποδεικνύοντας και πάλι τον κρατικοδίαιτο προσανατολισμό της.
Για χρόνια θεωρούταν πως οι μισθοί του δημοσίου τομέα κινούσαν την ελληνική οικονομία. Όμως δεν μπορούν να υπάρξουν μισθοί του δημοσίου χωρίς τους φόρους των ιδιωτών. Και για να φορολογηθεί ένας ιδιώτης θα πρέπει να… έχει. Όσο κι αν επιμένουν οι κυβερνήσεις, αυξάνοντας συντελεστές και εισφορές, με σχεδόν ένα τέταρτο των ελλήνων να ζουν με τον κίνδυνο της φτώχειας, τι έχει εναπομείνει για να… ξεζουμιστεί;
Παρά τις συστάσεις των διεθνών πιστωτών και τις προσταγές της κοινής λογικής, καμία κυβέρνηση που δοκίμασε να τα βάλει με την κρίση, δεν επεδίωξε να φέρει το κράτος στα μέτρα των δυνατοτήτων της χώρας, παρ’ ότι αυτό ακριβώς μας έφερε σε αυτήν τη θέση.
Θα πρέπει, επιτέλους, να υπάρξει μια διαφορετική προσέγγιση. Θα πρέπει να κοιτάξουμε τη γειτονική Βουλγαρία όπου σπεύδουν οι έλληνες επιχειρηματίες, θα πρέπει να κοιτάξουμε την Ιρλανδία και την Πορτογαλία που μπήκαν μαζί μας στα μνημόνια και ξεμπέρδεψαν με αυτά. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως είναι αδύνατο μια οικονομία να κινηθεί μέσω του δημοσίου της. Και θα πρέπει, όταν αρθούν κάποια στιγμή τα capital controls, μαζί τους να σηκωθούν και τα ρολά της οικονομίας, και αυτή τη φορά για όλους.
Τ.ΝΙΦΛΗ