Από την στιγμή που τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια εκτοξεύονται, μόνο ο λαϊκισμός μπορεί να δώσει
“ιδεατές λύσεις”, αντίθετα η πραγματικότητα μας προσγειώνει
.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο, ειδικά όταν
μιλούμε για κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – ΕΚΤ, ότι
δρομολογείται έχει σχεδιαστεί με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού έστω και
εάν φαινομενικά μια ανακοίνωση της κινείται στα όρια της απλής
ενημέρωσης.
Πρόσφατα και σε ανύποπτο χρόνο η ΕΚΤ
ανακοίνωσε ότι σύστησε ομάδα επέμβασης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
και σχεδόν ταυτόχρονα δημοσιοποίησε ότι έχει ζητήσει από ορισμένες
τράπεζες επιπρόσθετα στοιχεία για τα συγκεκριμένα δάνεια.
Ο προληπτικός της ρόλος επιβάλει τον έλεγχο του χαρτοφυλακίου των εμπορικών τραπεζών, όμως
η διαφάνεια που μέχρι και σήμερα είναι το ζητούμενο για πλήθος
ενεργειών της δεν πρέπει να εμφανίζεται ούτε υπό την μορφή αθώων
ανακοινώσεων ούτε υπό την μορφή ευκαιριακών παρεμβάσεων.
Η ΕΚΤ οφείλει να προστατεύει το
χρηματοπιστωτικό σύστημα από ακρότητες και παρακινδυνευμένες κινήσεις
της τεχνοδομής των πιστωτικών ιδρυμάτων όμως στην βάση συγκεκριμένων
κανόνων.
Δεν υπάρχει λόγος να δημοσιοποιούνται
δράσεις που δρομολογούνται και πλαίσια της καθημερινότητας και του
ρόλου μιας κεντρικής τράπεζας όταν μάλιστα οι εθνικοί βραχίονες της
ΕΚΤ έχουν ακριβή εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων για την χώρα που
ελέγχουν.
Προσωπικά και επειδή δεν πιστεύουμε στις
τυχαίες και αθώες κινήσεις των κεντρικών τραπεζών, ο συναγερμός για τα
μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχε ως στόχο το επικοινωνιακό κομμάτι της
δημιουργίας πλαισίου εγγυήσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων των
ιταλικών τραπεζών από την Ιταλική κυβέρνηση.
Όπως είναι γνωστό τα κόκκινα δάνεια των
Ιταλικών Τραπεζών φθάνουν τα 200 δις € και αντιστοιχούν στο 20% του
συνόλου της Ευρωζώνης.
Παρότι στο σύνολο των χορηγήσεων του ιταλικού πιστωτικού συστήματος αποτελούν το 10,5 % εν τούτοις ο όγκος τους προβληματίζει.
Ήδη από τα τέλη του 2015 οι σοσιαλιστική
κυβέρνηση Ρέντσι ενεργοποιώντας το Βail-in διέσωσε τέσσερις μικρές
εμπορικές τράπεζες αντλώντας 3,6 δις € από το Ιταλικό ΤΧΣ, όμως με
μεγάλο κοινωνικό κόστος αφού καταγράφηκε ακόμη και αυτοκτονία.
Η συνέχιση της εσωτερικής διάσωσης των
τραπεζών θα έχει μεγάλο κοινωνικό κόστος δεδομένου ότι πολλά ομόλογα των
ιταλικών τραπεζών έχουν αγοραστεί και μικροεπενδυτές με αποτέλεσμα το
κούρεμα τους ακρωτηριάσει θυσίες ετών.
Λογικό επομένως ήταν η εξεύρεση άλλη
λύσης δεδομένου του όγκου των μη εξυπηρετουμένων δανείων στα οποία
πρέπει να προσθέσουμε και τα περίφημα μη εξυπηρετούμε ανοίγματα, δηλαδή
ανοίγματα που είναι μεν ενήμερα αφού εμφανίζουν καθυστέρηση κάτω από 90
ήμερες πλην όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης δεν θα εκπληρώσεις
τις υποχρεώσεις του.
Η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με
την Ιταλική Κυβέρνηση για την διαχείριση των προβληματικών δανείων ήταν
αναμενόμενη και ουσιαστικά μονόδρομος αφού το κερδοσκοπικό κεφαλαίο
είχε αντιληφτεί πλήρως την ανοικτή πληγή του ιταλικού τραπεζικού
συστήματος που δυστυχώς τα stress test συγκάλυψαν αφού σε πλείστες των
περιπτώσεων λειτουργούν με πολιτικά κριτήρια.
Όταν ένα πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με
αποτελεσματικό τρόπο είναι φυσικό να δίνει την δυνατότητα σε όσους
επιβουλεύονται την ομαλότητα να κερδοσκοπούν ασύστολα όπως συνέβη με
την μετοχή της ιστορικής ιταλικής τράπεζας Monte dei Ranchi di Sienna η
αξία της οποίας συρρικνώθηκε κατά 57% μέσα σε μια εβδομάδα.
Όλα πληρώνονται και οι υπερβολές και οι υπεκφυγές και οι έντεχνες αποκρύψεις στοιχείων.
Η συμφωνία για τα ιταλικά κόκκινα δάνεια προς το παρόν καλύπτεται από νεφέλωμα.
Έχει δημοσιοποιηθεί χωρίς λεπτομέρειες
ενώ έχει εννοηθεί ότι τα κόκκινα δάνεια θα βρεθούν έκτος των ισολογισμών
των τραπεζών, θα μετατραπούν σε ομολογιακούς τίτλους και θα έχουν την
εγγύηση του ιταλικού δημόσιου.
Η τιμή δε της εγγύησης θα καθοριστεί βάσει της τιμής των CDS που θα εκδοθούν προς κάλυψη του εγχειρήματος.
Το νεφέλωμα δεν είναι τυχαίο, απλά
δημιουργείται για να συνηθίσει ο ιταλικός λαός στην ιδέα μιας
διαδικασίας που θα χρηματοδοτηθεί από το ιταλικό δημόσιο, δηλαδή από
τους φορολογούμενους πολίτες.
Από την στιγμή που τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια εκτοξεύονται, μόνο ο λαϊκισμός μπορεί να δώσει
“ιδεατές ΟΙΚΟΝΟΜΙΑλύσεις”, αντίθετα η πραγματικότητα μας προσγειώνει στο
πασίγνωστο «όλα έχουν το κόστος τους».
Η δικαιολογία που επιστρατεύτηκε στην
περίπτωση της Ιταλίας ότι με την δημιουργία ενός συστήματος διαχείρισης
των προβληματικών δανείων θα δοθεί η δυνατότητα στις Ιταλικές Τράπεζες
να χορηγήσουν νέα δάνεια συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην αναπτυξιακή
ώθηση της ιταλικής οικονομίας είναι εκτός πραγματικότητας.
Τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Στο ευρωσύστημα βρίσκουμε στα τέλη του
2015, παρά το αρνητικό επιτόκιο, καταθέσεις των ιταλικών τραπεζών πάνω
από 196 δις € όταν στις αρχές του έτους το αντίστοιχο ποσό έφτανε στα
36,6 δις €.
.
.
Καταγράφεται μια αύξηση της τάξεως του
435,5 % κάτι που δείχνει ότι χρήματα υπάρχουν, εκείνο που απουσιάζει
είναι η εμπιστοσύνη και το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον.
Άρα η δικαιολογία είναι έωλη όπως
συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις όταν οι κυβερνήσεις θέλουν να
δικαιολογήσουν τις πρακτικές τους.
Ρευστότητα υπάρχει, τα κεφάλαια
απουσιάζουν από αρκετές ιταλικές τράπεζες αφού οι προβλέψεις για τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια συρρικνώνουν την κεφαλαιακή βάση τους.
Το βασικό πρόβλημα όμως κάθε προσπάθειας αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων είναι ο ηθικός κίνδυνος.
Αν η κρατική παρέμβαση θεωρείται
δεδομένη, όπως για την Ιταλική που αναφέρουμε, τότε δημιουργείται το
πασίγνωστο θέμα της στρέβλωσης των κίνητρων τόσο για τους δανειολήπτες
που τους ωθεί στην περαιτέρω και μαζική αθέτηση των υποχρεώσεων τους όσο
και προς τις τράπεζες για χαλάρωση της πειθαρχίας στις χρηματοδοτικές
αποφάσεις.
Το βέβαιο είναι ότι η απληστία
πληρώνεται και ειδικά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα όχι από τους θύτες
αλλά από τα θύματα, το κόστος δε είναι τόσο μεγάλο όσο το χάσμα που
δημιουργεί ο ελλιπής έλεγχος από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.