Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε….
Από το σονέτο «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη (Ιθάκη 1860 - Δρίσκος Ιωαννίνων 1912)
Της Δήμητρας Ρετσινά– Φωτεινίδου
Φιλολόγου –Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Στις 13 Ιουλίου 1913 ο μέγας ήρωας των Βαλκανικών πολέμων Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίο πέφτει ένδοξα στο θρυλικό ύψωμα 1.378 στην τελευταία μάχη του ελληνοβουλγαρικού πολέμου (Β΄ Βαλκανικού πολέμου), που διεξήχθη στα στενά της Κρέσνας και στην Άνω Τζουμαγιά, εκεί όπου αποδεκατίστηκε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελλισαρίου, το 8ο Τάγμα του Ιατρίδη και το Τάγμα Κρητών πολεμιστών του Γ. Κολοκοτρώνη. Εκεί, επίσης, φονεύθηκε ο υπερασπιστής των Ιωαννίνων, υπολοχαγός και κατάσκοπος του Ηπειρωτικού Κομιτάτου Κων/νος Τσιριγώτης, ο επονομαζόμενος Άραχθος.
Διαβάζοντας για τον Ιωάννη Βελισσαρίου έμεινα συνεπαρμένη από την ακέραιη και γενναία φιγούρα του λαμπρού ήρωα, ο οποίος γεννήθηκε με ευγενική ψυχή, την οποία και καλλιέργησε με τα γράμματα και την ανύψωσε σε δυσθεώρητα, για τους κοινούς θνητούς, ύψη με τα πολεμικά του ανδραγαθήματα. Ο «Μαύρος Καβαλάρης», όπως τον αποκαλούσαν, αποτελεί πρότυπο καλού και αγαθού ανδρός, έτσι όπως πρόσταζε ο αρχαίος ελληνικός κώδικας τιμής. Η καλοκαγαθία του αγκάλιαζε τους συντρόφους του στις μάχες και έτρεπε σε άτακτη φυγή τον εχθρό. Ήταν λες και αναπήδησε από τις σελίδες του έπους της Ιλιάδος, ένας συνδυασμός Οδυσσέα και Αχιλλέα σε πραγματικές γιγαντομαχίες, όπως αυτές που περιγράφει ο Όμηρος κατά τον Τρωικό πόλεμο.
Με καταγωγή από την Κύμη της Εύβοιας, ο Βελισσαρίου γεννιέται στις 26 Νοεμβρίου 1861 στο Πλοέστι της Ρουμανίας. Γαλουχείται με την ελληνική παιδεία και εμπνέεται από τα επαναστατικά συγγράμματα του Ρήγα Βελεστινλή. Θέλει να καταταγεί εθελοντής στον ελληνικό στρατό σε ηλικία 16 ετών αλλά λόγω του νεαρού(!) της ηλικίας του απορρίπτεται. Για καλό του όμως, αφού πηγαίνει στην Αίγυπτο και σπουδάζει για τρία χρόνια στο Γαλλικό Κολλέγιο. Η ευρυμάθειά του τον έκανε ευρύτερα γνωστό στους στρατιωτικούς κύκλους αφού ήταν ο μόνος που ξενάγησε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών, που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1890, μιλώντας στα γερμανικά για αρχαιολογικά θέματα, έτσι ώστε να νομίσουν οι ξένοι ότι ήταν καθηγητής αρχαιολογίας! Όσοι τον γνώριζαν τον θαύμαζαν για την ηθικότητα και τιμιότητά του, τις διοικητικές του ικανότητες και τη στρατιωτική του μεγαλοφυϊα. Η ορμητικότητά του συνδυαζόταν με τη σωφροσύνη και την πατρική μέριμνα προς τους στρατιώτες του.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στο στρατό από τον πόλεμο του 1897, γνωστό στην ελληνική βιβλιογραφία ως ατυχή πόλεμο, και κατάφερε στη μάχη της Φούρκας με τον Λόχο του να μπερδέψει τον Τούρκο διοικητή, ο οποίος νόμιζε ότι είχε να αντιμετωπίσει δύναμη ταξιαρχίας! Στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο κατά της Τουρκίας, ο Βελισσαρίου, διοικητής του 3ου Τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης του Σαρανταπόρου. Παρά την ευτυχή έκβαση της μάχης δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο μεταξύ του Βελισσαρίου και του άλλου Έλληνα γίγαντα, του Ι. Παπακυριαζή, ο οποίος ήταν διοικητής του 4ου Συντάγματος και σύγγαμπρος του Βελισσαρίου. Μετά την παρεξήγηση ο Βελισσαρίου άλλαξε Σύνταγμα και τέθηκε επικεφαλής του 9ου Τάγματος Ευζώνων του 1/38 Συντάγματος (δηλαδή 1ο Σύνταγμα Ευζώνων ή 38ο Σύνταγμα Πεζικού). Το Σύνταγμα αυτό είχε άλλα δύο Τάγματα: το 8ο Τάγμα Ευζώνων με ταγματάρχη τον Ιατρίδη και το ανεξάρτητο Τάγμα των Κρητικών με ταγματάρχη τον Γ. Κολοκοτρώνη, εγγονό του Γέρου του Μωριά!
Στη γενναιότητα και διορατικότητα του Ι. Βελισσαρίου χρωστά η Ήπειρος την απελευθέρωσή της. Φυσικά υπήρξαν και άλλοι υπέρ-ήρωες στον αγώνα της Ηπείρου, που έδωσαν όχι μόνο τη δική τους ζωή, αλλά και αυτή των γονιών και αδελφών των(!), όπως ο Νικολάκης Εφέντη, λοχαγός Μηχανικού του Οθωμανικού στρατού, επιτηρητής των οχυρών Μπιζανίου, της λεγομένης …Σκύλλας και κατάσκοπος των Ελλήνων.
Οι μάχες του Μπιζανίου υπήρξαν από τις αγριότερες των Βαλκανικών Πολέμων! Δύο μήνες ήταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις καθηλωμένες στο Μπιζάνι. Καθοριστική υπήρξε για την απελευθέρωση της Ηπείρου η κατάληψη του οχυρού από τα Ευζωνικά Τάγματα. Με θυελλώδη εξόρμηση στις 19 Φεβρουαρίου οι Εύζωνοι του Βελισσάρη έφτασαν μέχρι το χωριό Άγιο Ιωάννη, που απέχει δύο χιλιόμετρα από τους στρατώνες πυροβολικού της πόλης των Ιωαννίνων. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον πανικό των Τούρκων και την αποστολή τουρκικής αντιπροσωπείας από τον Εσσάτ Πασά για την άνευ όρων παράδοση της πόλης, ενώ τα ελληνικά στρατεύματα ήταν ακόμη στα υψώματα και δεν είχαν κατέβει στην πεδιάδα!
Ο λαβών μέρος στην απελευθέρωση των Ιωαννίνων ως Διοικητής Λόχου του Τάγματος Βελισσαρίου, Αντ/ρχης Αθανάσιος Καζανάς περιέγραψε λεπτομερώς τις δύσκολες μέρες στον δημοσιογράφο Βασίλη Κονιτσιώτη, ο οποίος διέσωσε την μαρτυρία του και τη δημοσίευσε στο διαδικτυακό site των αποφοίτων της Ζωσιμαίας Σχολής www.zosimaia.gr
«Το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων διατάχθηκε να αποσπαστεί στην 6η Μεραρχία και να κατέλθει στο Εμίν Αγά για να αποτελέσει ιδία φάλαγγα μαζί με άλλα τμήματα του στρατεύματος. Το ψύχος ήταν τόσο δριμύ, ώστε οι οφθαλμοί των στρατιωτών είχαν κοκκινίσει, οι ρώθωνες έτρεχαν και οι μύστακες εκρυσταλλούντο. Αφού κατήλθαμε στα Πεστά διανυκτερεύσαμε και την πρωίαν της επομένης, 19ης του μηνός, φθάσαμε στο Εμίν – Αγά. Την ώρα εκείνη παρουσιάστηκε ο ποιητής Ματσούκας, ο οποίος ήθελε να μοιράσει στους οπλίτες σταφίδες και κονιάκ. Αυτό προξένησε κακή εντύπωση στον Διοικητή του Τάγματος Βελισσαρίου, ο οποίος εμπόδισε τη διανομή λέγοντας πως έτσι διασπείρεται η αταξία στο στράτευμα και ότι τα είδη αυτά προσφέρονται από το Σύνταγμα σε ώρες αναπαύσεως και όχι σε ώρες μάχης(!)
»Καταλάβαμε την Τσούκα και το οχυρό του Αγίου Νικολάου. Μετά από τη νικηφόρα εκείνη μάχη το Σύνταγμα με αναπεπταμένη τη σημαία προήλασε στο χωριό Ραψίστα (σημ. Πεδινή). Προ των υψωμάτων της Ραψίστας ο ταγματάρχης Βελισσαρίου έκαμψε δεξιά της οδού έφιππος και μετ ‘ ολίγον διέταξε εμέ, να τον ακολουθήσω με τον λόχο μου… Στο χωριό Άγιος Ιωάννης, έξω από τα Γιάννενα, απεκόψαμε όλες τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές γραμμές μεταξύ Ιωαννίνων και Μπιζανίου και βαδίσαμε προς την πολη…! Στις 10 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου παρατήρησα φώτα κινούμενα προς την κατεύθυνσή μας. Διακρίναμε μια άμαξα με λευκήν σημαίαν. Εσύρετο από τρεις ίππους με έφιππους [Τούρκους] στρατιώτες που κρατούσαν φανούς… Ήταν η αντιπροσωπεία του Εσσατ πασά μαζί με τον ορθόδοξο Πρωτοσύγκελο Γερβάσιο που βρισκόταν μέσα στην άμαξα. Όλοι για έναν σκοπό: την άνευ όρων παράδοση των φρουρίων Μπιζανίου, Καστρίτης και Ιωαννίνων! Μαζί με αιχμαλώτους Τούρκους 33,000 τον αριθμό… Ο ταγματάρχης Βελισσαρίου για να δείξει στους Τούρκους αξιωματικούς ότι ήδη ο ελληνικός στρατός έφθασε προ των πυλών των Ιωαννίνων διέταξε τον λοχαγό Κωστούλη: “Κύριε Λοχαγέ να διατάξεις να ανοίξει στην πεδιάδα η γραμμή μας ίνα διέλθωμε μετά της επιτροπής της παραδόσεως των Ιωαννίνων”. Ο λοχαγός, οξυδερκής, αντελήφθη τον υπαινιγμό του Διοικητού του Τάγματος και ετοιμόλογα απάντησε: “Διέταξα ήδη, κύριε Διοικητά να ανοίξωσιν όλαι αι γραμμάι”! Έδωσε την απάντηση αυτή μολονότι γνώριζε ότι ουδείς Έλληνας στρατιώτης ευρίσκετο στην πεδιάδα των Ιωαννίνων. Μετά τον διάλογο αυτόν ο Βελισσάρης ανεχώρησε για Εμίν – Αγά μαζί με την επιτροπή παραδόσεως, προς συνάντηση του Γενικού Αρχηγού Κωνσταντίνου. Εκείνος χαιρετίζοντάς τον του είπε: “Καλώς τον Γιάννη” και κατόπιν χαμηλοφώνως πρόσθεσε: “Θέλεις φίλημα, αλλά θέλεις και δέσιμο’! υπαινισσόμενος το παράτολμο του εγχειρήματος του Βελισσαρίου. Όλα αυτά έλαβαν χώρα κατά τη νύχτα της 20ης προς την 21η Φβρουαρίου 1913…»!