Της Δήμητρας Ρετσινά Φωτεινίδου
φιλολόγου – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι…
(Από το σονέτο Πατρίδα του Λορέντζου Μαβίλη, Ιθάκη 1860 – Δρίσκος 1912).
Ο ρομαντικός και πατριώτης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης είναι ήρωας του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Σκοτώθηκε στη Μάχη του Δρίσκου τον Νοέμβριο 1912 όταν πολεμούσε ως λοχαγός μαζί με το Σώμα των Γαριβαλδινών Ερυθροχιτώνων (εθελοντών Ιταλών και Ελλήνων μαχητών) στο μέτωπο της Ηπείρου. «Πατρίδα μου σηκώσου! Ας λάμψει πάλι στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου…» προστάζει ο ποιητής!
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής και κυρίως τις «Αναμνήσεις» του Γιαννιώτη Αθανασίου Τσεκούρα, μυημένου στον απελευθερωτικό αγώνα και πρωταγωνιστή σε σύγχρονα και καίριας σημασίας γεγονότα, τον Λορέντζο Μαβίλη και τους Γαριβαλδινούς τους έφαγε η «Σκύλλα». Πρόκειται για το οχυρό του Μπιζανίου που είχε κατασκευαστεί σε καλά κρυμμένη τοποθεσία, φύσει και θέσει οχυρά, από τη γερμανική οργανωτική αποστολή του τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον φον Γκόλτς και είχε καθηλώσει την Ελληνική Στρατιά επί δύο μήνες στο Μπιζάνι, αφού είχε προηγουμένως απελευθερώσει την Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα. Κατά την περιγραφή του Αθ. Τσεκούρα «η Σκύλλα η Μπιζανίτικη ήταν τέρας με δώδεκα ποδάρια και έξι κεφάλια και μάλιστα αθέατα. Ήταν άσαρκη όμως έτρωγε σάρκες. Δεν είχε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο. Δεν αλύχταγε σαν τις σκύλες της γνωστές μας. Μονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, που έκανε στάχτη εκείνον που θα τολμούσε να ζυγώσει στη φωλιά της … Τα κανόνια ήταν πολλά, όσα και μια πυροβολαρχία και όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής εκείνης. Η Σκύλλα ήταν κρυμμένη αριστοτεχνικά σε τόπο καραούλι. Αγνάντευε από τη φωλιά της ολόκληρο σχεδόν το αριστερό του Μπιζανίτικου τοπίου, καθώς ερχόμαστε από τα Ιωάννινα, εκείνο που απλώνεται προς τα Καστανοχώρια… Δύο γερές αβάντες είχε το οχυρό του Μπιζανίου: την κρυψώνα του και την κασίδα του μπιζανίτικου τοπίου με την απέναντί του Τσούκα. Κασιδιάρικο από κλαριά και έρημο από βράχια, το Μπιζάνι έκανε πολύ καλή αβάντα στη δουλειά της Σκύλλας… Κατόρθωνε να εξολοθρεύει χωρίς να εξολοθρεύεται. Έφαγε πολλά ελληνικά κορμιά το 1912 - 1913 προτού ξεπατωθεί από τους δικούς μας. Αυτή καθήλωσε το δρόμο του Στρατού μας για τα Γιάννενα. Δίχως αυτή οι Τούρκοι θα ήταν χαμένοι από νωρίς».
Συνεργάτης του φον Γκολτς κατά την κατασκευή των οχυρών του Μπιζανίου ήταν και ένας αξιωματικός του τουρκικού στρατού, ο Μικρασιάτης Έλληνας στην καταγωγή, την πίστη και τη συνείδηση, Νικολάκη(ς) Εφέντη. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες το ελληνικό όνομά του ήταν Νικόλαος Μιζαντζιόγλου. Ο Νικολάκη γεννήθηκε στην Άγκυρα, όπου διέμεναν οι γονείς του και οι πέντε αδελφές του. Τελείωσε το Ζωγράφειο Γυμνάσιο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Μηχανικού στο Μόναχο. Στα Γιάννενα υπηρετούσε ως Λοχαγός Μηχανικού στον τουρκικό στρατό (αξιωματικός του Βεχήπ μπέη) και ανέλαβε τη συντήρηση των οχυρών του Μπιζανίου όταν απεχώρησε ο Γκολτς. Το ελληνικό Στρατηγείο με αρχιστράτηγο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και έδρα το χάνι Εμίν Αγά έδινε στα μέσα του Ιανουαρίου 1913 εντολή στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες (ναι, υπάρχουν και τέτοιες!) να εξακριβώσουν που ακριβώς βρίσκονται τα ταχυβόλα «Σκύλλα». Οι άνθρωποι που προσέγγισαν τον Νικολάκη Εφέντη και έδρασαν ως κατάσκοποι ήταν ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Γερβάσιος, ο Έλληνας υποπρόξενος Νίκος Χαντέλης, ο επαγγελματίας ωρολογοποιός Αθανάσιος Τσεκούρας και ο πρόξενος στο Γαλλικό Προξενείο Ιωάννης Λάππας, όλοι μέλη του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. Στην αρχή έπεσε η πρόταση να προσεγγίσουν τον Παπανικόλα από το Μπαρκμάδι για να συγκεντρώσει πληροφορίες για το οχυρό. Όμως ο Τσεκούρας αντιπρότεινε μια φυσιογνωμία που γνώριζε από μέσα τα στρατιωτικά – επιτελικά μυστικά: τον Αξιωματικό του τουρκικού στρατού Νικολάκ Εφέντη!
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί ένα παρένθετο θέμα, αυτό του Ηπειρωτικού Κομιτάτου. Για το σκοπό της απελευθέρωσης της Ηπείρου είχε συσταθεί από το 1906 στην Αθήνα η μυστική Ηπειρωτική Εταιρεία, γνωστή και ως Ηπειρωτικό Κομιτάτο. Ήταν τότε που, θορυβημένοι από τη Ρουμανική, Αλβανική και Ιταλική προπαγάνδα που ευνοούσε και τους Τούρκους, οι Ηπειρώτες αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά. Με αρχηγό τον Υπομοίραρχο Σπύρο Σπυρομήλιο με καταγωγή από την Χειμάρρα και με τη συμμετοχή εξεχόντων Ηπειρωτών, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Αξιωματικοί, ιδρύθηκε το Ηπειρωτικό Κομιτάτο και συγκροτήθηκαν οι Διευθύνσεις Αργυροκάστρου, Πρεβέζης, Ιωαννίνων με σημαντικότερη δράση της Α’ Διεύθυνσης Ιωαννίνων.
Η Ηπειρωτική Εταιρεία συνεργαζόταν με το Ελληνικό Προξενείο των Ιωαννίνων και στελέχωνε ομάδες σε όλη την Ήπειρο, τις οποίες εξόπλιζε μυστικά, κυρίως, μέσω της λίμνης Παμβώτιδας. Ο οπλισμός που διακινήθηκε προς τις ομάδες αυτές ανήλθε σε περίπου 2500 όπλα. Το 1906 τοποθετείται ως γραμματέας στο Ελληνικό Προξενείο Ιωαννίνων ο υπολοχαγός πεζικού Κων/νος Τσιριγώτης. Για το κοινό η ταυτότητά του ήταν άγνωστη. Με την ιδιότητα του υπαλλήλου του προξενείου υιοθέτησε το όνομα Κ. Τσαρόπουλος, ενώ για τις Μυστικές Υπηρεσίες ήταν ο «Άραχθος». Ανέπτυξε μεγάλη δράση και οργάνωσε ένοπλες ομάδες αριθμού 500 ατόμων. Κατά την απελευθέρωση της πόλεως, έκπληκτοι οι Γιαννιώτες αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ταγματάρχη Κ. Τσιριγώτη τον «υπάλληλο» Κ. Τσαρόπουλο. Πρόκειται για έναν ακόμη υπέρ-ήρωα πατριώτη που σκοτώθηκε, όπως και ο ήρωας Ιωάννης Βελισσαρίου , στα στενά της Κρέσνας στην Ανατολική Ρωμυλία, αγωνιζόμενοι και οι δύο εναντίον των Βουλγάρων στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση των τόσο αγαπημένων τους Ιωαννίνων…
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στον «νέον τριαντάρη, μαυρομάτη λεπτοκαμωμένο, απόμακρο και απρόσιτο» Νικ. Εφέντη. Στον Αθ. Τσεκούρα ανατέθηκε η αποστολή να τον πλησιάσει και να του υπενθυμίσει την καταγωγή του και το χρέος του στην Πατρίδα με σκοπό να δώσει στους Έλληνες το σχεδιάγραμμα του απόρθητου ως τότε Μπιζανίτικου οχυρού . Η συνάντηση με τον π. Γερβάσιο στο Δεσποτικό της Μητρόπολης Ιωαννίνων υπήρξε καταλυτική για τον Νικολάκη λόγω της βαθιάς χριστιανικής πίστης και του σεβασμού του στα πατρώα ήθη. Ο αξιωματικός πήγε στο Μπιζάνι και μέσα σε οχτώ μέρες έφερε τα σχέδια του οχυρού, τα οποία επεξεργάστηκε στο σπίτι του Γιαννάκη Λάππα. Στο Ελληνικό Στρατηγείο ταξίδεψε το λεπτομερές σχεδιάγραμμα με τα απόρρητα μυστικά κρυμμένο μέσα στη στρωματιά από το σαμάρι ενός γαϊδάρου. Άνθρωπος του Κομιτάτου το παρέδωσε στον αρχηγό των ανταρτικών ομάδων, Μαλάμο, και εκείνος στο Στρατηγείο.
Η ανταπόκριση του Στρατηγείου ήταν άμεση. Η Σκύλλα χτυπιέται αλύπητα, παραλύει, βουβαίνεται. Το αριστερό του οχυρού του Μπιζανίου από τα Καστανοχώρια, εκεί που δεν μπορούσε άνθρωπος να ξεμυτίσει, ελευθερώνεται! Όταν ο Ν. Εφέντη ρώτησε το Επιτελείο αν επιθυμούν να λιποτακτήσει, η απάντηση ήταν αρνητική για να συνεχίσει αυτός ο υπέροχος πατριώτης να τους δίνει πληροφορίες. Και πράγματι ο Νικολάκη απτόητος συνεχίζει να τους υποδεικνύει το δρόμο για τη νίκη. Συγκεκριμένα τους τόνισε ότι ο ελληνικός στρατός δεν πρέπει να επιτεθεί από το αριστερό των Τούρκων. Τα Γιάννενα θα έπεφταν μόνο με χτύπημα από τα δεξιά του τουρκικού στρατού, πράγμα που έγινε. Όταν συγκέντρωναν το στρατό τους οι δικοί μας κρυφά, από τα δεξιά των Ιωαννίνων για το μεγάλο χτύπημα, το μεγάλο γιουρούσι, που θα γινόταν την αυγή της 20ης Φεβρουαρίου 1913, σκότωναν ακόμη και τα σκυλιά για να μην αλυχτούν τη νύχτα και μυριστούν τίποτε οι Τούρκοι!
Ενώ τα Γιάννενα απελευθερώθηκαν και ξεκίνησε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων, ο αρχιστράτηγος βασιλιάς Κωνσταντίνος ρώτησε τον Εφέντη τι θέλει για ανταπόδοση της μεγάλης του προσφοράς. Εκείνος θέλησε μόνο να γυρίσει στη Σμύρνη και να βρει τους συγγενείς του και φυσικά να μείνει μυστική η αποστολή του. Δυστυχώς όμως το όνομά του κάποιος που ήξερε το «σφύριξε» σε έναν δημοσιογράφο και δημοσιεύτηκε η δράση του στην εφημερίδα «Πατρίς». Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν μόλις πάτησε το πόδι του στη Σμύρνη ως αξιωματικός αιχμάλωτος πολέμου και τον εκτέλεσαν αφού τον βασάνισαν φρικτά. Δυστυχώς την ίδια κακή τύχη είχαν οι γονείς του και οι πέντε αδελφές του…