ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΑΛΟΥΠΗΣ
Στη δίνη οικονομικής καταιγίδας βρίσκονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες, κι όχι μόνο αυτές. Από την αρχή του χρόνου οι μετοχές τους κατρακυλούν διεθνώς. Η πτώση στις αμερικανικές αγγίζει το 20% και στις ιαπωνικές το 36%, όμως η χειρότερη εικόνα είναι στην Ευρώπη. Οι ιταλικές τράπεζες έπεσαν 31% και οι ελληνικές σημειώνουν τεράστια βουτιά 60%, με τον δείκτη της Σοφοκλέους να έχει... επιστρέψει στο 1989 και τις απώλειες να υπολογίζονται φέτος για τον τραπεζικό κλάδο στα 5,5 - 6 δισ. ευρώ και συνολικά για το ελληνικό χρηματιστήριο στα 14,5 δισ.
Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης κατρακύλησε συνολικά 24%, πολύ κοντά στα χαμηλά ρεκόρ του καλοκαιριού του 2012, όταν η ευρωζώνη έφτασε μια ανάσα από τη διάλυση και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι υποσχέθηκε να «κάνει ό,τι χρειαστεί» για να τη σώσει.
Η αναταραχή στις ευρωπαϊκές τράπεζες αφορά και τις μεγάλες και τις μικρότερες. Επηρεάζει μεγαθήρια της ευρωζώνης, όπως την Deutsche Bank, την καρδιά του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, και τη γαλλική Societe Generale, που είδαν την προηγούμενη εβδομάδα τις μετοχές τους να χάνουν το 10% της αξίας τους μέσα σε λίγες ώρες και τις απώλειες να εκτοξεύονται άνω του 35% από την αρχή του έτους. Αλλά και τεράστιους τραπεζικούς ομίλους εκτός ευρωζώνης, όπως η Barclay's με έδρα τη Βρετανία και η ελβετική Credit Suisse.
Η ασθενικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι απογοητευτική, αν λάβουμε υπ' όψιν τις προσπάθειες που έχουν γίνει για να τη θωράκισή τους (ανακεφαλαιοποίηση, αυστηροποίηση κανονισμών κ.λπ.), που εκ των πραγμάτων δεν αποδεικνύονται επαρκώς αποτελεσματικές.
Λίγο πριν αναλάβει τη συνολική εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών το 2014, η ΕΚΤ είχε «χτενίσει» λεπτομερώς (stress tests) τις 130 μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης και είχε διαπιστώσει μέτριες κεφαλαιακές ελλείψεις. Η κατάσταση, όμως, έχει επιδεινωθεί παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι από τα υψηλά του 2015 μέχρι σήμερα έχουν χαθεί από τις διεθνείς αγορές περισσότερα από 17 τρισ. δολ. σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης.
Ένα σημαντικό κομμάτι της εικόνας που παρουσιάζουν αυτήν τη στιγμή οι ευρωπαϊκές τράπεζες οφείλεται στις ευρύτερες ανησυχίες για την οικονομία που προκαλούν πτώση τραπεζικών μετοχών παγκοσμίως. Η μια απειλή σχετίζεται με την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και η άλλη με το ότι τα αρνητικά επιτόκια αναμένεται να υπονομεύσουν περαιτέρω τα κέρδη των τραπεζών.
Όμως, ειδικά για την Ευρώπη το πρόβλημα έχει κι άλλες αιτίες. Μία από τις βασικότερες είναι ότι υπάρχουν πάρα πολλές τράπεζες, εκ των οποίων αρκετές δεν είναι επικερδείς λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου που ακολουθούν. Σε επίπεδο εθνικών αγορών δε υπάρχουν ακόμη μικρότερες τράπεζες, κυρίως περιφερειακές, με πιο φτωχές επιδόσεις.
Η καυτή ιταλική πατάτα
Μπορεί λοιπόν οι ελληνικές τράπεζες να προκαλούν δέος με το μέγεθος της απώλειας που σημειώνουν οι μετοχές τους, όμως οι ιταλικές προμηνύουν ακόμη μεγαλύτερους μπελάδες. Ειδικά η κατάσταση της τρίτης μεγαλύτερης τράπεζας στην Ιταλία και της αρχαιότερης στον κόσμο, της Monte dei Paschi di Siena, που ιδρύθηκε το 1472, είναι εφιαλτική. Βρίσκεται επί μακρόν στην εντατική και φέτος η αξία της μετοχής της έπεσε κατά 56%.
Γενικότερα ο τραπεζικός τομέας της Ιταλίας βαρύνεται σοβαρά από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που ανέρχονται σε 360 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 18% του συνόλου των δανείων. Η κατάσταση χειροτερεύει από φέτος με τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις προβληματικές τράπεζες, που μεταφέρει τα βάρη από τους φορολογούμενους (bail out) στους πιστωτές (bail in). Αυτό σημαίνει ότι ομολογιούχοι και καταθέτες άνω των 100.000 ευρώ θα υποστούν απώλειες σε περίπτωση εξυγίανσης τραπεζών.
Αν και γενικώς τα τραπεζικά ομόλογα ανήκουν συνήθως σε μεγαλοεπενδυτές, στην Ιταλία περίπου 200 δισ. ευρώ είναι στα χέρια μικροεπενδυτών, οι οποίοι είχαν δελεαστεί να επενδύσουν στα ομόλογα μέσω μιας ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης. Ήδη στα τέλη του 2015 τέσσερις μικρότερες ιταλικές τράπεζες έσπευσαν να διασωθούν υπό τον φόβο του bail in. Οι αυστηρότεροι και πολιτικά δαπανηροί ευρωπαϊκοί κανόνες για τη διάσωση των ιταλικών (και όχι μόνο) τραπεζών είναι μια από τις βασικές αιτίες για τις επιθέσεις που τον τελευταίο καιρό εξαπολύει ο Ματέο Ρέντζι σχετικά με τον γερμανικό τρόπο διακυβέρνησης της ευρωζώνης.
Όλα τα σχέδια της ιταλικής κυβέρνησης να αγοράσει τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών κοντά στην ονομαστική τους αξία κινδυνεύουν να απορριφθούν από την Ευρώπη ως κρατική βοήθεια. Αν από την άλλη πουληθούν τα «κόκκινα» δάνεια με σημαντικές εκπτώσεις, τότε αυτό θα αναγκάσει τις ιταλικές τράπεζες να υποστούν απώλειες, κάποιες από τις οποίες θα βαρύνουν μικροεπενδυτές. Ο Ρέντζι, λοιπόν, βρίσκεται εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ένα τραπεζικό σύστημα που ασθμαίνει υπό το βάρος «κόκκινων» δανείων και στο πολιτικό κόστος αν θιγούν οι μικροεπενδυτές.
Η Deutsche και τα 55 τρισ.
Ο νέος διευθυντής της Deutsche Bank Τζον Κράιαν έχει αποστολή να μειώσει τον επενδυτικό τομέα. Η τράπεζα, άλλωστε, έχει μετατραπεί σε επενδυτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα ρίσκα σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τις κατά καιρούς αναταράξεις της. Η Deutsche Bank κλονίζεται για πρώτη φορά σε τέτοιον βαθμό και ο πιο βασικός φόβος έχει να κάνει με την έκθεση της γερμανικής τράπεζας σε παράγωγα ύψους 55 τρισ. δολ.! Αν «σκάσει», αυτό το ποσό είναι ικανό να παρασύρει όλη την παγκόσμια οικονομία. Να σημειωθεί ότι ακόμα και η ΕΚΤ έχει μοχλεύσει 29 φορές τα κεφάλαιά της!
«Χειρουργική επέμβαση» ανάλογη της Deutsche Bank επιχειρείται και στην Credit Suisse. Προς το παρόν, όμως, αυτό αντανακλάται μόνο στις τιμές των μετοχών.
Οι αιτίες
Μια σειρά από παράγοντες «βαραίνουν» κυρίως για την πτώση των τραπεζικών μετοχών και τη γενικότερη ανασφάλεια:
- Οι συνέπειες που φέρνει το νέο καθεστώς του bail in.- Η αστάθεια της παγκόσμια οικονομίας.
- Η επιβράδυνση της Κίνας.
- Η πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων.
- Η έκθεση των αμερικανικών κι ευρωπαϊκών τραπεζών στον πετρελαϊκό τομέα που αγγίζει τα 250 δισ. δολ. Τα ομόλογα που έχει εκδώσει ο πετρελαϊκός τομέας φτάνουν το 1,4 τρισ. δολ. Το ρίσκο τους τελευταίους μήνες έχει αυξηθεί μετά τη ραγδαία πτώση των τιμών του βαρελιού.
- Η πολιτική ανασφάλεια (Ευρώπη εν μέσω προσφυγικής κρίσης, Ελλάδα, ΗΠΑ με τους υποψηφίους των κομμάτων).
- Η έναρξη της έρευνας από την Κομισιόν για χειραγώγηση της αγοράς ομολόγων ύψους 1,5 τρισ. ευρώ.
- Το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρώπη που έχει ξεπεράσει το αστρονομικό 1 τρισ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί με το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Ισπανίας ή με το 7,3% του ΑΕΠ της Ε.Ε.
Το «νέο» παγκόσμιο χρέος
Η επόμενη παγκόσμια ύφεση θεωρείται ότι μάλλον θα προκληθεί από την Κίνα. Ο ασιατικός γίγαντας έγινε το 2009 η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και το ΑΕΠ της σήμερα κινείται στα 10 τρισ. δολ. Το χρέος της Κίνας, όμως, αυξάνεται με ρυθμό σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο απ' ό,τι αυξανόταν το χρέος των ΗΠΑ πριν από την οικονομική κρίση του 2007.
Σήμερα, στο διάστημα μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, στις αναπτυσσόμενες χώρες έφτασε να αναλογεί ένα μεγάλο μέρος του «καινούργιου» παγκόσμιου χρέους. Αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην επιβράδυνση της ανάπτυξης, αφού τον τόνο στους δείκτες δίνουν σε μεγάλο βαθμό οι αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες νιώθουν πλέον τη θηλιά του χρέους να τις πνίγει. Ενδεικτικά η αύξηση του παγκόσμιου χρέους ανά κατηγορία χωρών:
- Περίοδος 2000-2007: Χρέος ανεπτυγμένων 78%, χρέος αναπτυσσόμενων 22%.
- Περίοδος 2007-2014: Χρέος ανεπτυγμένων 53%, χρέος αναπτυσσόμενων 47%.
Το 2008 πολλοί κορυφαίοι οικονομολόγοι πόνταραν στην παγκόσμια ανακατανομή ισορροπιών που θα ακολουθούσε και που θα λειτουργούσε καταπραϋντικά στην οικονομία. Κι αυτό επειδή ο κόσμος, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, θα εξαρτιόταν περισσότερο από την κατανάλωση της Κίνας και άλλων αναδυόμενων αγορών και λιγότερο από την κατανάλωση των ΗΠΑ. Αυτή η νέα ισορροπία, όμως, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Εν ολίγοις, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να καθορίζεται από το χρέος.
Οι αναπτυσσόμενες αγορές δεν μπορούν, όχι τουλάχιστον ακόμα, να αντισταθμίσουν τη μακροχρόνια επιβράδυνση την ανεπτυγμένων χωρών. Όπως στη γεωπολιτική, έτσι και στην οικονομία, άλλωστε, τώρα ζούμε σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει μία και μοναδική υπερδύναμη. Και η στήριξη της παγκόσμιας οικονομίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες, όμως, με τη σειρά τους είναι στην πλειονότητά τους εξαρτημένες από το πετρέλαιο και την τιμή του.
Τα καμπανάκια, μάλιστα, ακούγονται ηχηρότερα μετά και τη νέα υποβάθμιση από τον ΟΠΕΚ των εκτιμήσεων για την παγκόσμια πετρελαϊκή ζήτηση, κάτι που έχει ήδη προκαλέσει πλήγματα σε Ρωσία και Βραζιλία.
Κινεζική αποσταθεροποίηση
Δέκα περίπου χρόνια μετά τη στεγαστική φούσκα στις ΗΠΑ και έξι μετά τη χρεοκοπία της Ελλάδας που πυροδότησε την ευρωπαϊκή κρίση, η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε ένα στάδιο της κρίσης χρέους που αυτήν τη φορά επικεντρώνεται στις αναδυόμενες αγορές. Τώρα, λοιπόν, ο παράγοντας «Κίνα» παίζει τεράστιο ρόλο στην αποσταθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών. Η χώρα που ήταν υπεύθυνη για το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε επιβράδυνση.
Εδώ και δύο χρόνια η κινεζική φούσκα, μετά την εκρηκτική ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων και της μεταποίησης από το 2008, άρχισε να σκάει. Από το 2014 έως τώρα σχεδόν 1 τρισ. δολάρια έχουν «αποδράσει» από την Κίνα καθώς επενδυτές προσπαθούν να βγάλουν τα χρήματά τους από τη χώρα με κάθε τρόπο. Ακόμα και η έσχατη λύση των capital controls έχει αρχίσει να συζητείται όλο και πιο έντονα.
Η αιμορραγία του τραπεζικού συστήματος και του χρηματιστηρίου υποχρέωσε την κυβέρνηση να ανοίξει το σεντούκι με τα συναλλαγματικά αποθέματα των 3,3 τρισ. δολαρίων για να στηρίξει εν τέλει το υποτιμημένο κινεζικό νόμισμα. Όμως αυτή η κίνηση δεν έχει αποδειχθεί πανάκεια.
Ο φόβος, άλλωστε, πυροδοτείται από το γεγονός ότι το χρέος της Κίνας «τρέχει» πλέον δυο φορές ταχύτερα απ' όσο η ανάπτυξή της, κάτι που λειτουργεί σαν βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας. Το κοκτέιλ γίνεται εκρηκτικό αν συνυπολογιστεί και το διογκούμενο ιδιωτικό χρέος. Τα χρέη, τέλος, κρατικών επιχειρήσεων - ζόμπι στην Κίνα ανέρχονται στο αστρονομικό και μη διαχειρίσιμο ποσό των 11 τρισ. ευρώ! Σύμφωνα με το αμερικανικό Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Peterson, αυτά τα 11 τρισ. είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος, τελικά, για την κινεζική οικονομία.
Οχρυσός
Οι φόβοι έχουν στρέψει τους επενδυτές και τα κράτη ξανά στον χρυσό και η αγορά πολύτιμων μετάλλων, που θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο, κάνει υψηλό εξαετίας. Η κεντρική τράπεζα της Κίνας συγκέντρωσε 600 τόνους χρυσού το δεύτερο εξάμηνο του 2015 και η Ρωσία 200 τόνους. Τις τελευταίες εβδομάδες η τάση έχει γίνει εντονότερη μετά τους φόβους για νέο παγκόσμιο κραχ.