Κάποιες φορές οι λέξεις, αντί να προσδιορίζουν και να ξεκαθαρίζουν νοήματα χρησιμοποιούνται ακριβώς για το αντίθετο: για να δημιουργήσουν σύγχυση και να καλύψουν απώτερους στόχους. Για παράδειγμα η λέξη «αξιολόγηση» σύμφωνα με το λεξικό σημαίνει «την ενέργεια ή το αποτέλεσμα του «αξιολογώ», δηλαδή τον προσδιορισμό της αξίας , της σημασίας και της ποιότητας ενός πράγματος με καθορισμένα κριτήρια». Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο η αξιολόγηση από τους θεσμούς σημαίνει την καθοδήγηση της εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης για την υλοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών.
Από το γεγονός αυτό ωστόσο, προκύπτει ένα βασικό πρόβλημα: στις δυτικές δημοκρατίες την αξιολόγηση των κυβερνήσεων δεν την κάνουν τεχνοκράτες-επόπτες (ξένων) συμφερόντων. Η αξιολόγηση προκύπτει ως αποτέλεσμα των εκλογών και έκφραση της λαϊκής βούλησης.
Με πιο απλά λόγια, η ελληνική κυβέρνηση – αυτή και οι προηγούμενες—έχοντας υπογράψει το (τρίτο) μνημόνιο έχει εκχωρήσει το δικαίωμα ελέγχου των πράξεων της στους υπαλλήλους των δανειστών. Δεν είναι, όμως οι δανειστές αυτοί που εκλέγουν τις ελληνικές κυβερνήσεις. Ή μήπως, τελικά, είναι…;
Παρακολουθώντας κανείς την πορεία των ελληνικών κυβερνήσεων που εκφυλίστηκαν από το 2010 προσπαθώντας να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν μέσω των μνημονίων αντιλαμβάνεται πως η μόνη σταθερή παράμετρος των 6 τελευταίων χρόνων είναι οι απαιτήσεις των δανειστών, οι οποίες εύκολα μπορούν να συνοψιστούν:
- Πολιτικός έλεγχος
- ξεπούλημα
Οι περικοπές μισθών και συντάξεων, οι μόνιμες φοροεπιδρομές, οι περικοπές δαπανών στην υγεία, την παιδεία και γενικότερα στις παροχές που διασφαλίζουν έναν ελάχιστο κοινωνικό ιστό και πάνω απ όλα ο έλεγχος του μηχανισμού εσόδων του ελληνικού κράτους, είναι σταθερή επιδίωξη των δανειστών και όρος απαράβατος για να αξιολογήσουν θετικά την όποια εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση έχουν απέναντί τους. Μέσα απ αυτές τις διαδικασίες, άλλωστε, εξασφαλίζουν την επιστροφή των τοκοχρεολυσίων και την ανακύκλωση επ άπειρον του ελληνικού χρέους.
Βασικό συμπληρωματικό μέλημα των δανειστών προκειμένου να εισπράξουν τα πανοτόκια των δανείων τους είναι το απρόσκοπτο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, το οποίο μάλιστα εμφανίζεται ως εκσυγχρονιστική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτού του ξεπουλήματος, «δωρίστηκαν» στο γερμανικό δημόσιο (FRAPORT) τα κερδοφόρα και με μεγάλες μελλοντικές προσδοκίες κέρδους ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια, ενώ εκχωρήθηκε με αντίτιμο όσο κοστίζει ένα καράβι το υπόλοιπο του λιμανιού του Πειραιά. Για τη συνέχιση αυτής της διαδικασίας, η οποία προβλέπει το ξεπούλημα των νερών (ύδρευσης και υδροηλεκτρικών) σιδηροδρόμων, δρόμων, και υπόλοιπων μεγάλων λιμανιών, οι δανειστές, προκειμένου να αξιολογήσουν θετικά την ελληνική κυβέρνηση, ζητούν νέο θεσμικό πλαίσιο απόλυτου ελέγχου (από αυτούς) του μηχανισμού (ταμείου) ιδιωτικοποιήσεων.
Είναι προφανές ότι για να ολοκληρωθεί μια τέτοιου τύπου αξιολόγηση και για να λάβει η κυβέρνηση ικανοποιητικό βαθμό από τους αξιολογητές της προϋποθέτει την απώλεια της εμπιστοσύνης του λαού που με τις εκλογές της έδωσε την εξουσία.
Κάπως έτσι τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχείρησαν μάταια να αξιολογηθούν θετικά διατηρώντας ταυτόχρονα και την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας. Το μάταιο αυτής της προσπάθειας, μάλλον δεν το έχει αντιληφθεί ακόμη η σημερινή κυβέρνηση της χώρας καθώς εμφανίζεται αποφασισμένη να χαρακτηριστεί «αξιόλογη» από τους δανειστές, ικανοποιώντας κάθε απαίτησή τους.
Πιθανότατα, αν καταφέρει να αξιολογηθεί θετικά από τους επόπτες, η κυβέρνηση θα κερδίζει κάποιους μήνες ζωής, μέχρι οι επόπτες να προλάβουν να «χτίσουν» το επόμενο «αξιόλογο» για αυτούς κυβερνητικό σχήμα.