Στη δίνη μαζικών πωλήσεων βρέθηκαν οι τραπεζικές μετοχές τη δεύτερη
εβδομάδα του Φεβρουαρίου στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Αρνητικός
πρωταγωνιστής των ημερών ήταν ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός κολοσσός
της Ντόιτσε Μπανκ, που η έκθεσή της σε παράγωγα φτάνει το ασύλληπτο πόσο
των 55 τρισ. ευρώ! Ή, 20 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας, 5 φορές το ΑΕΠ
ολόκληρης της ευρωζώνης και κάτι παραπάνω από τα δύο τρίτα (69%) του
παγκόσμιου ΑΕΠ, που ανέρχεται περίπου σε 80 τρισ.! Αν αναλογισθεί ο
καθένας πόσο θα στοίχιζε η διάσωση της…
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Ωστόσο, αν το ξεπούλημα της Ντόιτσε Μπανκ υποκινήθηκε από φόβους για
την υπερβολική της έκθεση σε παράγωγα (και δη πετρελαίου και άλλων
ενεργειακών προϊόντων), το μαζικό ξεπούλημα των περισσότερων άλλων
τραπεζικών μετοχών σε ΗΠΑ και Ευρώπη υποκινήθηκε από πιο «κανονικές»
αιτίες. Και γι’ αυτό το λόγο η μέση μείωση που καταγράφουν οι τραπεζικές
μετοχές από την αρχή του χρόνου κατά 20% είναι πολύ πιο ανησυχητική.
Η κάθετη πτώση των τιμών του πετρελαίου, που προκαλεί σοβαρότατες
απώλειες εσόδων κι η επιβράδυνση της οικονομίας των πετρελαιοεξαγωγικών
κρατών, και η συρρίκνωση των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης της Κίνας
είναι δύο σημαντικοί λόγοι που προεξοφλούν μείωση κερδών για τις
τράπεζες. Το νεώτερο ωστόσο στοιχείο που δρα στην ίδια κατεύθυνση δεν
αφορά την περιφέρεια, αλλά το κέντρο του καπιταλισμού. Κι είναι το
περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων που έχουν διαμορφώσει οι σημαντικότερες
κεντρικές τράπεζες: Ιαπωνίας, ΕΚΤ, Ελβετίας, Δανίας και τελευταία της
Σουηδίας. Ενώ η πρόεδρος της αμερικάνικης κεντρικής τράπεζας, έχοντας
μετανιώσει προφανώς για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων που ανακοίνωσε
τον Δεκέμβριο, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ακολουθήσει κι αυτή τη
μείωση, για να συμπληρωθεί έτσι το παζλ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών
κρατών.
Τα αρνητικά επιτόκια, ποιοτική εξέλιξη και τομή του περιβάλλοντος
μηδενικών επιτοκίων που κληροδότησε η κρίση του 2008, διαμορφώνουν μια
κατάσταση που σε τέτοια έκταση δεν έχει προηγούμενο. Κίνητρο των
διοικήσεων των κεντρικών τραπεζών είναι να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση
της οικονομίας (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) ώστε οι ρυθμοί μεγέθυνσης
να ξεκολλήσουν από τη ζώνη του μηδέν και να επέλθει η ανάπτυξη. Η
συνέχεια μπορεί να προβλεφθεί όχι μόνο από την αρνητική εμπειρία της
εκμηδένισης του κόστους του χρήματος που ήδη υφίσταται. Οι μηδενικές έως
πολύ μειωμένες προσδοκίες που δημιουργούν τα μηδενικά επιτόκια
προοικονομούνται εύκολα από την υπερχρέωση νοικοκυριών και επιχειρήσεων,
με αποτέλεσμα το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι αναχρηματοδότηση
υπαρχόντων δανείων κι όχι ανάληψη νέων. Φέρνουν ωστόσο στην επιφάνεια τη
δομική κρίση που διέρχεται ο καπιταλισμός με τη συνεχή συρρίκνωση των
επενδύσεων και τις εκρηκτικές αντιθέσεις που συσσωρεύει…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πριν την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016