Απασχολημένοι με την άλυτη μεταναστευτική κρίση και τις διαπραγματεύσεις για να κρατήσουν τη Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ηγέτες της ευρωζώνης μπορεί να πιαστούν απροετοίμαστοι από μια νέα καταιγίδα στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η αναστάτωση της παγκόσμιας αγοράς από το ξεκίνημα του έτους έχει ανάψει προειδοποιητικό σήμα στις αγορές κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης. Στις αρχές του Φεβρουαρίου, το ασφάλιστρο που χρεώνουν οι επενδυτές για να τηρήσουν πορτογαλικά, ισπανικά και ιταλικά κρατικά ομόλογα αντί των γερμανικών ομολόγων, έφτασαν κάποια από τα υψηλότερα επίπεδα μετά το ζενίθ της κρίσης της ευρωζώνης το 2011-2012.
Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές έχουν δεχτεί ισχυρό χτύπημα λόγω των ανησυχιών για τα μεγάλα αποθέματά τους σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τις νέες ρυθμιστικές επιβαρύνσεις και μια μείωση στα κέρδη λόγω των επίσημων επιτοκίων που βρίσκονται κάτω από το μηδέν. Οι νέες τραπεζικές ρυθμίσεις της ΕΕ, που αναγκάζουν μετόχους και ομολογιούχους να υποστούν πρώτοι απώλειες σε περίπτωση που μια τράπεζα χρειαστεί διάσωση, τρομάζουν ακόμη περισσότερο την αγορά, ιδιαίτερα στην Ιταλία.
Όλα αυτά έρχονται τη στιγμή που η δημόσια αντίδραση σε νέα μέτρα λιτότητας έχει αυξηθεί σε όλη τη νότια Ευρώπη, παράγοντας ασταθή αποτελέσματα στις κάλπες.
Επιπλέον, μαύρα σύννεφα μαζεύονται πάνω από την αδύναμη και αργή οικονομική ανάπτυξη της ευρωζώνης – η ανάπτυξη αναμένεται επισήμως να φτάσει το 1,9% φέτος, έναντι περίπου 1,6% για το 2015. Οι χώρες της νότιας περιφέρειας αντιμετωπίζουν όλες δημοσιονομικά προβλήματα που πυροδοτούν πολιτικές εντάσεις με τις Βρυξέλλες.
Ο πληθωρισμός επίσης αρνείται να αυξηθεί, παρά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα αρνητικά επιτόκια, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τις βαθιά χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις τις ευρωζώνης, καθηλωμένες από τις διαφορές τους για την κατανομή των προσφύγων, τη διαχείριση των διαβλητών συνόρων της Ευρώπης και την ικανοποίηση των βρετανικών απαιτήσεων για τους όρους συμμετοχής στην ΕΕ, έχουν ήδη πολλά να διαχειριστούν.
Ένας από τους συμβούλους της γαλλικής κυβέρνησης σχολίασε πως η ΕΕ αντιμετωπίζει για πρώτη φορά μια τέτοια συσσώρευση κρίσεων για τα τελευταία 50 χρόνια.
Στην πιο πρόσφατη συνάντησή τους, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης είπαν πως η τελευταία αναστάτωση των αγορών δεν αποτελούσε λόγο ανησυχίας σε αυτό το στάδιο.
Επέμειναν πως η ευρωζώνη είναι πολύ διαφορετική σήμερα από την κατάστασή της το 2010 σε όρους θεσμών και εργαλείων διαθέσιμων για τη διαχείριση ενός νέου ξεσπάσματος κρίσης.
Ανάμεσα σε αυτά είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης, οι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες τράπεζες, μια μερική τραπεζική ένωση με την κοινή επιτηρητική αρχή υπό την ΕΚΤ, ένας μηχανισμός για την εξυγίανση αποτυχημένων τραπεζών, και ένα ταμείο εξυγίανσης τραπεζών σε εμβρυικό στάδιο.
Η ΕΚΤ επίσης έχει εξελιχθεί αρκετά από το 2010, διευρύνοντας το πεδίο δράσης της πολιτικής της με τη λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, δημιουργώντας χρήμα για να αγοράζει ομόλογα των κυβερνήσεων της ευρωζώνης σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει τον πληθωρισμό και να ωθήσει την ανάκαμψη.
Οι αγορές αναμένουν από την ΕΚΤ να χαλαρώσει ακόμη περισσότερο τη νομισματική πολιτική τον επόμενο μήνα, όμως δεν είναι ξεκάθαρο εάν μια τέτοια κίνηση θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη στις τράπεζες.
Και τίποτα απ’ όσα έχουν συμβεί ως τώρα δεν πλησιάζει τα προβλήματα που είδαμε το 2011-2012. Η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των πορτογαλικών και των γερμανικών δεκαετών ομολόγων είχε ξεπεράσει τις 1550 μονάδες βάσης. Τον Φεβρουάριο του 2016 το υψηλότερο επίπεδο ήταν λίγο χαμηλότερα από τις 380 μονάδες.
Όμως οι ανησυχίες για τις τράπεζες εξαπλώνονται στα κρατικά ομόλογα στις πιο ευάλωτες χώρες, σε μια αναβίωση ενός φαύλου κύκλου που οι μεταρρυθμίσεις της ΕΕ υποτίθεται πως θα απομάκρυναν.
Οι πιέσεις από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία είτε για περιορισμό του ποσού του χρέους της χώρας της που μπορεί να διατηρεί μια τράπεζα, είτε να αποδοθεί διαφορικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου στο εθνικό κρατικό χρέους που βρίσκεται στα βιβλία των τραπεζών, έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα.
Το πολιτικό ρίσκο αποτελεί σημαντικό παράγοντα στα νέα άγχη των αγορών. Η Πορτογαλία έχει μιαν ασταθή κυβέρνηση συνεργασίας τριών αριστερών κομμάτων, η οποία έχει ανατρέψει κάποια από τα μέτρα λιτότητας που είχε υιοθετήσει η κεντροδεξιά προκάτοχός της μετά τη διάσωση του 2011.
Μόνο ένας οίκος αξιολόγησης συνεχίζει να αποδίδει στο χρέος της Λισαβόνας επενδύσιμο βαθμό – κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για να παραμείνει στο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ. Αξιωματούχοι της ευρωζώνης, ωστόσο, υπονομεύουν το κίνδυνο εκτροχιασμού της Πορτογαλίας, λέγοντας πως αν κινδύνευε να χάσει την πρόσβαση στις αγορές, ο ΕΜΣ θα μπορούσε να της προσφέρει μια προληπτική πιστωτική γραμμή υπό αυστηρούς μεταρρυθμιστικούς όρους.
Η Ισπανία κυβερνάται από μια μεταβατική, κεντροδεξιά, μειοψηφική κυβέρνηση, ύστερα από ασαφείς εκλογές τον Δεκέμβριο, και το δημοσιονομικό της έλλειμμα έχει βγει εκτός ελέγχου στο μεσοδιάστημα. Όμως η ισπανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και οι τράπεζές της έχουν επιδιορθωθεί διεξοδικά.
Η αριστερή κυβέρνηση της Ελλάδας αψιμαχεί με τους πιστωτές για μια ακόμη φορά, για την εκπλήρωση του τρίτου προγράμματος διάσωσής της από το 2010, εν μέσω απεργιών και διαδηλώσεων κατά της προτεινόμενης μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και των φορολογικών αυξήσεων για τους αγρότες.
Ωστόσο, κανείς στην Αθήνα, τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο, δε θέλει μια νέα ελληνική κρίση, ύστερα από την περσινή παρ’ ολίγον έξοδο από την ευρωζώνη, κατά συνέπεια οι πιθανότητες ενός συμβιβασμού που θα κρατήσει το πρόγραμμα διάσωσης στον σωστό δρόμο τις επόμενες εβδομάδες είναι υψηλές.
Στη Ρώμη, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι βρίσκεται σε λεκτικό πόλεμο κατά των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι όπως λέει παρεμποδίζουν τις προσπάθειές του να κινητοποιήσει τη ληθαργική οικονομική ανάπτυξη.
Η Ιταλία, η οποία έχει το υψηλότερο ποσοστό δημόσιου χρέους σε σχέση με την οικονομική παραγωγή από κάθε χώρα της ευρωζώνης εκτός της Ελλάδας, υποχρεώνεται από τους κανόνες της ΕΕ να κάνει μια μεγάλη μείωση χρέους το 2017, μια προεκλογική χρονιά, κάτι που μπορεί να εξηγεί τα ξεσπάσματα του Ρέντσι κατά Βρυξελλών και Βερολίνου.
«Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν θα πρέπει να ακολουθήσει τους κανόνες ελαστικότητάς της με ιδιαίτερη ελαστικότητα» είπε πρώην πολιτικός παράγοντας της ευρωζώνης, που δυσκολεύτηκε να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όμως αξιωματούχοι της ΕΕ υποστηρίζουν πως η Ιταλία έχει ήδη επωφεληθεί από αρκετή ελαστικότητα.
Οι ιταλικές τράπεζες έχουν δει τις μετοχές τους να σφυροκοπούνται λόγω των επίμονων ανησυχιών για την κερδοφορία τους σε μια εποχή χαμηλής ανάπτυξης και σχεδόν μηδενικού πληθωρισμού, και τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια χωρίς κρατική βοήθεια.
«Υπάρχουν επενδυτές που ξυπνούν και αρχίζουν να αναγνωρίζουν τους κινδύνους. Κάποιοι πανικοβάλλονται» ανέφερε κεντρικός τραπεζίτης της ευρωζώνης. Προσέθεσε, ωστόσο, πως η ευρωζώνη είναι πλέον πιο ανθεκτική απ’ ότι ήταν στο ζενίθ της κρίσης.
Το περιβάλλον είναι ωστόσο ευάλωτο, με δεδομένο πως στο Παρίσι και στο Βερολίνο όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην προσφυγική κρίση, τους συνοριακούς ελέγχους και τις διαπραγματεύσεις του Brexit.
Ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολλάντ είπε σε πρωτοχρονιάτικο λόγο του προς τα διπλωματικά σώματα πως οι δύο χώρες έχουν σκοπό να παρουσιάσουν ως το τέλος αυτού του έτους προτάσεις για το «πολιτικό και δημοκρατικό πλαίσιο, τους θεσμούς και τα εργαλεία σταθερότητας που θα χρειαστούν για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα και την ανάπτυξη στην ευρωζώνη».
Κανείς δε δείχνει να δουλεύει ένα τέτοιο σχέδιο.