Της Μαρίνας
Σολδάτου
Κάπου
στο τέλος της εφηβείας του
άρχισε, να νιώθει την ομορφιά γύρω του.
Ένας ζουμερός, γεμάτος χρώματα κόσμος
απλωνόταν μπροστά του. Η προσμονή για
δημιουργία τον κυρίευε, ενώ όλα έμοιαζαν
να είναι στη θέση τους. Αυτό τον γέμιζε
σιγουριά στο ξεκίνημά του, όπως ο
καπετάνιος οσμίζεται την ακύμαντη
θάλασσα, έτσι κι αυτός μαντευε μιαν
ανέφελη πορεία.
Δεν
κολυμπούσε στα πλούτη, αλλά έβγαζε με
άνεση το καθημερινό του. Επέλεγε τη
δουλειά, που του ταίριαζε, έμπαινε στο
λεωφορείο, χωρίς να φοβάται τους
πορτοφολάδες ντόπιους ή εισαγωγής.
Καλημέριζε έναν προς έναν τους γείτονες,
που γνώριζε από παιδί, Όλα γνώριμα,
τυλιγμένα με άσπρο μπλε περιτύλιγμα
και άρωμα από γιασεμί, πασχαλιά, αγιόκλημα.
Αργότερα
με πόση χαρά αγόρασε με δόσεις το πρώτο
του αυτοκίνητο και λάτρεψε τις ανέμελες
βόλτες κάτω από τον καταγάλανο αττικό
ουρανό.
Μα
ξαφνικά σαν σε εφιάλτη, λίγο πριν το
’80, όλα άλλαξαν. Σημειώθηκε μετακίνηση
και εγκατάσταση πληθυσμού από την
περιφέρεια στην Αθήνα με υπαιτιότητα
πολιτικών, που μοίραζαν την τράπουλα
σε ένα παιχνίδι, που θα άλλαζε τη ζωή
όλων. Η ύπαιθρος ερήμωσε και η πρωτογενής
παραγωγή, που ήταν ο βασικότερος πυλώνας
της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε
σε βαθμό, που εξαφάνισε την αγροτική
παραγωγή.
Ήταν
τότε που τα σπίτια με τις αυλές και τους
ολάνθιστους κήπους χάθηκαν και στη θέση
τους σηκώθηκαν άσχημα μπετοναρισμένα
κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο, αληθινοί
γίγαντες , έτοιμοι να συνθλίψουν τα
πάντα. Τα μικρομάγαζα, οι βιοτεχνίες
και οι λιγοστές ελληνικές βιομηχανίες
εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήραν
μεγάλες πολυεθνικές που σημείωναν τζίρο
δισεκατομμυρίων.
Η
ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική, τα
καλοκαίρια αφόρητα. Η ζωή αλλάζει
δραματικά σε βασικούς τομείς. Τα
φροντιστήρια ξένων γλωσσών φυτρώνουν
σαν μανιτάρια παντού. Ο νεοέλληνας
πρέπει, να παπαγαλίζει καλά τις ξένες
γλώσσες, για να συνεννοείται με τους
Ευρωπαίους και να φροντίσει, να ξεχάσει
τη δική του. Η καθαρεύουσα γλώσσα πάει
περίπατο και τη θέση της παίρνει η
δημοτική με το μονοτονικό σύστημα. Με
τον καιρό η ελληνική κουλτούρα ξεθωριάζει
και η πλούσια ελληνική ιστορία παραποιημένη
κρύβεται στο σεντούκι. Πρέπει να υπάρχει
πολιτιστική προσέγγιση και ομοιογένεια
των ευρωπαϊκών λαών.
Τα
δεινά συνεχίζοναι. Ορδές ξένων ανθρώπων
εξ ανατολών εισβάλουν στη χώρα. Είναι
φυσικό, να αλλοιωθούν με συνοπτικές
διαδικασίες τα εθνικά χαρακτηριστικά,
αφού αυτοί οι επισκέπτες οργανώνονται
και ξεχνώντας ότι φιλοξενούνται, ζητούν
την κατάργηση εθνικών και θρησκευτικών
συμβόλων, γιατί στη θέα τους αφιονίζονται.
Τώρα
μεσήλικας πια νιώθει,
να ασφυκτιά σ’αυτή τη χώρα, που όλο
στενεύει και οι ανατολικές άκρες του
Αιγαίου γκρίζαραν με τον καιρό.
Ξεκινά
το πρωί σέρνοντας τα πόδια του, μαγκωμένος
τραβά για τη δουλειά, σκέφτεται αν στα
αλήθεια, θα την έχει κι αύριο. Βαδίζει
σκυθρωπός χωρίς καλημέρες, άλλωστε δεν
γνωρίζει και πολλούς στη γειτονιά του.
Αν μπει στο λεωφορείο, στέκεται με τα
χέρια στις τσέπες κοιτώντας γύρω γύρω
για κανέναν επίδοξο κλέφτη. Αν μπει στο
αυτοκίνητο, δοκιμάζει τα νεύρα του λόγω
κυκλοφοριακού και αναθεματίζει
κοιτάζοντας στο καντράν τη φθίνουσα
πορεία της ένδειξης της βενζίνης, ενώ
σκέφτεται, πως ευχαρίστως θα ξεφορτωνόταν
το σαράβαλο για ένα δίκυκλο. Περιμένοντας
να ανάψει το πράσινο έχει κάνει δεκάδες
προσθαφαιρέσεις στο ταλαιπωρημένο του
μυαλό, ελπίζοντας να βγάλει κι αυτήν
την εβδομάδα. Αισθάνεται εγκλωβισμένος
στη ζωή που του επέτρεψαν να ζει, νιώθει
πανικό παρ’όλες τις συνεδρίες στον
ψυχολόγο του, είναι απελπισμένος γιατί
είναι ξένος ανάμεσα σε ξένους.
Αλλά
δε βαριέσαι, τουλάχιστον ζει μέσα στην
Ευρώπη! Λίγο το΄χεις κι αυτό;