Πέρα από την πιθανή διαρθρωτική της κατάρρευση, η ελληνική οικονομία απειλείται και από βαθειά ρήγματα που θα κονιορτοποιήσουν ό,τι απομένει από τον ιστό της
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, μάς πληροφορεί η λαϊκή ρήση –την οποία, ως φαίνεται, ένα μέρος του λαού μας την γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Διαφορετικά δεν θα είχε επιτρέψει σε έναν βιαστικό εξουσιομανή να έλθει στην εξουσία εξαπατώντας τους πάντες για τα πάντα.
«Το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε να διαπράξει ο ελληνικός λαός ήταν να εκλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015 και να επιβεβαιώσει την εκλογή αυτή τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους», έγραψε την περασμένη εβδομάδα ο κύριος αρθρογράφος της Εστίας.
Η απόφαση αυτή, που σίγουρα δεν είναι ανδρών σοφών, σήμερα οδηγεί στον οικονομικό καταποντισμό της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το κρατικοδίαιτο κοινωνικό σύστημα που αφειδώς στήριξε την «πρώτη φορά αριστεροακραδεξιά». Με τις επιλογές του αυτές, το εκλογικό σώμα ακύρωσε –και μάλιστα με πάταγο– ό,τι θετικό είχε επιτευχθεί την περίοδο 2012-2014. Όλα βρέθηκαν κάτω από το μηδέν, με την εικόνα της χώρας διεθνώς να έχει υποστεί σοβαρότατη βλάβη.
Μία οικονομία, ως γνωστόν, λειτουργεί πάνω σε συγκεκριμένες δομές, αλλά ως αλυσίδα. Έτσι, κάθε τομέας εξαρτάται από κάποιον άλλον, ο οποίος με την σειρά του τροφοδοτεί τους επόμενους. Αν λοιπόν σπάσει ένας κρίκος αυτής της αλυσίδας, στον βαθμό που και τα δομικά υλικά είναι σαθρά, το οικοδόμημα καταρρέει.
Από την άποψη αυτή, με τις αψυχολόγητες ενέργειές της την πρώτη χρονιά από την άνοδό της στην εξουσία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προκάλεσε σοβαρή βλάβη στην αλυσίδα της οικονομίας, με άμεσο αποτέλεσμα την επιτάχυνση της διαρθρωτικής της κατάρρευσης.
Σήμερα είναι ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει τομέας της οικονομίας, αρχής γενομένης από τις τράπεζες, που να μην επλήγη βάναυσα τους 14 τελευταίους μήνες.
Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας είναι ο αγροτικός. Η πολιτική σε αυτόν υπήρξε καταστροφική. Επί έναν ολόκληρο χρόνο δεν έγινε τίποτε τονωτικό για την πρωτογενή παραγωγή της χώρας μας. Και τώρα, η κυβέρνηση θυμήθηκε αιφνιδίως το φορολογικό και το ασφαλιστικό των αγροτών, που αμφότερα καθιστούν την επαγγελματική διαβίωσή τους προβληματική. Έτσι, ένας κρίσιμος κρίκος της ελληνικής οικονομίας δέχεται καίριο πλήγμα.
Ένας άλλος κλάδος, εσωστρεφής μεν αλλά με συμβολή στην ανάπτυξη, είναι αυτός της οικοδομής και των κατασκευών. Για πολλά χρόνια, η οικοδομική δραστηριότητα υπήρξε η ατμομηχανή της οικονομίας και η παράλογη φορολόγησή της, χωρίς επαναπροσανατολισμό του παραγωγικού ιστού της χώρας, είναι μία από τις μεγάλες πηγές της σημερινής υψηλής ανεργίας.
Αρχής γενομένης από τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) που επέβαλε το ΠΑΣΟΚ, η υψηλή φορολογία των ακινήτων συνεχίστηκε και επί συγκυβερνήσεως ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ο ΦΑΠ αντικαταστάθηκε από τον ΕΝΦΙΑ, αλλά παρέμειναν αμετάβλητες οι αντικειμενικές αξίες στα εξωπραγματικά επίπεδα του 2007.
Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσουν οι εμπορικές αξίες των ακινήτων, κάτι που οδήγησε στο πλήρες πάγωμα του τομέα της οικονομίας ο οποίος εξαρτάται από τα ακίνητα –και που δεν περιορίζεται μόνον στην οικοδομή. Ο κλάδος αυτός τροφοδοτεί αρκετές δορυφορικές δραστηριότητες, οι οποίες σήμερα έχουν πλήρως ατονήσει και παράλληλα είναι αδύνατον να επαναπροσανατολισθούν προς άλλες παραγωγικές και εμπορικές κατευθύνσεις.
Η πτώση της κτηματαγοράς, ωστόσο, επηρεάζει άμεσα και τον τραπεζικο-ασφαλιστικό κλάδο, που εξαρτάται από αυτήν σε υψηλό βαθμό. Είναι γνωστό πως τα ακίνητα σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούνται ως ενέχυρο για την άντληση κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα και την διενέργεια επενδύσεων. Όταν λοιπόν καταρρέει η αξία τους τότε πλήττεται και το τραπεζικό σύστημα, αφού μειώνονται οι εμπράγματες ασφάλειες έναντι δανείων που έχουν χορηγηθεί.
Στο μέτρο, συνεπώς, που η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει την δημευτική φορολογία των απαξιωμένων ακινήτων για να συντηρεί τους πραιτωριανούς της στο κράτος, προκαλεί πρόσθετες ζημιές στην οικονομική αλυσίδα, με αρνητικές συνέπειες για την συνολική οικονομική δραστηριότητα.
Το χειρότερο όμως είναι ότι εντός λίγων μηνών ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστρεψε και τον τραπεζικό τομέα. Με την διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου 2015 προκάλεσε τέτοια αβεβαιότητα, ώστε ακολούθησε μαζική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Με την αψυχολόγητη εξαγγελία δε του δημοψηφίσματος επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Τότε έσπασε ο κρισιμότερος κρίκος της αλυσίδας της οικονομίας –ο οποίος έκτοτε δεν έχει αποκατασταθεί.
Κατά συνέπεια, η χώρα βρίσκεται στην δίνη μίας ολέθριας κρίσης ρευστότητας, η οποία αφ’ εαυτής είναι πηγή ανισοτήτων και άρα κοινωνικών ρηγμάτων. Όσο λοιπόν οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις αναβάλλονται για να μπορεί η κυβέρνηση να παριστάνει ότι διαπραγματεύεται αυτονόητες αλλαγές, τα σπασίματα στην οικονομική αλυσίδα θα γίνονται μη αναστρέψιμα –και όποιος θέλει ας καταλάβει τί σημαίνει αυτό.