Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Η «Αραβική Άνοιξη» χειμώνιασε πλήττοντας σοβαρά τον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακή δύναμη, ικανή να πρωταγωνιστήσει στον επανασχεδιασμό της Μέσης Ανατολής (: βόρεια Αφρική και δυτική Ασία). Και έτσι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από μεγάλος ηγέτης έτοιμος να προσφέρει λύση στο μείζον πολιτικό πρόβλημα της περιοχής, πράγμα που θα έδινε φτερά στην προεδρία του στην Τουρκία και αναμφισβήτητο κύρος στο εσωτερικό και εξωτερικό, καταλήγει να μεταβάλλεται ο ίδιος σε (δυσεπίλυτο) πρόβλημα στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Τώρα η τάση «επανασχεδιασμού» της πλέον κρίσιμης περιοχής για την σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος, μοιάζει να περιλαμβάνει και την ίδια την Τουρκία. Η ολοένα και μεγαλύτερη εμπλοκή στην συριακή εμπόλεμη αναμέτρηση, η σοβαρή προσφυγική κρίση, η δραματική μεγέθυνση των τρομοκρατικών επιθέσεων, το ξεσήκωμα κουρδικών ομάδων και πληθυσμών και η ένταση με την Ρωσία παράλληλα με τις πρωτοβουλίες Ερντογάν να συγκεντρώσει εξουσίες σαν η χώρα να βρίσκεται σε μείζονα πολεμική σύγκρουση, αμαυρώνουν την εικόνα μιας ευημερούσας ισλαμικής πολιτείας, στην οποία ανθεί η οικονομία παράλληλα με την ανάπτυξη της δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους.
Και η ολοένα και περισσότερο φθειρόμενη εικόνα μιας Τουρκίας που φιλοδόξησε να γίνει παράδειγμα εκσυγχρονισμού και προσαρμογής του πολιτικού Ισλάμ στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης, υπονομεύει τον ίδιο τον Ερντογάν - ο οποίος όπως αντίστοιχα ο Πούτιν στη Ρωσία - δεν φαίνεται να διαθέτει εναλλακτικές λύσεις και ούτε καν την ελαστικότητα στις διαπραγματεύσεις με τους Δυτικούς που επέδειξε ο Ισμέτ Ινονού. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι πλέον πρόβλημα προς επίλυση τόσο για τις ΗΠΑ και την ΕΕ, με την διοίκηση των ΗΠΑ μάλιστα, να διαπράττει το ένα λάθος μετά το άλλο στο ζήτημα.
Ο πρόεδρος Ομπάμα, ενώ στηρίχθηκε στον Ερντογάν για την αποσταθεροποίηση του πρώην φιλικού καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, αναγκάστηκε να βάλει και τον Πούτιν στο στρατιωτικό παιχνίδι, έτσι ώστε να αποφύγει ο ίδιος την ευθύνη για την απόλυτη διάλυση έως ερημοποίησης της Συρίας και ασφαλώς την εμπλοκή των ΗΠΑ με μεγάλες χερσαίες δυνάμεις στη κρίση, προκαλώντας ένα πολύ χειρότερο «Ιράκ», την στιγμή κατά την οποία η διακηρυγμένη πολιτική ειρήνευσης και εκδημοκρατισμού στο Ιράκ - όπως άλλωστε και οπουδήποτε αλλού, όπου υπάρχει άμεση στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ - έχει αποτύχει παταγωδώς.
Τα αμερικανικά στρατεύματα δεν φέρνουν την ειρήνη και την δημοκρατία, αλλά απλώς μεταβάλουν την μορφή της κρίσης, τροφοδοτώντας νέες μορφές συγκρούσεων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στη Μέση Ανατολή, στην οποία η σύγκρουση μεταξύ σουνιτικών και σιιτικών φραξιών έλαβε απολύτως νέα και διευρυμένα χαρακτηριστικά με τις μεγαλύτερες σιιτικές οργανώσεις στην περιοχή, μάλιστα, να συμφωνούν σήμερα με την σουνιτική Ένωση Μουσουλμάνων Ουλεμάδων, πως Δύση, Τουρκία και Ρωσία τους χρησιμοποιούν στο πλαίσιο ενός σχεδίου γενικευμένης αποσταθεροποίησης, στο οποίο οι ίδιοι συμμετέχουν χωρίς να το γνωρίζουν.
Υπάρχει, ωστόσο, σχέδιο; Αν υπάρχει είναι φανερό πλέον πως συμπεριλαμβάνει την Τουρκία και αυτό συνεπάγεται την παγκοσμιοποίηση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Και η μετατροπή του Ερντογάν σε πρόβλημα είναι πρόδηλο ότι είναι μία στάση που υπονομεύει αυτή την στιγμή την σταθερότητα στη Τουρκία. Ποιόν συμφέρει σήμερα αυτό; Πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν πολιτικές λύσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας μετά από μία επιχείρηση σοβαρής αποδυνάμωσης έως εξοβελισμού του Ερντογάν, ή μήπως πιστεύει κανείς, έτσι όπως εξελίσσεται η κρίση στην ευρύτερη περιοχή Συρίας και Ιράκ και εκείνη στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, πως ο τούρκος πρόεδρος θα έχει την δυνατότητα να αναπτύξει ένα ευρύτερο από το σημερινό πεδίο ελιγμών, τόσο ως προς τις ΗΠΑ, όσο και ως προς την ΕΕ, ή την Ρωσία;
Όχι, είναι η απάντηση. Ο Ερντογάν δεν είναι Άσαντ και ούτε η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας θα ακολουθούσε το πρότυπο εκείνης στη Συρία. Η αποσταθεροποίηση της Τουρκίας σημαίνει έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ανατριχιάζω από την αφέλεια ηλιθίων που δεν το αντιλαμβάνονται ή των διεστραμμένων που δεν τους ενδιαφέρει, αλλά αντίθετα πιστεύουν ότι αυτό θα ήταν προς όφελος του λεγόμενου ελληνικού εθνικού συμφέροντος! Και δεν αναφέρομαι απλώς σε ένα σημαντικό αριθμό ελλήνων φασιστών και κρυφοφασιστών που ονειροφαντάζονται την «εξαφάνιση» της Τουρκίας από το ξανθό γένος που θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη για να την παραδώσει στους αδελφούς ορθόδοξους έλληνες! Αυτοί είναι απλώς παράφρονες και δεν αποτελούν σοβαρό υποκείμενο του παγκόσμιου προβληματισμού για την κρίση στην Μέση Ανατολή. Είναι ζήτημα ψυχολόγου ή ψυχιάτρου και όχι της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων. Το θέμα είναι ότι πολλοί περισσότεροι τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ και στη Ρωσία πιστεύουν πως τίποτα δραματικό δεν θα συμβεί στην Τουρκία στον βαθμό που ο Ερντογάν βρεθεί σε αδιέξοδο.
Πιστεύω πως για άλλη μια φορά σε ο, τι αφορά στις πραγματικές δυνάμεις και στην ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, αυτοί σφάλουν. Η συριακή κρίση εξελίσσεται με μια τέτοια μορφή που είναι αδύνατον πλέον να μην φέρει σε πολεμική σύγκρουση τουρκικές και ρωσικές δυνάμεις. Είναι βέβαιο πως αυτό θα μπορούσε ήδη να έχει προβλεφθεί και αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο μίας διεθνούς συνόδου για το ζήτημα, όπως είναι επίσης βέβαιο πως αν δεν αντιμετωπιστεί τις επόμενες ημέρες, με την άμεση μάλιστα επαναπροσέγγιση Πούτιν – Ερντογάν, τα πράγματα σε λίγες εβδομάδες θα έχουν λάβει μία ανεξέλεγκτη πορεία. Προκλήσεις από ρωσικής πλευράς σαν κι αυτή της Παρασκευής, όταν ρωσικό Sukhoi 34 φέρεται να παραβίασε τον τουρκικό εναέριο χώρο, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις από τουρκικής πλευράς, εάν δεν έχουν την έννοια να δείξουν την άμεση ανάγκη του έντιμου διαλόγου μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν, είναι προβοκάτσιες μείζονος εγκληματικού χαρακτήρα για την ειρήνη στον κόσμο.
Το ερώτημα έτσι μεταβάλλεται από το «γιατί άραγε Δύση και Πούτιν να επιδιώκουν την υπονόμευση του Ερντογάν», στο «τι παιχνίδι ανέθεσε η Δύση στον Πούτιν εις βάρος του Ερντογάν». Εάν, πάλι, φανταστεί κανείς πως ο ρώσος πρόεδρος ενεργεί αυθαίρετα στην περιοχή, γνωρίζοντας πως θα βρεθεί αντιμέτωπος με το ΝΑΤΟ, προφανώς θεωρεί τον κύριο Πούτιν και την ηγετική του ομάδα – που μέχρι σήμερα δεν έχουμε κανένα σοβαρό στοιχείο να θεωρούμε πως δεν ελέγχει τον ρωσικό στρατό – παλαβούς, ακραίας μορφής τυχοδιώκτες. Πώς θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως η υπονόμευση του Ερντογάν στον βαθμό που εξελιχθεί σε αποσταθεροποίηση της Τουρκίας, θα μπορούσε να συμβάλλει στην ενίσχυση του εθνικού συμφέροντος της Ρωσίας, έτσι όπως αυτό ορίζεται από την σημερινή της ηγεσία, σε ο, τι αφορά στην επέμβαση στην Συρία για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας από εξτρεμιστές ισλαμιστές, οι οποίοι απειλούν με αποσταθεροποίηση ευρείες περιοχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας»;
Εάν η ρωσική ηγεσία δεν επιδιώκει πράγματι μία παγκόσμια πολεμική σύγκρουση, που σημαίνει παγκόσμια καταστροφή σε όλα τα επίπεδα με απρόβλεπτες διαστάσεις, θα πρέπει αμέσως να αντιμετωπίσει με διαφορετικό πνεύμα τον Ερντογάν. Αν δεν το κάνει και οι άνθρωποι στην Μόσχα δεν είναι παράφρονες, σημαίνει πως επιτελούν τον ρόλο τους στο πλαίσιο ενός σχεδίου όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ισχυροί παράγοντες της αμερικανικής διοίκησης σε συνεργασία με γερμανούς και γάλλους αξιωματούχους. Το ερώτημα είναι αν οι παράγοντες αυτοί βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο των κυβερνήσεων (τους), ή ενεργούν σε ένα απολύτως συνωμοτικό φάσμα.
Επίλυση σε αυτό το ζήτημα μπορεί να δώσει μόνον μια πρωτοβουλία Ομπάμα σε συνεργασία με τους ηγέτες της ΕΕ, τον Πούτιν και τον ίδιο τον Ερντογάν για μία διεθνή συνδιάσκεψη, η οποία θα περιθωριοποιεί όλους εκείνους που παίζουν αυτή την περίοδο ένα επικερδές, προφανώς γι’ αυτούς, αλλά άκρως επικίνδυνο για την ανθρωπότητα παιχνίδι. Η κρίση στην Συρία δεν είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί με πολιτικά μέσα, αρκεί οι σημερινές μεγάλες δυνάμεις, όπως και οι περιφερειακές δυνάμεις στην περιοχή να συνεργαστούν. Όσο για τον Άσαντ, δεν υπάρχει επίσης ζήτημα, μια και ο ίδιος φρόντισε να μην μπορεί πλέον να αποτελέσει μέρος της λύσης! Θα μπορούσε, όμως, και θα πρέπει, να μην έχει την τύχη άλλων φιλόδοξων ηγετών της Μέσης Ανατολής και να μην εξευτελιστεί εντελώς και έχει το ίδιο τέλος με αυτούς.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.