Εμπρηστής το καθεστώς της Άγκυρας, συνένοχος το Βερολίνο
Του Ερρίκου Φινάλη
e-dromos.gr
Του Ερρίκου Φινάλη
Όπως συνέβη και στο πρόσφατο παρελθόν, η πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στην Άγκυρα την Τετάρτη δεν θα μπορούσε να έρθει σε πιο συμφέρουσα στιγμή για το στριμωγμένο από πολλές απόψεις καθεστώς του Ερντογάν. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι συνέβη στο καλύτερα φρουρούμενο σημείο της τουρκικής πρωτεύουσας, δίπλα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, τη Βουλή και κυβερνητικά κτίρια, προκαλεί ερωτήματα για την προέλευση των βομβιστών – παρόλο που χθες ανέλαβε την ευθύνη η οργάνωση «Γεράκια της Ελευθερίας του Κουρδιστάν» (ΤΑΚ), η οποία δεν έχει σχέσεις με το «παραδοσιακό» κουρδικό κίνημα.
Ούτως ή άλλως η τουρκική κυβέρνηση έσπευσε να κατηγορήσει ως υπεύθυνους τους Κούρδους μαχητές της Συρίας, και συγκεκριμένα τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), «σε συνεργασία με το ΡΚΚ». Και επιμένει σ’ αυτό το σενάριο, παρά την άμεση και κάθετη διάψευση του επικεφαλής των Κούρδων της Συρίας Σαλίχ Μουσλίμ, όπως και του Τζεμίλ Μπαγίκ, ηγετικού στελέχους του ΡΚΚ, και της Γενικής Διοίκησης των YPG.
Γίνεται έτσι φανερό ότι το καθεστώς Ερντογάν χρησιμοποιεί τη βομβιστική επίθεση για να δικαιολογήσει και να επεκτείνει την αντικουρδική πολιτική της τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη Συρία. Άλλωστε λίγες μόλις ώρες πριν την επίθεση στο κέντρο της Άγκυρας ο Γιαλτσίν Ακντογάν, αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, είχε δηλώσει ότι η Τουρκία θα επιβάλει «ζώνη ασφαλείας» βάθους 10 χιλιομέτρων στο συριακό έδαφος. Αυτή η επιδίωξη αποτελεί σαφή προσπάθεια της Άγκυρας να ακυρώσει τις πρόσφατες στρατιωτικές ήττες των τζιχαντιστών συμμάχων της από τους Κούρδους αντάρτες και τις υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις του Άσαντ, που θέτουν σε κίνδυνο τη μοναδική δίοδο η οποία παραμένει ακόμη ανοιχτή για τους τζιχαντιστές στα τουρκοσυριακά σύνορα.
Εντείνεται η απευθείας αντιπαράθεση ξένων δυνάμεων
Η εμπρηστική πολιτική της Τουρκίας σιγοντάρεται από τους περιφερειακούς συμμάχους της όπως η Σαουδική Αραβία, που μεταφέρει στρατιωτικές μονάδες σε τουρκικό έδαφος για να συμμετάσχουν σε μια ενδεχόμενη χερσαία εισβολή στη Συρία, αλλά και από τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το Βερολίνο καλοπιάνει τον Ερντογάν με κάθε τρόπο, έχοντας καταρχήν το φόβο ενός ανεξέλεγκτου προσφυγικού ρεύματος προς την Ευρώπη, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τεράστια τουρκική αγορά. Την Τετάρτη η Μέρκελ εκδήλωσε την υποστήριξή της στο «εύλογο τουρκικό αίτημα» για ζώνη ασφαλείας εντός της Συρίας, και τα γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη «περιπολούν» στην περιοχή κατασκοπεύοντας τις θέσεις των Ρώσων και των συμμάχων τους – μέχρι το πρόσφατο επεισόδιο, όταν τέσσερα γερμανικά Tornado τράπηκαν σε φυγή μόλις «κλειδώθηκαν» από τα ρωσικά συστήματα αεράμυνας…
Αυτό το επεισόδιο δείχνει την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να μην ανεχθεί κινήσεις που αποσκοπούν στον εξοστρακισμό της από την ευρύτερη περιοχή, και ιδίως τον αποκλεισμό της από τη μοναδική μεγάλη ναυτική βάση της στη Μεσόγειο, δηλαδή τη Λαττάκεια της Συρίας. Μπορεί τελικά να δεχθεί ακόμη και μια λύση δίχως τον Άσαντ, μόνο όμως αν είναι διασφαλισμένη και διεθνώς αποδεκτή η παρουσία της στην περιοχή. Η Μόσχα κάνει λοιπόν σαφές σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να δείξει την παραμικρή κατανόηση στον τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν. Αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία ούτε οι ΗΠΑ ενθουσιάζονται με τους εκβιασμούς που τους ασκεί ο Ερντογάν, πιέζοντάς τις να αντιμετωπίσουν ως «τρομοκράτες» τους Κούρδους της Συρίας – οι οποίοι όμως τυχαίνει αυτή τη στιγμή να διεκδικούνται ταυτόχρονα ως προσωρινοί έστω «σύμμαχοι» τόσο από τη Μόσχα όσο και από την Ουάσιγκτον…
Εξάλλου όλες αυτές οι αντιφάσεις που συσσωρεύονται και εντείνονται, ακόμη και στο εσωτερικό καθενός από τα δύο μεγάλα στρατόπεδα (όπως δείχνει μεταξύ άλλων η όλο και πιο σαφής «απόκλιση» Γερμανίας και ΗΠΑ), έκαναν μέχρι τώρα την τουρκική στρατιωτική ηγεσία να είναι πολύ επιφυλακτική απέναντι στην επιθυμία του Ερντογάν να εισβάλει στη Συρία. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι συνηθισμένες να μακελεύουν τους «δικούς τους» Κούρδους και αριστερούς, όπως κάνουν και αυτή τη στιγμή στην Τζίζρε και αλλού. Αλλά μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που μπορεί να τις φέρει απευθείας αντιμέτωπες με τους Ρώσους είναι άλλης τάξης εγχείρημα. Έτσι, η βομβιστική επίθεση της Τετάρτης μπορεί να λειτουργήσει και ως αποτελεσματική πίεση στην τουρκική στρατιωτική ηγεσία, που ήταν ως τώρα μάλλον απρόθυμη να εμπλακεί άμεσα σε μια ευρείας έκτασης στρατιωτική σύρραξη με πολλούς αντιπάλους και άγνωστες επιπτώσεις.
Μεγάλη η απειλή για ολόκληρη τη γειτονιά μας
Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι η Τουρκία είναι σήμερα ο μεγαλύτερος εμπρηστής της περιοχής, και το καθεστώς Ερντογάν κυριολεκτικά αδίστακτο. Έχει ανοίξει όμως πολλά μέτωπα, και συντηρείται έτσι για το τουρκικό «βαθύ κράτος» ο παντοτινός εφιάλτης του: η έστω ντε φάκτο δημιουργία ενός μεγάλου κουρδικού κράτους με απόσπαση και «τουρκικών» εδαφών. Αυτή η εμπρηστική πολιτική περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία, σε συνδυασμό με την άμεση ανάμιξη και αντιπαράθεση των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών, μετατρέπει ολόκληρη τη γειτονιά μας σε πεδίο γενικευμένων φρικαλεοτήτων και «αναδιατάξεων» που δεν θα εξαιρούν την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Και φυσικά πολλαπλασιάζει τα ποτάμια των προσφύγων, που αδυνατεί να τα διαχειριστεί μια Ευρώπη η οποία είναι συνένοχη στην ανατίναξη της περιοχής, αλλά διχασμένη όσον αφορά την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της εγκληματικής πολιτικής της.
Όσοι νομίζουν ότι θα διασωθούν σκύβοντας στις (αντιφατικές) εντολές των ισχυρών και κρύβοντας το κεφάλι τους στην άμμο, θα ζήσουν οδυνηρές διαψεύσεις. Η μοναδική αχτίδα ελπίδας κρατιέται ζωντανή από τις αντιστάσεις των λαών, από την άρνησή τους να υποκύψουν στον εξανδραποδισμό. Δεν πρόκειται για γενικολογίες: σήμερα η κουρδική αντίσταση, το πείσμα με το οποίο μάχονται οι γιοι και οι κόρες του Κουρδιστάν, αλλά και η έμπρακτη αλληλεγγύη τουρκικών και αραβικών κινημάτων, αποτελούν αντικειμενικά το σημαντικότερο σύμμαχο και του ελληνικού λαού. Η θέση κάθε ανθρώπου που θέλει να αποτρέψει τη γενίκευση της ανατίναξης της γειτονιάς μας είναι στο πλάι αυτών που πολεμούν για να ζήσουν ελεύθεροι στις χώρες τους. Διότι η πολιτική κατευνασμού των ισχυρών που τους μακελεύουν δεν είναι «ρεαλισμός», είναι αυτοκτονία.
e-dromos.gr