Για πολύ καιρό φαινόταν πως θα μέναμε παγιδευμένοι σε μια εφιαλτική «Μέρα της Μαρμότας», όπου η συμφωνία στην ευρωπαϊκή σύνοδο δε θα έκλεινε ποτέ, ο Ντέιβιντ Κάμερον δε θα επέστρεφε ποτέ και το βρετανικό εκλογικό σώμα θα κουραζόταν τόσο που θα βυθιζόταν σε απύθμενη αδιαφορία.
Είναι χαρακτηριστικό της ιστορικής σχέσης της Βρετανίας με την ΕΕ ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν όλα αυτά πραγματικά συμβαίνουν: υπήρξε πράγματι ένα τεταμένο δράμα που εκτυλισσόταν στις Βρυξέλλες, με απειλές και υποσχέσεις, υποχωρήσεις και νέες απειλές και αρνήσεις; Ή ήταν όλα μια χορογραφημένη παράσταση όπου το αποτέλεσμα είχε συμφωνηθεί προ πολλού;
Έχουμε συνηθίσει τόσο τις σχέσεις με την ΕΕ να βασίζονται σε συστηματική εξαπάτηση, που είναι δύσκολο να εμπιστευτεί κανείς την αντίληψη της πραγματικότητας. Θα μπορούσαν οι επικεφαλής όλων αυτών των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να συνωμοτούν κατά όλων των λαών τους για να τους πείσουν για ένα ψέμα: πως η συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου θα βρισκόταν υπό σοβαρή αμφισβήτηση εάν δεν κατάφερναν να παρουσιάσουν ένα κομμάτι χαρτί που ο κ. Κάμερον θα μπορούσε να κουνήσει στον αέρα;
Για να το πιστέψουμε αυτό, θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η ΕΕ είναι μια πιο συνοχική, καλά οργανωμένη και έξυπνα ενορχηστρωμένη οντότητα απ’ ότι προφανώς είναι. Τα γεγονότα του τελευταίου σαββατοκύριακου, ωστόσο, δε συνηγορούν σε ένα (εντελώς) προπαρασκευασμένο μελόδραμα. Αντίθετα, βρεθήκαμε στα πρόθυρα μιας ολικής καταστροφής, παρ’ ότι ήταν αναπόφευκτο ο κ. Κάμερον να πάρει το κομμάτι χαρτί του στο τέλος.
Μιλάμε, άλλωστε, για έναν διεθνή οργανισμό που κατάφερε να μετατρέψει μια μεταβατική μεταναστευτική κρίση σε μια παγκόσμια τραγωδία, μέσα από την εγκληματική ανικανότητα και μια αβυσσαλέα αποτυχία να φτάσει σε κάποιου είδους κοινή συνεννόηση. Πόσο πιθανό είναι αυτή η θεσμική ανικανότητα μπροστά σε μια ανθρωπιστική καταστροφή να μπορεί να μετατραπεί σε μια ομόφωνη συνωμοσία για τη διάσωση του βρετανού πρωθυπουργού από ένα αδιέξοδο στο οποίο έβαλε μόνος τον εαυτό του;
Αυτό που είδαμε έμοιαζε περισσότερο με ένα ακατάστατο χάος, από το οποίο κανείς δε θα έβγαινε με πολύ κύρος. Αυτό το συμπέρασμα έγινε αναπόφευκτο όταν η Ελλάδα απείλησε να ασκήσει βέτο σε ολόκληρη τη σύνοδο – συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας του Ηνωμένου Βασιλείου – εάν η ΕΕ δεν εγκατέλειπε την πρόταση για κλείσιμο των ελληνικών συνόρων, μετατρέποντας τη χώρα σε έναν τεράστιο προσφυγικό καταυλισμό. Αυτό το απολύτως κατανοητό ξέσπασμα οργής από την Ελλάδα δεν ήταν σίγουρο στα σχέδια κανενός.
Εάν υπήρξε κάποιο συμφωνημένο σχέδιο μεταξύ, ας πούμε, Ηνωμένου Βασιλείου, Γερμανίας και Γαλλίας, και αυτό έφτασε στα όριά του. Και ο λόγος για αυτό βρίσκεται στην καρδιά των θανάσιμων λαθών της ίδιας της ΕΕ και γιατί η βρετανική «επαναδιαπραγμάτευση» ήταν μια χαμένη ευκαιρία μεταρρύθμισης ολόκληρου του εγχειρήματος. Η αποτυχία συνεννόησης έγινε ξεκάθαρη όταν οι κυβερνητικοί επικεφαλής επέμειναν στην άποψη πως οι απαιτήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν δευτερεύον ζήτημα του πραγματικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η ΕΕ – δηλαδή τη μετανάστευση. Ο κ. Κάμερον και τα παράπονά του αφέθηκαν στην άκρη την Πέμπτη για να αφήσουν χώρο σε μια μαραθώνια συζήτηση για τους τεράστιους αριθμούς απελπισμένων ανθρώπων που φτάνουν σε όποια σύνορα μπορούν. Αυτό, συμφωνήθηκε, ήταν το πραγματικό υπαρξιακό πρόβλημα για την ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα δύο θέματα είναι αλληλένδετα. Η Βρετανία επιμένει πως έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα σύνορά της και να καθορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες οι μετανάστες θα συμμετέχουν στην αγορά εργασίας της. Και αυτή ακριβώς είναι η απαίτηση που θα έχουν (ή θα πρέπει να έχουν) και οι άλλες χώρες της ΕΕ εάν θέλουν να υπάρξει λύση στη μεταναστευτική κρίση.
Είναι η επιμονή της ΕΕ πως η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να γίνει ομόφωνα αποδεκτή αυτή που έχει κάνει τη διαχείριση της εισροής με λογικό, συντονισμένο τρόπο αδύνατη. Το ίδιο θέμα που διακυβεύεται με το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να έχει κεντρική θέση και στο ευρύτερο πρόβλημα: όσο η ΕΕ έχει ανεξέλεγκτη, ανεπίβλεπτη μετακίνηση μέσα στα εσωτερικά της σύνορα, τα εξωτερικά της σύνορα θα είναι αδύνατο να διαφυλαχτούν αποτελεσματικά. Αυτό που απειλεί να δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των ανατολικών μελών και των πλουσιότερων δυτικών είναι απλά ζήτημα δυνατότητας των εθνικών κρατών να θέτουν τα δικά τους όρια στους μετανάστες.
Είναι σχεδόν αδύνατο να υπερτιμήσει κανείς τη ζημιά που έχει γίνει από τη συνδυαστική επίδραση της δογματικής επιμονής της ΕΕ σε όλο και μεγαλύτερη ενοποίηση και την απελπιστική ανικανότητά της να παράγει εφικτές συμφωνίες. Μέσα στο κενό που δημιούργησαν οι αποτυχίες της έχει μπει ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος συνεχίζει να στέλνει τον εναπομένοντα πληθυσμό της Συρίας στην ΕΕ – την οποία δεν έχει συγχωρέσει για παραβίαση της ρωσικής σφαίρας επιρροής στην ανατολική Ευρώπη. Ο Πούτιν εκδικείται τις χώρες του πρώην συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες στρέφονται ακόμη περισσότερο προς τη Δύση σε αναζήτηση προστασίας. Κατά ειρωνική συγκυρία, θα είναι ακριβώς η απειλή της νέας ιμπεριαλιστικής Ρωσίας αυτή που θα χρησιμοποιήσουν οι φιλοευρωπαίοι για να δικαιολογήσουν την παραμονή στην ΕΕ. Ο κόσμος φαίνεται πιο επικίνδυνος τώρα από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, χωρίς καν να λάβουμε υπόψη μας την τρομοκρατία του Ισλαμικού Κράτους.
Αυτό το γεγονός θα χρησιμοποιηθεί για να πείσει τους ανθρώπους να ταχθούν με το μέτωπο υπέρ της παραμονής: καλύτερα να παραμείνεις σε μια μη ικανοποιητική ομάδα παρά να απομονωθείς. Όμως σε επικίνδυνες και απρόβλεπτες εποχές, αυτό που χρειάζεται είναι ευλυγισία και όχι ακαμψία. Αρνούμενη να κάμψει τις ιερές ιδρυτικές υποσχέσεις της, η Ευρώπη δε γίνεται ισχυρότερη: γίνεται πιο δυσπροσάρμοστη και εύθραυστη. Εάν υπήρξε ποτέ μια στιγμή που χρειαζόταν να επιτρέψει τη διαφοροποίηση και την προσαρμογή σε νέες συνθήκες, αυτή είναι τώρα. Θα ήταν απλά ανόητο να υποστηρίξει κανείς πως η συνεργασία για την ασφάλεια θα ήταν αδύνατη εάν η Βρετανία ψήφιζε υπέρ της εξόδου: είναι συμφέρον όλων να διατηρηθεί.
Όμως ο κ. Κάμερον έχει τη συμφωνία του. Και την παρουσιάζει ως θρίαμβο όπως είχε ξεκαθαρίσει πως θα έκανε. Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του βασίζεται στη δυνατότητα της Βρετανίας να οδηγήσει ολόκληρο τον οργανισμό σε περαιτέρω μεταρρύθμιση. Θα υπάρξουν πολλές ακόμη αναφορές στο πώς μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας και να διαχειριστούμε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Θα επαναληφθεί ξανά και ξανά πως υπάρχουν πολλές ακόμη μεταρρυθμίσεις να γίνουν και πως η Βρετανία – όντας μια ώριμη και σταθερή δημοκρατία – μπορεί να βοηθήσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να τα βγάλουν πέρα σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Στην πραγματικότητα, εάν το περασμένο έτος μας έδειξε κάτι, αυτό είναι πως η ΕΕ είναι αδύνατον να μεταρρυθμιστεί. Ακόμη δεν έχει δημιουργήσει καμία πρακτική λύση στη μεταναστευτική κρίση που απειλεί να υπονομεύσει την κυριαρχία της στα ανατολικά κράτη- μέλη. Υπήρξε αμετανόητα αυταρχική στη διαχείριση της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, κερδίζοντας τη μόνιμη δυσπιστία της εξουθενωμένης χώρας. Κάποιοι ήλπιζαν πως η επαναδιαπραγμάτευση του Ηνωμένου Βασιλείου θα παρείχε την ευκαιρία να μετέλθει ολόκληρο το σχέδιο στον 21ο αιώνα: με προσαρμογή στις συνθήκες που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν όταν γεννήθηκε η αρχική ένωση. Όμως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ.
Αντ’ αυτού, ανησυχεί εμμονικά για τον κίνδυνο της «μετάδοσης». Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο λάβει ιδιαίτερες υποχωρήσεις, τι θα εμποδίσει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να ξεκινήσουν να έχουν δικιές τους ιδέες για ένας θεός ξέρει τι; Πριν το καταλάβουμε, δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις θα ξεκινήσουν να έχουν πραγματική εξουσία, και τι θα κάνουμε τότε;
sofokleous10.gr