Το προτεινόμενο κυβερνητικό σχέδιο για το ασφαλιστικό δεν περικόπτει μόνο 1,8 δισ. ευρώ από τις τσέπες όλων -μέσω των μειώσεων στις συντάξεις και την έκρηξη των ασφαλιστικών εισφορών- αλλά στην ουσία δεν αντιμετωπίζει και το μείζον και διαχρονικό πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος.
Συνοπτικά το κυβερνητικό σχέδιο για το νέο ασφαλιστικό προβλέπει τα εξής:
- Μειώσεις έως 30% στις νέες(2016) συντάξεις (ήδη μειώθηκαν 12 φορές).
- Περικοπή στο ΕΚΑΣ με κατάργηση του το 2019.
-Αύξηση έως 17 έτη στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Από το 2022 και μετά, όλοι οι εργαζόμενοι θα συνταξιοδοτούνται για χορήγηση πλήρους σύνταξης είτε στα 62 έτη με 40 χρόνια προϋπηρεσίας, είτε στα 67 έτη με 15 χρόνια ασφάλιση.
- Μείωση έως 25% στις αναπηρικές συντάξεις.
- Αύξηση-σόκ από το 2017 στα ασφάλιστρα των ελεύθερων επαγγελματιών-αυτοαπασχολουμένων(έως και πενταπλασιασμό).
- Μείωση κατά 10% στο εφάπαξ.
- Τριπλασιασμός των εισφορών για τους αγρότες.
Το ερώτημα που πλέον τίθεται επιτακτικά είναι οι λόγοι για τους οποίους το ασφαλιστικό σύστημα οδηγήθηκε σε κατάρρευση. Αρχικά, για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της κρίσης στο ασφαλιστικό σύστημα, αξίζει να αναφερθεί ότι το 2016 θα πρέπει να κοπούν από τις συντάξεις ποσό ύψους 1,8 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια χρονιά το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων θα είναι 1,6 δισ. ευρώ.
Κι αυτό καταγράφεται, όταν στα 4 δισ. ευρώ εκτιμάται η δαπάνη για 270.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν κατατεθεί ακόμη και πριν από 3 χρόνια και δεν έχουν ακόμη καταβληθεί!
Τονίζεται ότι από τις 12 μειώσεις των συντάξεων και την αύξηση των ορίων ηλικίας το ασφαλιστικό σύστημα επιδείνωσε το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, εξοικονόμησε κάποιους πόρους, αλλά οι πόροι αυτοί απορροφήθηκαν από τις απώλειες του συστήματος από την ανεργία, την εισφοροδιαφυγή, αλλά και από τον γοργό ρυθμό αύξησης των συνταξιούχων.
Οι ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση εκτιμούν ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα επιβιώσει μόνο εάν μετατοπισθεί το κέντρο βάρους της αντιμετώπισης των χρηματοοικονομικών προβλημάτων της κοινωνικής ασφάλισης στην ανάπτυξη, την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τις επενδύσεις.
Παράλληλα παρατηρούν ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αποκατάσταση των σοβαρών ανισορροπιών στη βιωσιμότητα και κοινωνική αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης όταν μια χώρα όπως η Ελλάδα, έχει 4.740.000 άτομα εργατικό δυναμικό, 3.500.000 άτομα στην απασχόληση(εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι με ελαστικές μορφές απασχόλησης αλλά και απλήρωτοι), 1.240.000 άτομα στην ανεργία και 2.650.000 άτομα στη σύνταξη.(σ.σ. για να είναι βιώσιμο το ασφαλιστικό θα έπρεπε να έχει 3-4 εργαζόμενους για κάθε συνταξιούχο).
Ο δρόμος προς το αδιέξοδο
Ας δούμε όμως πως φθάσαμε στο σημερινό αδιέξοδο: Εκτιμάται ότι ξεπερνούν τα 80 δισ. ευρώ οι απώλειες στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία λεηλατήθηκαν από το ίδιο το κράτος (Τράπεζα της Ελλάδος, χρηματιστήριο, PSI, δομημένα ομόλογα).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά 22 δισ. ευρώ μειώθηκαν τα ρευστά διαθέσιμα του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα τα πέντε τελευταία πέντε χρόνια! Συγκεκριμένα από τα 26 δισ. ευρώ που έφταναν τα ρευστά διαθέσιμα των Ταμείων το 2009, άγγιξαν τα 4 δισ. ευρώ το 2014 (στοιχεία ΙΝΕ-ΓΣΕΕ). Αν υπήρχε το ποσό αυτό και παρά τις παθογένειες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεν θα είχαμε σήμερα πρόβλημα με τις περικοπές των συντάξεων.
Η πρώτη μεγάλη απώλεια ξεκίνησε με τον αναγκαστικό νόμο 1611/1950, η ισχύς του οποίου έληξε το 1994. Ο νόμος επέβαλλε την κατάθεση των αποθεματικών των Ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδας και ο τόκος καθοριζόταν από την αρμόδια Νομισματική Επιτροπή. Οι τόκοι που ορίζονταν επί δεκαετίες ήταν αρκετά χαμηλότεροι του πληθωρισμού και του επιτοκίου τραπεζικών καταθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1955-1973 η Νομισματική Επιτροπή όρισε ένα επιτόκιο 4% για τα αποθεματικά των Ταμείων, όταν τα επιτόκια των καταθέσεων κυμαίνονταν μεταξύ 5% και 9,5%.
Οι μεγαλύτερες απώλειες των Ταμείων προκλήθηκαν στην περίοδο 1974-1994, όταν ο πληθωρισμός αυξήθηκε δραστικά στο επίπεδο του 20% περίπου. Σε όλη αυτή την περίοδο, τα ειδικά επιτόκια της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν κατώτερα των τρεχόντων επιτοκίων καταθέσεων. Για την περίοδο 1951-1975 οι απώλειες υπολογίζονται σε 58 δισ. ευρώ.
Εξάλλου στη δεκαετία του 1990 αρχικά με το νόμο 2076/1992 η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα να τοποθετούν οι διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων μέχρι και το 20% των αποθεματικών τους στο χρηματιστήριο.
Ύστερα ήρθε το ΠΑΣΟΚ και με το νόμο 2676/1999 αύξησε το ποσοστό στο 23%. Επίσης, με μια σειρά άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις, διευρύνθηκε το ''τζογάρισμα'' των αποθεματικών και διευκολύνθηκε η ανάμειξη των τραπεζών στη «διαχείριση» των αποθεματικών. Υπολογίζεται ότι οι ζημιές των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο την περίοδο 1999-2002 ήταν πάνω από 3,5 δισ. ευρώ.
Και φυσικά ακολούθησε το σκάνδαλο με τα δομημένα ομόλογα και το κούρεμα με το PSI, το οποίο προκάλεσε απώλειες στο σύστημα ύψους 12,5 δισ. ευρώ.
Και η ταφόπλακα στο ασφαλιστικό σύστημα ήρθε με την οικονομική κρίση. Οι απώλειες που καταγράφουν τα ασφαλιστικά ταμεία λόγω της ύφεσης είναι τεράστιες. Οι απώλειες αυτές έχουν προκληθεί από την αύξηση της ανεργίας, τη μείωση των μισθών, τη γενικευμένη ελαστικοποίηση της εργασίας, την εισφοροδιαφυγή, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και την κατάργηση κοινωνικών πόρων. Κοστολογώντας τις απώλειες των Ταμείων από όλους τους παράγοντες κατά την περίοδο της κρίσης, κατά την ΠΟΠΟΚΠ- το σύνολο των απωλειών αγγίζει τα 33 δισ. ευρώ.
Έτσι η ανεργία στερεί από το σύστημα πάνω από 7 δισ. ευρώ. Η μείωση μισθών κατά 20 μονάδες οδηγεί σε απώλειες 3 δισ. ευρώ. Η εισφοροδιαφυγή, η αδήλωτη εργασία και οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οδηγούν σε έλλειμμα 8,5 δισ. ευρώ. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 5% κοστολογείται για τα ταμεία σε «τρύπα» 1,2 δισ. ευρώ. Η περικοπή των κοινωνικών πόρων έχει κόστος 1 δισ. ευρώ, ενώ καταγράφεται σταδιακή συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης (18,9 δισ. ευρώ το 2010 και 8,6 δις. ευρώ το 2015-2018).
Εξάλλου, νέα βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί η γήρανση του πληθυσμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γήρανση του πληθυσμού συμβάλλει σήμερα στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 15% και το 2050 η επιβάρυνση αυτή θα προσεγγίσει το 27%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία πενταετία οι νέοι συνταξιούχοι στη χώρα μας ανήλθαν σε 600.000 (αύξηση συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 25%). Βάσει των δημογραφικών προβολών έως το 2030, οι Έλληνες θα συνεχίσουν να περνούν το ¼ της ενήλικης ζωής τους ως συνταξιούχοι. Η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα συμβάλλει στην σταδιακή αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών και η συσχέτισή της με το υψηλό επίπεδο ανεργίας επιδεινώνει την δυσαναλογία εργαζομένων-συνταξιούχων ακόμη και εάν μηδενιστεί η ανεργία στην χώρα μας.