Του Βασίλη Βιλιάρδου
Είναι υπερβολικό να παρομοιάζει κανείς τη ναυαρχίδα της Γερμανίας με μία νέα Lehman Brothers, από την οποία θα ξεκινούσε η προβλεπόμενη κατάρρευση του παγκοσμίου χρηματοπιστωτικού συστήματος; Ίσως, εάν δεν επενέβαινε ο Α. Σόιμπλε
.
«Το σενάριο που βιώνουμε θυμίζει, αν και υπό μερικώς διαφορετικές συνθήκες, την εποχή μεταξύ της μέσης και του τέλους της δεκαετίας του 1990. Τότε οι Η.Π.Α. είχαν περιορίσει επίσης τη νομισματική τους πολιτική, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ισοτιμία του δολαρίου – η οποία με τη σειρά της έστειλε τις τιμές της ενέργειας στο υπόγειο.Αμέσως μετά τόσο τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, όσο και οι προϋπολογισμοί των ισχυρά εξαρτημένων από την ενέργεια χωρών, κατέρρευσαν. Η συγκεκριμένη διαδικασία κορυφώθηκε το 1994 με τη χρηματοπιστωτική κρίση του Μεξικού. Μερικά χρόνια μετά, το 1997, ακολούθησαν η Ταϊλάνδη και η Ινδονησία – αργότερα η Βραζιλία και η Ρωσία, ενώ η καταστροφή ολοκληρώθηκε με την Αργεντινή το 2001.Η ιστορία δεν πρέπει υποχρεωτικά να επαναλαμβάνεται, αλλά οι παραλληλισμοί του τότε με το σήμερα είναι εντυπωσιακοί – ενώ τόσο ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Ευρώπης είναι υπερδιογκωμένος, με τη βόμβα να υπολογίζεται μεγαλύτερη από τα 30 τρις €, όσο και ο αντίστοιχος της Κίνας, ο οποίος υπερβαίνει τα 34 τρις $«.
.
Άρθρο
Δεν είναι μόνο η Deutsche Bank βυθισμένη στα προβλήματα – αλλά, επίσης, η ελβετική Credit Suisse, η οποία ανακοίνωσε πρόσφατα τεράστιες ζημίες, η ιταλική UniCredit, η ισπανική Santander και η βρετανική Barclays – ένα γεγονός που επιβεβαιώνεται από την πτώση τόσο των μετοχών, όσο και των μετατρέψιμων ομολόγων τους (γράφημα).
Το συμπέρασμα μας δεν είναι σημερινό, αφού ήδη από το καλοκαίρι του 2015 υποχωρούν οι τιμές όλων των μετοχών του τραπεζικού κλάδου της Ευρωζώνης – ενώ από τις αρχές του έτους η πτώση έχει επιταχυνθεί, με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη να έχει χάσει το 27% της αξίας του.
Με επόμενη την Credit Suisse όμως, οι μετοχές της οποίας έχουν πέσει στα επίπεδα του 1990 ενώ τα CDS της αυξήθηκαν κατά 150 μβ., την πρώτη θέση κατέχει η Deutsche Bank – αφού διαπραγματεύεται στις χαμηλότερες τιμές της ιστορίας της (αν και ανοδικά σήμερα, στα 14,28 € από 13,23 € χθες ή στο 0,3 της λογιστικής της αξίας, επειδή ανακοίνωσε την επαναγορά ομολόγων της αξίας περί τα 5 δις €).
Το γεγονός αυτό δεν θα προκαλούσε ενδεχομένως μεγάλη ανησυχία, παρά το ότι φαίνεται πως οι μέτοχοι της τράπεζας έχουν χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη τους απέναντι της – εάν δεν προσπαθούσε να πείσει τις διεθνείς αγορές η διοίκηση της ότι, δεν κινδυνεύει να χρεοκοπήσει ούτε το 2016, ούτε το 2017!
Όταν δε παρενέβη με δηλώσεις υπέρ της τόσο ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, όσο και ο Αδόλφος Σόιμπλε, ήταν φυσικό να κορυφωθούν οι απορίες – με τους περισσότερους επενδυτές να αναρωτούνται εάν πράγματι η Deutsche Bank κινδυνεύει να πτωχεύσει. Επίσης, τι επακόλουθα θα είχε κάτι τέτοιο για τη Γερμανία, για την ΕΕ και για τον υπόλοιπο πλανήτη – ο οποίος έτσι ή αλλιώς πλήττεται από μία αποπληθωριστική θύελλα άνευ προηγουμένου.
Στα πλαίσια αυτά, οι κίνδυνοι για την τράπεζα δεν εστιάζονται τόσο στις ετήσιες ζημίες της ή στις δικαστικές περιπέτειες της, οι οποίες είναι πράγματι πάρα πολλές – αφού είναι αναμεμιγμένη σε πολλές χρηματοπιστωτικές απάτες (πηγή), ενώ η ίδια η αστυνομία της Γερμανίας την έχει χαρακτηρίσει ως μία εγκληματική συμμορία (πηγή). Η κύρια απειλή διαπιστώνεται από την έκθεση της στην αγορά παραγώγων, η οποία υπερβαίνει τα 64 τρις $ – έναντι ΑΕΠ της Γερμανίας ύψους 3,9 τρις $ και ΑΕΠ της Ευρωζώνης 13,2 τρις $ (γράφημα).
Παρά την αύξηση λοιπόν των ιδίων κεφαλαίων της στα 75 περίπου δις $, από 42 δις $ το 2009, η έκθεση της στα παράγωγα είναι αστρονομική, αφού τα υπερβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό – υπερδιπλάσια από ότι η Lehman Brothers, την εποχή της κατάρρευσης της.
Εάν αυτό δεν αποτελεί μία βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια της Γερμανίας, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει μία αλυσιδωτή πυρηνική έκρηξη στον πλανήτη, τότε δεν υπάρχει κανένας άλλος κίνδυνος – πολύ περισσότερο επειδή μία αρνητική εξέλιξη στον τομέα αυτό, η οποία είναι κάτι περισσότερο από πιθανή αφού υπάρχουν σήμερα δεκάδες εστίες πυρκαγιάς, θα την οδηγούσε σε χρόνο μηδέν στη χρεοκοπία.
Βέβαια, προφανώς η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να σωθεί από τους ομολογιούχους, τους μετόχους και τους καταθέτες της, σε συνδυασμό με τη βοήθεια του κράτους και της ΕΚΤ – οπότε δεν είναι ανάγκη να ανησυχούμε εμείς. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση που θα κρατήσουν οι Γερμανοί αποταμιευτές – σημειώνοντας πως η απώλεια της εμπιστοσύνης προς μία τράπεζα είναι συνώνυμη με τη χρεοκοπία της, επειδή προκαλούνται μαζικές τραπεζικές επιθέσεις (Bank runs).
Επομένως, δεν είναι καθόλου απίθανο να συμβεί το αδιανόητο, αυτό που κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να φαντασθεί: να βυθιστεί η γερμανική ναυαρχίδα, παρασύροντας μαζί της το χάρτινο χρηματοπιστωτικό πύργο, τον οποίο επέτρεψε να κατασκευασθεί με μία απίστευτη ανευθυνότητα η ανθρωπότητα.
Ολοκληρώνοντας, φαίνεται πως ισχύει η λαϊκή παροιμία, σύμφωνα με την οποία «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες» – αφού η κρίση αγγίζει πλέον τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη. Δεν ευχόμαστε βέβαια να αναδειχθεί η Deutsche Bank στον Τιτανικό της Γερμανίας, παρά το ότι η Ελλάδα υφίσταται ένα δεύτερο Ολοκαύτωμα – με «δήμιο» της τη χώρα που έχει στη συνείδηση της το μακράν μεγαλύτερο έγκλημα όλων των εποχών.
Όσον αφορά τις δικές μας ευθύνες, είναι μεν μεγάλες, αλλά σε καμία περίπτωση του μεγέθους των δύο παγκοσμίων πολέμων – για τους οποίους όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε η Γερμανία, όπως θέλει να τιμωρήσει την Ελλάδα αλλά, αντίθετα, επιβραβεύθηκε: με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των χρεών της, με την επιμήκυνση της αποπληρωμής των υπολοίπων με ρήτρα ανάπτυξης, καθώς επίσης με το Marshall Plan.