Για να καταλάβουμε το μεγαλείο των ηλιθίων που μας κυβερνούν αρκεί να παρακολουθούμε τις δηλώσεις τους. Για φώς στο τούνελ μιλούσε ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς και για φως στον ορίζοντα μίλησε ο Τσίπρας.
Αυτά τα καθίκια ενώ είναι ξεπουλημένοι και ο ρόλος που τους έχει ανατεθεί είναι ξεκάθαρος, είναι τόσο βλάκες που δεν ξέρουν πως να πουν το παραμύθι τους με τρόπο που να γίνει πιστευτός.
Λέω και γράφω όλα τα παραπάνω κάθε φορά που θυμάμαι την φράση του Όλι Ρέν όταν ο μαλάκας ο Παπανδρέου μας έφερε το ΔΝΤ και τα μνημόνια.
"Κουράγιο Έλληνες" ήταν το μήνυμά του στο λαό, όταν όλοι αυτοί οι ΠΑΣΟΚΙ που σήμερα μαζεύτηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ μας έλεγαν …¨μπόρα είναι θα περάσει"
Σήμερα λοιπόν που ο Τσίπρας βλέπει φως στον ορίζοντα, η αλήθεια έρχεται από τον Τόμσεν ο οποίος δεν μασάει τα λόγια του και μας λέει το καινούργιο "κουράγια Έλληνες"
"Έρχονται δύσκολες μέρες για την Ελλάδα" λέει ο Thomsen και εμμένει στη θέση του για μεγάλες περικοπές στις συντάξεις.
Το κοράκι των τοκογλύφων και αξιοματούχος του ΔΝΤ αναφέρει σε άρθρο του, που προκάλεσε ισχυρές αναταράξεις στο Μέγαρο Μαξίμου, ότι , καμία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού δεν θα καταστήσει το χρέος της Ελλάδας βιώσιμο χωρίς μία ελάφρυνση του χρέους και καμία ελάφρυνση του χρέους δεν θα καταστήσει βιώσιμο το ασφαλιστικό χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Προκειμένου να επιτύχει το φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα χρειαστεί να λάβει επιπλέον μέτρα της τάξης του 4%-5% του ΑΕΠ.
Διαβάστε Αναλυτικά το άρθρο του Poul Thomsen και αποφασίστε αν είστε με τον Τσίπρα, τον Μητσοτάκη και τα μνημονιακά εξαπτέρυγα τους:
Έχοντας επιτυχώς σώσει την Ελλάδα από το χείλος της καταστροφής πέρυσι το καλοκαίρι και επακολούθως σταθεροποιώντας την οικονομία, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα συζητάει τώρα με τους ευρωπαίους εταίρους της και το ΔΝΤ ένα ενδελεχές πολυετές πρόγραμμα που μπορεί να διασφαλίσει μία σταθερή ανάκαμψη και να καταστήσει το χρέος βιώσιμο.
Ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονται, υπάρχουν κάποιες λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τις απόψεις του ΔΝΤ και το ρόλο του στην όλη διαδικασία.
Πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο να προχωρήσω σε διευκρινίσεις για ορισμένα θέματα.
Πολλοί επικρίνουν το ΔΝΤ λέγοντας ότι έχει συναρτήσει τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα με μία σειρά δρακόντιων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και ειδικά του ασφαλιστικού συστήματος.
Δεν είναι αληθές αυτό.
Στην τελική, οι αριθμοί του προγράμματος πρέπει να βγαίνουν: έναν συνδυασμό μεταρρυθμίσεων και μία ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να δώσουν σε εμάς και τη διεθνή κοινότητα λογικές διασφαλίσεις ότι μέχρι το τέλος του επόμενου προγράμματος της Ελλάδας, έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία εξάρτησης από τη βοήθεια της Ευρώπης και του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα μπορεί τελικά να σταθεί στα πόδια της μόνη της.
Αυτό συνεπάγεται μία αντιστοιχία μεταξύ των φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και της ισχύος της ελάφρυνσης του χρέους.
Μπορούμε οπωσδήποτε να υποστηρίξουμε ένα πρόγραμμα με λιγότερο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτό τελικά θα πρέπει να περιλαμβάνει μία πιο μεγάλη ελάφρυνση χρέους.
Με δεδομένο αυτό, καμία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού δεν θα καταστήσει το χρέος της Ελλάδας βιώσιμο χωρίς μία ελάφρυνση του χρέους και καμία ελάφρυνση του χρέους δεν θα καταστήσει βιώσιμο το ασφαλιστικό χωρίς μεταρρυθμίσεις.
Και τα δύο είναι απαραίτητο να συμβούν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι ευρωπαίοι εταίροι της θα αντιμετωπίσουν πολιτικά δύσκολες αποφάσεις τους επόμενους μήνες, προκειμένου να φτάσουν σε ένα πρόγραμμα που θα είναι βιώσιμο.
Τέτοιες δύσκολες αποφάσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν στο απώτερο μέλλον μέσω μη ρεαλιστικών υποθέσεων.
Ενώ υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες για αύξηση της παραγωγικότητας μέσω των μεταρρυθμίσεων, τα τελευταία 6 χρόνια έχουν δείξει ότι το φάσμα και ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων που έγιναν αποδεκτές από την ελληνική κοινωνία δεν έφεραν βελτίωση της παραγωγικότητας και σταθερή υψηλή ανάπτυξη.
Οπότε, το να υποθέσουμε ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεφύγει από το πρόβλημα χρέους της χωρίς ελάφρυνση του χρέους, καταφέρνοντας να αλλάξει την οικονομία της από το χαμηλότερο ποσοστό στο υψηλότερο ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας εντός της ευρωζώνης, δεν είναι κάτι ρεαλιστικό.
Παρομοίως, η πολύ περιορισμένη επιτυχία στην καταπολέμηση της περίφημης φοροαποφυγής στην Ελλάδα, δηλαδή να γίνει εφικτό να πληρώσουν οι έχοντες το δίκαιο μερίδιό τους, σημαίνει ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποφευχθεί απλά υποθέτοντας ότι τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν στο μέλλον.
Προς τι η εστίαση στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού;
Παρά τις μεταρρυθμίσεις του 2010 και του 2012, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα παραμένει ασύμφορα γενναιόδωρο.
Για παράδειγμα, οι ελάχιστες συντάξεις σε όρους ονομαστικών ευρώ είναι σχεδόν παρόμοιες σε Ελλάδα και Γερμανία, ακόμη και αν η Γερμανία, βάσει του μέσου μισθού, είναι δύο φορές πλουσιότερη από την Ελλάδα.
Προσθέστε σε αυτό ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να βγαίνουν στη σύνταξη νωρίτερα από τους Γερμανούς και ότι η Γερμανία είναι πολύ καλύτερη στην είσπραξη των εισφορών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός χρειάζεται να συνεισφέρει σχεδόν το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει το τεράστιο χρηματοδοτικό κενό στο ασφαλιστικό σύστημα, συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2,5% του ΑΕΠ.
Ξεκάθαρα, αυτό είναι μη βιώσιμο.
Αλλά δεν μπορεί να προστατεύσει η Ελλάδα τους συνταξιούχους μειώνοντας δαπάνες από αλλού ή αυξάνοντας τους φορολογικούς συντελεστές;
Υπάρχει κάποια προοπτική για αυτά τα μέτρα, αλλά είναι πολύ περιορισμένη.
Οι περισσότερες άλλες δαπάνες έχουν ήδη περικοπεί, με το μαχαίρι να φτάνει μέχρι το «κόκαλο», σε μία προσπάθεια να προστατευθούν οι συντάξεις και οι πληρωμές κοινωνικών επιδομάτων, ενώ η αποτυχία να διευρυνθεί η βάση και να βελτιωθεί η συμμόρφωση των υπόχρεων έχει ήδη προκαλέσει πολύ μεγάλη εξάρτηση από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Προκειμένου να επιτύχει το φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα χρειαστεί να λάβει επιπλέον μέτρα της τάξης του 4%-5% του ΑΕΠ.
Δεν μπορούμε να δούμε πως η Ελλάδα μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς να εξοικονομήσει σημαντικά ποσά από τις συντάξεις.
Οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας θα είναι φυσικά κοινωνικά προκλητικές για τον ελληνικό λαό, που έχει υποστεί εξαιρετικές δυσκολίες τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι, οι κοινωνικές πιέσεις έχουν ήδη οδηγήσει σε αλλαγή πορείας, τόσο από τις προηγούμενες όσο και από την παρούσα κυβέρνηση της χώρας, και η Ελλάδα βρίσκεται δυστυχώς πολύ πιο μακριά από τους μεσοπρόθεσμους στόχους της από ό,τι βρισκόταν στα μέσα του 2014, προτού μια σημαντική δημοσιονομική χαλάρωση διέγραψε το πρωτογενές πλεόνασμα, που όπως αποδείχθηκε ήταν προσωρινό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση έχει δίκιο που υποδεικνύει ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα έχουν μια ευρύτερη κοινωνική λειτουργία.
Ωστόσο το να χρησιμοποιούνται οι συντάξεις με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μια βιώσιμη λύση.
Αυτό που χρειάζεται, όπως υποστηρίζει και το ΔΝΤ, είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό δίκτυ ασφαλείας, βιώσιμο σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Θα μπορούσε ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα που θα στοχεύει αρκετά κάτω από το 3,5% επί του ΑΕΠ να καταστήσει λιγότερο επιτακτική την ανάγκη για μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού;
Ίσως, αλλά αυτό θα απαιτούσε μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους.
Γίνεται κατανοητό ότι κάτι τέτοιο είναι το επίμαχο ζήτημα για τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, εν μέρει επειδή πολλοί από αυτούς είναι αναγκασμένοι να έχουν εξίσου υψηλά πλεονάσματα για να διατηρούν τα χρέη τους σε βιώσιμα επίπεδα και εν μέρει διότι πολλοί από αυτούς που στην πράξη θα πλήρωναν για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι πολύ φτωχότεροι από την ίδια την Ελλάδα και πληρώνουν πολύ λιγότερο γενναιόδωρες συντάξεις στους λαούς τους.
Με την Ευρωζώνη να εξακολουθεί να απέχει πολύ από το να είναι μια πολιτική ένωση, μια συμβιβαστική λύση θα έπρεπε να αντανακλά αυτούς τους πολιτικούς περιορισμούς.
Το ΔΝΤ είναι πρόθυμο να συνεργαστεί με τον συνδυασμό της ελάφρυνσης του χρέους και των μεταρρυθμίσεων, πάνω στον οποίο θα υπάρξει συμφωνία της Ελλάδας και των ευρωπαίων εταίρων της.
Αλλά και πάλι, αυτή η συμφωνία θα πρέπει να βγάζει το σωστό αποτέλεσμα.
Το ΔΝΤ δεν επιθυμεί από την Ελλάδα να εφαρμόσει ένα δρακόντειο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής σε μια οικονομία ήδη πληγωμένη.
Στην πραγματικότητα, είμαστε αυτοί που συνεχώς τασσόμαστε υπέρ ενός σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής πιο υποστηρικτικού για την ανάκαμψη στο εγγύς μέλλον και πιο ρεαλιστικού σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Ωστόσο, δεν έχουμε δει ακόμα ένα αξιόπιστο σχέδιο για το πώς η Ελλάδα θα φτάσει στον υπερφιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο για το πλεόνασμα, που αποτελεί κλειδί στα σχέδια της κυβέρνησης για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους.
Αυτή η έμφαση στην αξιοπιστία είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης που είναι κρίσιμη για την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Ένα σχέδιο βασισμένο σε υπέρμετρα αισιόδοξες παραδοχές θα προκαλέσει σύντομα την επανεμφάνιση του φόβου για Grexit (έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη), που θα «πνίξει» το επενδυτικό κλίμα.
Ο πρωταρχικός στόχος της εμπλοκής του ΔΝΤ στην Ελλάδα είναι να βοηθήσει τη χώρα να θέσει εαυτόν εκ νέου σε μια βιώσιμη ανάπτυξη, που θα ωφελήσει τον ελληνικό λαό.
Το ΔΝΤ θα στηρίξει τις ελληνικές αρχές και τους ευρωπαίους εταίρους τους στην ανάπτυξη ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και στην ελάφρυνση του χρέους που θα βγάζει, όμως, τους σωστούς αριθμούς.
Υπάρχουν δύσκολες επιλογές που πρέπει να αποφασιστούν, αλλά είναι σημαντικό να γίνουν έτσι ώστε οι προσπάθειες της Ελλάδας τα τελευταία έξι χρόνια να μην πάνε χαμένες.