Σε εξέλιξη βρίσκεται μια «επαγγελματική» άσκηση διπλωματικής πίεσης από ρωσικής πλευράς, με στόχο οι συνομιλίες για την ειρήνευση στη Συρία να αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση στο έδαφος, δηλαδή την ισορροπία δυνάμεων, αφού σε διαφορετική περίπτωση, πολύ απλά, αυτός που επικρατεί στο στρατιωτικό πεδίο, δεν έχει απολύτως κανένα κίνητρο να προσέλθει να συζητήσει για ειρήνευση. Τα δεδομένα όμως του προβλήματος αφήνουν πολλά περιθώρια εικασιών για εν εξελίξει παρασκηνιακούς χειρισμούς, άμεσους και έμμεσους.
Του Ζαχαρία Μίχα*
Η Ρωσία έχει φέρει σε δύσκολη θέση τη Δύση, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό την απροθυμία στρατιωτικής εμπλοκής στη Συρία, μια σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν ενισχύοντας αρχικά – έστω και διστακτικά λόγω του ισλαμιστικού χαρακτήρα πολλών οργανώσεων – τις δυνάμεις της αποκαλούμενης ως συριακής αντιπολίτευσης.
Η απροθυμία εμπλοκής χερσαίων δυνάμεων υπό τον φόβο – ή απλά την επιθυμία – αποφυγής εμπλοκής στρατευμάτων δυτικών χωρών με τα ρωσικά, που θα σηματοδοτούσε μια… άτυπη μικρογραφία παγκοσμίου πολέμου, βγάζει νικητή μέχρι στιγμής αυτόν που δεν συμπεριέλαβε τέτοιους υπολογισμούς στο στρατηγικό του σχέδιο, δηλαδή τους Ρώσους.
Και από τη στιγμή που βρίσκονται πολύ κοντά στην κατάληψη μιας κομβικής πόλης της Συρίας όπως το Χαλέπι, θα ήταν παράλογο να αναμένεται πως θα έκαναν πίσω και δεν θα προχωρούσαν να αξιοποιήσουν το στρατιωτικό τους πλεονέκτημα, για να εμπλακούν σε διαπραγματεύσεις. Αν είναι να το κάνουν, αυτό θα γίνει μετά την κατάληψη και τον απόλυτο έλεγχο της πόλης και όποιων άλλων αντικειμενικών σκοπών έχουν θέσει σε τακτικό επίπεδο. Αλλιώς η στρατηγική τους δεν θα είχε απολύτως καμία λογική.
Τούτων λεχθέντων, η προσωρινή κατάρρευση των συνομιλιών (μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου) σύμφωνα με τον διπλωμάτη που τις χειρίζεται για λογαριασμό του ΟΗΕ, ώστε να μη συνδεθεί ο Οργανισμός με «ανοχή» της συνέχισης των ρωσικών επιχειρήσεων, δηλαδή την έμμεση νομιμοποίησή τους, ήταν αναμενόμενη και σχεδιασμένη από ρωσικής πλευράς, η οποία αποζητά στην παρούσα συγκυρία να κερδίσει χρόνο, ώστε να πετύχει τους στόχους της στο έδαφος.
Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε παροξυσμό την Άγκυρα που σκόπευε να υλοποιήσει το νεοθωμανικό όραμα της ηγεσίας της, θεωρώντας ότι ο έλεγχος περιοχών που κάποτε ελέγχονταν από την οθωμανική αυτοκρατορία, θα επιτυγχάνονταν μέσω της «ανάθεσης» σχετικού ρόλου από τη Δύση. Εξάλλου, όταν η κατάσταση άρχισε να εξελίσσεται δυσμενώς για την Τουρκία, ο Ερντογάν αίφνης θυμήθηκε την τουρκική ιδιότητα ως μέλους του ΝΑΤΟ.
Όπως έγραψε και ο διακεκριμένος δημοσιογράφος Μπουράκ Μπεγκντίλ στην εφημερίδα «Χουριέτ», όταν αντίπαλος ήταν ένα πεπαλαιωμένο Su-24 Fencer, είχε παραβιάσει τουρκικό εναέριο χώρο και γι’ αυτό καταρρίφθηκε, ενώ όταν αντίπαλος ήταν ένα σύγχρονο Su-34 Fullback και μάλιστα με μερικά Su-30 να το υποστηρίζουν, ο εναέριος χώρος «βαφτίστηκε» ΝΑΤΟϊκός και το μαχητικό δεν καταρρίφθηκε.
Να προστεθεί ότι η κατάρριψη δεν θα ήταν τόσο απλό ζήτημα, ενώ πιθανή ατυχής για την Τουρκία εξέλιξη ενδεχόμενης εμπλοκής, θα προκαλούσε σημαντικά εσωτερικά προβλήματα στον Ερντογάν. Εικάζεται, ότι ο Τούρκος ηγέτης θα ήθελε να αντιγράψει το «μοντέλο» εξουσίας που ελέγχει τη Ρωσία (Πούτιν-Μέντβεντεφ), αλλά οι πραγματικές παράμετροι ισχύος και ειδικού βάρους στη διεθνή σκηνή, δεν του το επιτρέπουν.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα παράμετρος της εξέλιξης είναι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες «καταδίκασαν» τη ρωσική στάση, αλλά με κάποια «χαλαρότητα», προκαλώντας σκέψεις αναφορικά με τις πραγματικές τους προθέσεις. Μετά την καταδίκη, οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών συνομίλησαν και δεν άργησαν να συμφωνήσουν στο ότι θα πρέπει να εργαστούν για να επιτευχθεί κατάπαυση πυρός…
Σε απλά ελληνικά, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει έμμεση κατανόηση της Ουάσιγκτον, ότι η Μόσχα για να σταματήσει τις επιχειρήσεις θα πρέπει να πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς στο έδαφος. Ποιοι είναι αυτοί; Ποτέ δεν κρύφτηκαν και έχουν ένα χαρακτηριστικό: Είναι τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που επιδιώκει η Τουρκία. Δηλαδή, έλεγχος όλων των κρίσιμων περιοχών από στρατηγικής απόψεως εντός της συριακής επικράτειας (το μεγαλύτερο μέρος που ελέγχει το «Ισλαμικό Κράτος» είναι αχανείς ακατοίκητες περιοχές – έρημοι) και ο κουρδικός διάδρομος στο βόρειο τμήμα, κάτι σαν «μαξιλάρι» ανάμεσα στη Συρία και την Τουρκία.
Αυτό οδηγεί σε κάποια καταρχήν συμπεράσματα. Αφενός, από τη στιγμή που και οι Αμερικανοί φέρονται να διατηρούν πολύ καλές σχέσεις με τους Κούρδους (πριν λίγες ημέρες βρέθηκε στις «απαγορευμένες» περιοχές, λόγω Τουρκίας, αξιωματούχος τους) και δεν επιθυμούν να εμφανιστούν ακόμα μια φορά να μην τους υπερασπίζουν «αδειάζουν» (δεν είχαν προστατευθεί από τα χημικά του Σαντάμ Χουσεΐν μετά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου), θα μπορούσε να είναι ακόμα και βολικό να αφήσουν τους Ρώσους που δεν αντιμετωπίζουν πολιτικούς περιορισμούς του είδους που αντιμετωπίζει η Ουάσιγκτον, να κάνουν τη «βρόμικη» δουλειά.
Εν ολίγοις, εάν οι Αμερικανοί επιθυμούν εξίσου τη δημιουργία του Κουρδικού Διαδρόμου, ο οποίος εκτός από τη δυνητική του χρησιμότητα για την έξοδο πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τις δυτικές αγορές συνιστά και ένα φράγμα αποκλεισμού της τουρκική ανάμιξης στη Συρία, ενώ οι «τάσεις» επέκτασής του μέχρι τις ακτές της Μεσογείου είναι πλέον ευδιάκριτες.
Άρα, όταν λόγω ΝΑΤΟ, αλλά και επιπέδου συνεννόησης με την τουρκική ηγεσία, δεν μπορεί η Ουάσιγκτον να επικοινωνήσει ευθέως τις επιθυμίες της, το να αφεθεί η Ρωσία να προχωρήσει, διασφαλίζοντας ότι δεν θα προκύψει στην πορεία κάτι που δεν θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να το προσπεράσουν χωρίς μεγάλες απώλειες στο επίπεδο της διεθνούς εικόνας και δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή πέραν της στρατιωτικής εμπλοκής, έχει επίσης στρατηγική λογική.
Αυτό όμως συνιστά και ρωσική επιθυξμία, οπότε το κανάλι επικοινωνίας Κέρι-Λαβρόφ θα μπορούσε να παίζει ακριβώς αυτό τον ρόλο, το να κρατηθεί η σύγκρουση σε επίπεδα τέτοια που από τη μία θα αποτρέπει αποτελεσματικά την τουρκική στρατιωτική εμπλοκή (ισχυρές ρωσικές δυνάμεις με προηγμένα οπλικά συστήματα) και από την άλλη δεν θα φέρνει τη Ουάσιγκτον ενώπιον ανεπιθύμητων διλημμάτων. Η Ουάσιγκτον έχει λόγο ακόμα και να επιθυμεί την περιθωριοποίηση των αντικαθεστωτικών που κάποτε υποστήριζε, μεταξύ άλλων και λόγω του ότι έχουν αποδειχθεί αμελητέα ποσότητα στο στρατιωτικό επίπεδο.
Στο τέλος, είναι πιθανό να τους διαμηνυθεί αρμοδίως, ότι οι εναλλακτικές είναι μεταξύ της συνέχισης της σύγκρουσης όπου θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις ρωσικές δυνάμεις, με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, ή να αποδεχθούν «όσα τους επιβάλλει η αδυναμία τους» (διαχρονικός Θουκυδίδης…), αφού οι ΗΠΑ δεν θα ήταν λογικό να διακινδυνεύσουν μια εκτός ελέγχου σύγκρουση με τη Ρωσία που θα μπορούσε «να βάλει φωτιά» σε ολόκληρο τον κόσμο, για ένα συνονθύλευμα ισλαμιστών της Αλ Κάιντα (βλ. Αλ Νούσρα και όχι μόνο) και διάφορων περισσότερο ή λιγότερο «μετριοπαθών», των οποίων η «μετριοπάθεια» αφορά όμως και το αξιόμαχο…
Όπως έγραψε χθες το «defence-point.gr», οι Ρώσοι έχουν δώσει σαφές στίγμα των προθέσεών τους για την επικείμενη παρουσία τους στη διάσκεψη ασφαλείας του Μονάχου (Munich Security Conference) που θα διεξαχθεί 12-14 Φεβρουαρίου και δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Κέρι και Λαβρόφ φέρονται να ανανέωσαν το ραντεβού τους για περαιτέρω συζητήσεις στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Στο μεταξύ, ένα δεκαήμερο είναι αρκετό διάστημα για να αλλάξουν πολλά στο έδαφος, ιδίως όταν η συγκυρία είναι στρατιωτικά τόσο ευνοϊκή.
Στην εικόνα που θα μπορούσε να εξυπηρετεί τους Αμερικανούς και τους Ρώσους, θα πρέπει να προστεθούν οι αναφορές ότι δυνάμεις του ISIS, στρατιωτικών διοικητών συμπεριλαμβανομένων, μετακινούνται προς τη Λιβύη, όπου ήδη διαφαίνεται ότι θα αποτελέσει το επόμενο πεδίο αντιπαράθεσης, αν και η δέσμευση στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφος εξακολουθεί να αποτελεί «αγκάθι» για τις χώρες της Δύσης, καθώς εμπεριέχει ρίσκα που θα μπορούσαν να επιβάλουν μεγάλο πολιτικό και όχι μόνο κόστος.
Στα θετικά των γενικότερων εξελίξεων θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει την ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση, ότι εάν στόχος είναι η αποτροπή ανάδυσης σοβαρού προβλήματος ισλαμικού εξτρεμισμού στην Ευρώπη, που αρχίζει να έχει και μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο, εναλλακτική του ελέγχου της σύγκρουσης στη Συρία δεν υπάρχει. Το μεταναστευτικό για να σταματήσει να αποτελεί εργαλείο στα χέρια της τουρκικής διπλωματίας, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι λόγοι που οδηγούν στη μαζική έξοδο πληθυσμών προς δυσμάς, όπου πέφτουν στα χέρια Τούρκων δουλεμπόρων…
Παράλληλα, όσο και να είναι εύλογος ο φόβος στην Ελλάδα ότι μπορεί ιδιοτελώς σκεπτόμενοι οι Ευρωπαίοι εταίροι να θελήσουν να τη μετατρέψουν σε «αποθήκη ψυχών», όπως χαρακτηριστικά λέγεται, η γεωγραφική θέση-κλειδί της χώρας, ιδίως τη στιγμή που η Τουρκία αποδεικνύει κάθε μέρα που περνά ότι υπό το δίδυμο Ερντογάν-Νταβούτογλου δεν αποτελεί σύμμαχο με τον οποίον θα μπορείς να συνεννοηθείς, χωρίς να ζητά παγίως δυσανάλογα ανταλλάγματα, δεν υπάρχει η πολυτέλεια να αφήσουν τη χώρα να καταρρεύσει, τουλάχιστον στο επίπεδο της ασφάλειας.
Ασφαλώς, πάντα υφίσταται η απειλή της απόπειρας αντιστάθμισης των τουρκικών απωλειών στο μέτωπο της Συρίας, με κάποια εύκολη νίκη στο μέτωπο με την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ολοένα και περισσότερο επιχειρούν εξαιρετικά ευαίσθητους διπλωματικούς χειρισμούς εξισορρόπησης συμφερόντων, όπου μόνο αν μια χώρα διεκδικεί και δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί έχει ελπίδες να επιβιώσει σχετικά αλώβητη. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από την ελληνική κυβέρνηση και τη διπλωματία της χώρας, επιχειρώντας να ορθωθούν αποτρεπτικά εμπόδια.
Πλέον, στην περιοχή υπάρχουν αρκετοί και ισχυροί, τοπικά, περιφερειακά και παγκόσμια «δρώντες», που έχουν συμφέροντα και είναι ενεργοί στην προστασία τους, οπότε θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε όλες οι πόρτες να παραμένουν ανοιχτές.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας