Τώρα που ο Ντέιβιντ Κάμερον έχει οριστικοποιήσει τη συμφωνία του να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο βρετανικός λαός θα κληθεί να ψηφίσει αν θα παραμείνει ή όχι στην ένωση σε δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου.
Παρ’ ότι η πιθανότητα Brexit φαίνεται μικρότερη του 50/50, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι σοβαρές εάν το εκλογικό σώμα αποφασίσει τελικά να αποχωρίσει από την ένωση.
Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν έναν σημαντικό κίνδυνο Brexit. Η δημοσκόπηση της NatCen βρίσκει το 52% υπέρ της παραμονής, με μικρή διαφορά από τους υποστηρικτές της εξόδου, στο 48%.
Όμως οι διαφορές μάλλον δεν είναι τόσο μικρές – εν μέρει επειδή ο Κάμερον δεν έχει ξεκινήσει ακόμη την εκστρατεία του υπέρ της παραμονής στην ΕΕ. Όπως και το υπουργικό του συμβούλιο, το οποίο έχει χωριστεί σε 17 υπέρ της παραμονής και πέντε υπέρ της εξόδου.
Από την άλλη, ο Μπόρις Τζόνσον, ο δημοφιλής δήμαρχος του Λονδίνου, επιβεβαίωσε στις 21 Φεβρουαρίου πως θα στηρίξει την εκστρατεία για την αποχώρηση από την ΕΕ. Αυτή είναι μια σημαντική ενίσχυση για την εκστρατεία της εξόδου – η οποία είναι διαχωρισμένοι σε δύο αντιμαχόμενες ομάδες με διαφορετικά οράματα για το πώς θα μοιάζει το «έξω» και της οποίας η πιο εξέχουσα προσωπικότητα ως τώρα ήταν ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο αρχηγός του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος απωθεί περισσότερος ανθρώπους απ’ ότι προσελκύει.
Επιπλέον, πολλά πράγματα θα μπορούσαν να πάνε στραβά για το μέτωπο υπέρ της παραμονής. Το πιο προφανές, ο βρετανικός λαός μπορεί να προτιμήσει την έξοδο εάν, όπως φαίνεται πιθανό, υπάρξει νέα αύξηση στους μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική στην Ευρώπη αυτήν την άνοιξη. Παρ’ ότι ελάχιστοι μπαίνουν στη Βρετανία και το Brexit μπορεί να εκθέσει το Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερο στην προσφυγική κρίση, το μέτωπο υπέρ της εξόδου υποστηρίζει το αντίθετο.
Οι ψηφοφόροι μπορεί επίσης να αγνοήσουν εύκολα αυτά που η πολιτική ελίτ τους παρουσιάζει ως το συμφέρον τους. Έχουν κάνει το ίδιο σε δημοψηφίσματα σε άλλες χώρες της ΕΕ στο παρελθόν – για παράδειγμα, όταν οι γάλλοι ψήφισαν κατά του προτεινόμενου ευρωπαϊκού συντάγματος το 2005.
Ένας καλύτερος δείκτης της πιθανότητας του Brexit από τις δημοσκοπήσεις είναι μάλλον οι αποδόσεις στα πρακτορεία στοιχημάτων. Η εκτίμηση της πιθανότητας βρισκόταν στο 28% στις 20 Φεβρουαρίου σύμφωνα με το Ladbrokes, παρ’ ότι δεν είχε συνεκτιμηθεί ακόμη η απόφαση του Τζόνσον.
Αυτό που δε δείχνουν αυτού του είδους τα στοιχήματα είναι η ζημιά που θα προέκυπτε από ενδεχόμενο Brexit. Οι αγορές συναλλαγμάτων, ωστόσο, προσφέρουν μια ματιά. Τους τρεις τελευταίους μήνες, καθώς η εικαζόμενη πιθανότητα αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ αυξανόταν, η στερλίνα έπεσε κατά 9% σε σχέση με το ευρώ. Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο πράγματι αποχωρήσει, η λίρα μάλλον θα πέσει ακόμη περισσότερο.
Για την ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων, είναι χρήσιμο να ξεχωρίσουμε το νέο σταθερό κράτος μετά το Brexit από τη διαδικασία μέχρι να φτάσει εκεί.
Η νέα ισορροπία θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με την παρούσα κατάσταση, καθώς η Βρετανία θα δυσκολευόταν να αποκτήσει εξίσου καλή πρόσβαση στην κοινή αγορά της ΕΕ. Χωρίς αυτήν, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης του Ηνωμένου Βασιλείου θα ήταν χαμηλότερες.
Παρ’ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε, θεωρητικά, να αντιγράψει τη Νορβηγία – η οποία έχει πρόσβαση στην κοινή αγορά χωρίς να ανήκει στην ΕΕ – φαίνεται απίθανο να ακολουθήσει ένα τέτοιο μοντέλο. Άλλωστε, θα χρειαζόταν να τηρήσει τους κανόνες της αγοράς χωρίς να έχει ψήφο επ’ αυτών, καθώς και να επιτρέψει την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων. Θα ήταν δύσκολο να πειστεί για μια τέτοια συμφωνία ένα εκλογικό σώμα που θα έχει μόλις ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης.
Εάν το νέο σταθερό κράτος είναι λιγότερο ελκυστικό από το υπάρχον, η μεταβατική διαδικασία θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο επιζήμια. Για αρχή, το διαζύγιο θα μπορούσε να γίνει σε ανεβασμένους τόνους, με κάθε πλευρά να δέχεται πίεση από τους δικούς της πολίτες να μην παραχωρήσει έδαφος. Με δεδομένο πως η Βρετανία πραγματοποιεί σχεδόν το μισό του εμπορίου της με την ΕΕ, ενώ μόλις 14% του εμπορίου της ένωσης είναι με τη Βρετανία, το Ηνωμένο Βασίλειο θα είχε περισσότερα να χάσει από μια σύγκρουση.
Επιπλέον, η υπερψήφιση της εξόδου από την ΕΕ μπορεί να πυροδοτήσει πολιτική αναστάτωση στο εσωτερικό της Βρετανίας. Παρ’ ότι ο Κάμερον λέει τώρα πως θα παραμείνει πρωθυπουργός ακόμη κι αν ο κόσμος ψηφίσει υπέρ της εξόδου, η πίεση που θα δεχτεί θα είναι τεράστια. Ο Τζόνσον θα έχει την πιο κατάλληλη θέση για να τον διαδεχθεί.
Εάν η οικονομία πραγματοποιήσει βουτιά μετά το δημοψήφισμα και οι Τόρις βρεθούν διασπασμένοι ύστερα από σειρά εσωτερικών συγκρούσεων, υπάρχει ακόμη και πιθανότητα να αναδειχθεί πρωθυπουργός ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο αρχηγός του κόμματος των Εργατικών, στις γενικές εκλογές του 2020 – ένα σενάριο που ελάχιστοι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη αυτή τη στιγμή. Με δεδομένες τις αμετανόητα σοσιαλιστικές οικονομικές πολιτικές του Κόρμπιν, οι αγορές θα το δεχθούν αυτό πολύ άσχημα.
Η έξοδος από την ΕΕ θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να οδηγήσει τους επενδυτές να προσθέσουν ένα ασφάλιστρο κινδύνου στα περιουσιακά στοιχεία του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως προειδοποίησε ο Μαρκ Κάρνι τον προηγούμενο μήνα. Ο κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας είπε πως το Brexit μπορεί να θέσει σε δοκιμασία την «καλοσύνη των ξένων», με δεδομένο πως η Βρετανία βασίζεται σε ξένους για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της, το οποίο προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Κομισιόν να φτάσει στο 5% του ΑΕΠ για πέρυσι.
Παρά την πτώση της στερλίνας τους τελευταίους μήνες, δε φαίνεται οι αγορές να έχουν αποτιμήσει αυτούς τους κινδύνους.