Ανάμεσα στις πολλαπλές υπαρξιακές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση φέτος – πρόσφυγες, λαϊκιστικές πολιτικές, γερμανικής έμπνευσης λιτότητα, κρατική χρεοκοπία σε Ελλάδα και πιθανώς Πορτογαλία – μία κρίση οδεύει προς τη λύση της. Η Βρετανία δε θα ψηφίσει για να αποχωρήσει από την ΕΕ.
Αυτή η γεμάτη αυτοπεποίθηση πρόβλεψη μπορεί να μην επιβεβαιώνεται από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν στήριξη περίπου 50% για το Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Και η βρετανική κοινή γνώμη μπορεί να κινηθεί ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση του «έξω» για αρκετό ακόμη καιρό, καθώς οι ευρωσκεπτικιστές θα περιγελούν τη νέα συμφωνία που πέτυχε η Βρετανία στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στις 19 Φεβρουαρίου.
Παρ’ όλα αυτά, είναι μάλλον καιρός ο κόσμος να πάψει να ανησυχεί. Η πολιτική και τα οικονομικά του ερωτήματος ουσιαστικά εγγυώνται πως οι βρετανοί πολίτες θα στηρίξουν την παραμονή στην ΕΕ, παρ’ ότι αυτό δε θα γίνει εμφανές στις μετρήσεις της κοινής γνώμης μέχρι λίγες εβδομάδες, ή ακόμη και μέρες, πριν τις κάλπες.
Για να κατανοήσουμε τις δυναμικές που ευνοούν σημαντικά την ψήφο υπέρ του «μέσα», ας ξεκινήσουμε με την πολιτική. Μέχρι τη συμφωνία αυτού του μήνα, οι ηγέτες της Βρετανίας δεν επιχειρηματολογούσαν σοβαρά κατά του Brexit. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον και η κυβέρνησή του έπρεπε να προσποιούνται πως θα σκεφτούν την αποχώρηση σε περίπτωση που η ΕΕ απέρριπτε τις απαιτήσεις τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατο για τους πολιτικούς των Εργατικών και τους επιχειρηματικούς ηγέτες να στηρίξουν μια συμφωνία με την ΕΕ που και ο ίδιος ο Κάμερον δεν ήταν ακόμη έτοιμος να προωθήσει. Το λόμπυ του «έξω», κατά συνέπεια, απήλαυσε ένα μονοπώλιο δημόσιας προσοχής. Αυτή η κατάσταση μπορεί να παραμείνει για ένα σύντομο διάστημα, παρ’ ότι η συμφωνία με την ΕΕ έχει πλέον κλείσει, επειδή ο Κάμερον δεν επιθυμεί να συγκρουστεί με τους αμετανόητους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του έως ότου είναι απολύτως απαραίτητο. Ωστόσο, καθώς το δημοψήφισμα πλησιάζει, η πολιτική ανισότητα θα αντιστραφεί απότομα.
Ένας λόγος είναι η απόφαση του Κάμερον να αποδεσμεύσει τους υπουργούς του από την κομματική γραμμή κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα. Ενώ είχε θεωρηθεί αρχικά ως ένδειξη αδυναμίας, η κίνηση του Κάμερον έχει αποδειχθεί αριστοτεχνικός χειρισμός. Έχοντας την ελευθερία να «ψηφίσουν με τη συνείδησή τους» για τη συμφωνία με την ΕΕ, οι πιο σημαντικοί πολιτικοί των Συντηρητικών – με τις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις του Μπόρις Τζόνσον και του Μάικλ Γκοβ – έχουν επιλέξει να στηρίξουν τον Κάμερον.
Ως αποτέλεσμα, η εκστρατεία του «έξω» έχει μείνει στην ουσία ακέφαλη και είναι ήδη διασπασμένη σε δύο αντίθετα μέτωπα – ένα που κινείται από αντιμεταναστευτικό αίσθημα και προστατευτισμό, το άλλο αποφασισμένο να εστιάσει σε νεοφιλελεύθερη οικονομία και την ελεύθερη αγορά.
Μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά πως καθώς θα γυρίζει η πολιτική παλίρροια, θα ακολουθήσουν τα βρετανικά μέσα και η επιχειρηματική γνώμη, κυρίως λόγω των άμεσων οικονομικών συμφερόντων. Για παράδειγμα, ο Ρούπερτ Μάρντοκ, τα καταστήματα του οποίου κυριαρχούν στο τοπίο των μέσων επικοινωνίας, χρειάζεται τη συμμετοχή στην κοινή αγορά της ΕΕ για να εδραιώσει τις επιχειρήσεις δορυφορικής τηλεόρασης στη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Άλλο ένα ισχυρό κίνητρο για τον Μάρντοκ και άλλους ιδιοκτήτες μέσων και επιχειρηματικούς ηγέτες, είναι να βρίσκονται στην πλευρά των νικητών και να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τον Κάμερον, εκτός κι αν δουν καταιγιστικές ενδείξεις πως θα χάσει.
Και αυτό μας φέρνει στον κύριο λόγο που θα πρέπει να αγνοήσουμε τις υπάρχουσες δημοσκοπήσεις: μόνο όταν η Βρετανία ξεκινήσει να συζητά σοβαρά τα κόστη και τα οφέλη της αποχώρησης από την ΕΕ – και αυτό μπορεί να μη συμβεί μέχρι λίγες εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα – θα καταλάβουν οι ψηφοφόροι πως το Brexit θα είχε τεράστια οικονομικά κόστη για τη Βρετανία, και κανένα απολύτως πολιτικό όφελος.
Οι οικονομικές προκλήσεις του Brexit θα ήταν συγκλονιστικές. Το βασικό οικονομικό επιχείρημα της εκστρατείας του «έξω» - ότι το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα της Βρετανίας αποτελεί μυστικό όπλο, επειδή η ΕΕ θα είχε περισσότερα να χάσει από τη Βρετανία από την παύση των εμπορικών σχέσεων – είναι απλά λάθος. Η Βρετανία θα χρειαζόταν να διαπραγματευτεί την πρόσβασή της στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά για τις βιομηχανίες υπηρεσιών της, ενώ οι κατασκευαστές της ΕΕ θα απολάμβαναν αυτόματα σχεδόν απεριόριστα δικαιώματα να πουλήσουν ό,τι θέλουν στη Βρετανία υπό τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν η πρώτη που κατάλαβε πως η εξειδίκευση της Βρετανίας στις υπηρεσίες – όχι μόνο στις οικονομικές, αλλά και στις νομικές, λογιστικές, μέσων ενημέρωσης, αρχιτεκτονικής, φαρμακευτικής έρευνες κοκ – κάνει τη συμμετοχή στην κοινή αγορά της ΕΕ κρίσιμης σημασίας. Δεν έχει μεγάλη οικονομική διαφορά για τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία εάν η Βρετανία είναι μέλος της ΕΕ ή απλά του ΠΟΕ.
Η Βρετανία θα χρειαζόταν, συνεπώς, μια συμφωνία συνεργασίας με την ΕΕ, παρόμοια με αυτές που διαπραγματεύτηκαν η Ελβετία ή η Νορβηγία, οι μόνες δύο σημαντικές ευρωπαϊκές οικονομίες που βρίσκονται εκτός ΕΕ. Από την οπτική της ΕΕ, οι όροι οποιασδήποτε βρετανικής συμφωνίας θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με αυτούς των υπαρχόντων συμφωνιών συνεργασίας. Η παροχή ηπιότερων μέτρων θα εξανάγκαζε άμεσα παρόμοιες υποχωρήσεις στην Ελβετία και τη Νορβηγία. Ακόμη χειρότερα, οποιεσδήποτε χάρες στη Βρετανία θα δημιουργούσαν προηγούμενο και θα έβαζαν σε πειρασμό τα χλιαρά μέλη της ΕΕ να απειλήσουν με έξοδο και να απαιτήσουν επαναδιαπραγμάτευση.
Ανάμεσα στις προϋποθέσεις που έχουν δεχτεί η Νορβηγία και η Ελβετία και που η ΕΕ αναμφισβήτητα θα θεωρήσει αδιαπραγμάτευτες, είναι τέσσερις που ακυρώνουν πλήρως τους στόχους του Brexit. Η Νορβηγία και η Ελβετία πρέπει να τηρούν όλα τα πρότυπα και τις ρυθμίσεις της κοινής αγοράς της ΕΕ, χωρίς να έχουν λόγο στη διαμόρφωσή τους. Συμφωνούν να μεταφέρουν όλους τους σχετικούς νόμους της ΕΕ στην εθνική τους νομοθεσία χωρίς να ρωτούν τους εγχώριους ψηφοφόρους. Συμβάλλουν σημαντικά στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Και υποχρεώνονται να δέχονται απεριόριστους μετανάστες από την ΕΕ, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών από την ΕΕ στους πληθυσμούς της Ελβετίας και της Νορβηγίας απ’ ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εάν η Βρετανία απορρίψει αυτές τις καταπατήσεις της εθνικής της κυριαρχίας, οι βιομηχανίες υπηρεσιών της θα αποκλειστούν από την κοινή αγορά. Η γαλλική, η γερμανική και η ιρλανδική κυβέρνηση θα χαρούν ιδιαίτερα να δουν τις τράπεζες και τα hedge funds με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμεύονται από τις ρυθμίσεις της ΕΕ, και οι επιχειρήσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, την ασφάλιση, τα λογιστικά, τα νομικά και τα μέσα ενημέρωσης, να αναγκάζονται να μεταφέρουν τις εργασίες, τις έδρες και τις πληρωμές φόρων τους στο Παρίσι, τη Φρανκφούρτη ή το Δουβλίνο.
Αντιμέτωπη με την έξοδο υψηλής αξίας θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων, η Βρετανία αναμφίβολα θα κάνει πίσω και θα δεχτεί τις παρεμβατικές ρυθμίσεις των συμφωνιών συνεργασίας της ΕΕ. Τελικώς, το Brexit θα οδηγούσε όχι μόνο σε μια αποδιοργανωτική αναδιαπραγμάτευση των οικονομικών σχέσεων, αλλά και στην απώλεια της πολιτικής κυριαρχίας για τη Βρετανία.
Ή ίσως μόνο για την Αγγλία, με δεδομένο ότι η Σκωτία θα άφηνε κατά πάσα πιθανότητα το Ηνωμένο Βασίλειο για να ξαναμπεί στην ΕΕ, παίρνοντας πολλές από τις υπηρεσίες του Λονδίνου στο Εδιμβούργο εν τω μεταξύ. Μόλις οι πολιτικοί, επιχειρηματικοί και ηγέτες του Τύπου στη Βρετανία ξεκινήσουν να στρέφουν την προσοχή σε αυτές τις σκληρές αλήθειες της ζωής μετά το Brexit, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι ψηφοφόροι θα αποφασίσουν να παραμείνουν στην ΕΕ.