Αθανασόπουλος Αλ. Άγγελος
Για τους λάτρεις της Ιστορίας, ο όρος «ένδοξη ή εξαίσια απομόνωση» παραπέμπει στην περίοδο εκείνη, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε επιλέξει μια πολιτική ελάχιστης παρέμβασης στα ευρωπαϊκά πράγματα. Αναμφίβολα τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα, ούτε καν οι εποχές. Σήμερα όμως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα, παραφράζοντας την προαναφερθείσα περιγραφή, βιώνει τη δική της «άδοξη απομόνωση» σε ό,τι αφορά τη θέση της στα Βαλκάνια.
Το Προσφυγικό και οι χαμένες ευκαιρίες
Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν είναι επιλογή. Είναι το αποτέλεσμα των συνθηκών που ιδιαίτερα μετά τον Ιανουάριο του 2015 έχουν δραματικά επιβαρυνθεί για τη χώρα μας. Σε μια περιοχή που είχε φτάσει να αποτελεί «ζωτικό χώρο», τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά, που είχε μετατραπεί στο «εγγύς εξωτερικό» για την Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εντεύθεν, η Αθήνα βρίσκεται βαθιά απομονωμένη. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε θυελλωδώς το 2010 προκάλεσε ρήγματα βαθιά και υποχώρηση της ελληνικής επιρροής. Ηταν όμως το Προσφυγικό και οι δραματικές ολιγωρίες της κυβέρνησης και της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών υπό τον Νίκο Κοτζιά που ολοκλήρωσαν τη σημερινή κακή εικόνα.
Οσα πρόσφατα έγιναν στην Ειδομένη και η νέα ένταση στις σχέσεις με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) απλώς επιβεβαίωσαν ότι τα ερείσματα της Αθήνας έχουν εξαφανιστεί. Οι χώρες της Βαλκανικής δεν κοιτάζουν πλέον προς την Αθήνα ως έναν παράγοντα ο οποίος, λόγω της συμμετοχής του στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, μπορεί να λειτουργήσει σταθεροποιητικά για την περιοχή και επιβοηθητικά στις φιλοδοξίες τους. Η «χρυσή εποχή» της Ατζέντας της Θεσσαλονίκης το 2003 έχει παρέλθει μάλλον ανεπιστρεπτί.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η προσφυγική κρίση έριξε την Ελλάδα στη δίνη του κυκλώνα, αλλά η Αθήνα δεν έκανε καμία ουσιαστική προσπάθεια να επιδιώξει τη συνεργασία των βαλκανικών χωρών όταν κατέστη σαφές ότι σε αυτή την περιοχή θα διαμορφωνόταν ο διάδρομος που οι πρόσφυγες θα ακολουθούσαν προς την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη. Η μίνι Σύνοδος των Δυτικών Βαλκανίων που συγκάλεσε ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ τον περασμένο Οκτώβριο υπήρξε ένα καμπανάκι που η κυβέρνηση δεν άκουσε.
Σε κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών είχε, ήδη από το φθινόπωρο, κυκλοφορήσει η άποψη ότι η Αθήνα θα έπρεπε να είχε επιδιώξει περιφερειακή συνεννόηση με τις βαλκανικές χώρες προκειμένου να βρεθεί κοινός τόπος. Αυτή η άποψη δεν προχώρησε πέραν του επιπέδου της άτυπης συζήτησης. Την ίδια στιγμή το επιτελείο του κ. Κοτζιά ασχολούνταν με άλλες ιδέες, και συγκεκριμένα με τη δημιουργία ενός άτυπου «βαλκανικού Βίζεγκραντ» με τη συμμετοχή Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Κροατίας.
Ο υπουργός Εξωτερικών πίεσε πολύ για την ιδέα αυτή, διότι ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2015 είχε επικρατήσει στο επιτελείο του σφοδρή ενόχληση για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τη Διαδικασία του Βερολίνου για τα Δυτικά Βαλκάνια. Η διαδικασία αυτή, στην οποία πρωτοστατούν η Γερμανία και η Αυστρία, ενώ θετικά διακείμενη είναι και η Κομισιόν, έχει κυρίως σκοπό να προωθήσει την περιφερειακή οικονομική συνεργασία αλλά και να... αντικαταστήσει την «παγωμένη» πολιτική της διεύρυνσης. Ο ίδιος είχε συναντήσεις με τους εν λόγω ομολόγους του τον περασμένο Ιανουάριο και η Αθήνα προώθησε ακόμη και non paper με ιδέες. Ωστόσο, αν εξαιρέσει κάποιος τη Βουλγαρία (με την οποία οι σχέσεις μοιάζουν να έχουν χειροτερεύσει έκτοτε), οι υπόλοιπες χώρες δεν ανταποκρίθηκαν ιδιαίτερα θερμά.
Τα Σκόπια, η Σερβία και ο δάκτυλος της Βιέννης
Παρά τις μεγαλοστομίες του υπουργού Εξωτερικών για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) με την πΓΔΜ που υπεγράφησαν πριν από το καλοκαίρι του 2015, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν υπήρξε. Η Αθήνα είδε τα εν λόγω ΜΟΕ ως έναν τρόπο να λειάνει το έδαφος για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας. Ενα από αυτά τα ΜΟΕ αφορούσε τη διασυνοριακή συνεργασία και δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ότι λόγω του Προσφυγικού οι δύο χώρες θα μπορούσαν να το εκμεταλλευθούν.
Αυτό δεν έγινε ποτέ ουσιαστικά, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν δύο συναντήσεις πολιτικών διευθυντών των υπουργείων Εξωτερικών (η τρίτη ακυρώθηκε, χωρίς να είναι σαφές ποια πλευρά ευθύνεται). Σύμφωνα με πληροφορίες, τα Σκόπια επεδίωξαν συνεργασία με την Αθήνα σε επίπεδο αστυνομικών αρχών, κάτι που πρόσφατα επανέλαβε με δήλωσή του ο πρόεδρος της πΓΔΜ Γκιόργκι Ιβανόφ. Ωστόσο για μεγάλο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση υπήρξε τουλάχιστον αμφίθυμη. Ως γνωστόν όμως, «η φύση απεχθάνεται το κενό».
Το κενό αυτό καλύφθηκε από την Αυστρία. Η Βιέννη δεν έκρυψε ποτέ ότι θεωρεί τα Βαλκάνια προνομιακό χώρο άσκησης επιρροής, τόσο οικονομικής όσο και πολιτικής. Με όχημα το Προσφυγικό, η Αυστρία κινήθηκε δυναμικά τόσο προς την πΓΔΜ όσο επίσης προς τη Σερβία και τη Σλοβενία (μια χώρα που ποτέ η Αθήνα δεν προσέγγισε).
Η Βιέννη εμφανίζεται πλέον ιδιαίτερα υποστηρικτική προς τα Σκόπια στο ζήτημα της ονομασίας, προφανώς ως αντάλλαγμα στη στάση που αυτά τηρούν στην ανάσχεση των προσφυγικών ροών. Ο αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Σεμπάστιαν Κουρτς υπέγραψε μάλιστα και ένα σχέδιο δράσης με τους Σκοπιανούς. Ηδη δε σε ευρωπαϊκούς κύκλους ακούγεται έντονα ότι οι μετοχές της πΓΔΜ για ένταξη στην ΕΕ αλλά και στο ΝΑΤΟ εμφανίζονται ενισχυμένες (αν και η πολιτική αστάθεια στη χώρα εν όψει των προγραμματισμένων εκλογών της 5ης Ιουνίου λειτουργεί ανασταλτικά).
Την ίδια στιγμή, με καθυστέρηση, αφού τα δεδομένα επί του εδάφους έδειχναν ότι η βαλκανική οδός έχει κλείσει, η Αθήνα προχωρούσε σε διαβήματα εναντίον των Σκοπίων και του Βελιγραδίου που ουδεμία σημασία είχαν τελικώς. Πέραν της πΓΔΜ και οι σχέσεις με τη Σερβία διάγουν περίοδο ψύχρανσης. Οι ελληνοσερβικές σχέσεις είχαν βέβαια πάντοτε σκαμπανεβάσματα, αλλά ο κ. Κοτζιάς έκρινε (κατά ορισμένους ορθά) ότι το Βελιγράδι δημιουργούσε επιπλοκές σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος (π.χ. σε σχέση με τα Σκόπια). Το θέμα της αναγνώρισης του Κοσόβου περιπλέκει την κατάσταση.
Το δυσκολότερο μέτωπο
Το «αγκάθι» της Αλβανίας και το σύμφωνο φιλίας
Η Αλβανία αποτελεί αυτή τη στιγμή το δυσκολότερο μέτωπο για την ελληνική διπλωματία στα Βαλκάνια. Το Προσφυγικό θα μπορούσε να επιτείνει τα ήδη υπάρχοντα διμερή προβλήματα που λογικά θα κυριαρχήσουν κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ντίτμιρ Μπουσάτι στην Αθήνα (21 Μαρτίου). Τα Τίρανα έχουν ήδη έλθει σε συμφωνία με τη Ρώμη για ενίσχυση της συνεργασίας τους σε περίπτωση που ανοίξει η αδριατική οδός για τους πρόσφυγες και το σενάριο ανάπτυξης ιταλών καραμπινιέρων στην ελληνοαλβανική μεθόριο είναι υπαρκτό.
Στην κυβέρνηση του Εντι Ράμα έχει διαμορφωθεί η αντίληψη ότι η Αθήνα βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Τα Τίρανα θέλουν μια ρύθμιση-πακέτο από την οποία σκοπεύουν να κερδίσουν τη, με νόμο, άρση του εμπολέμου, ενώ η Ελλάδα θέλει να αποσπάσει μια διασφάλιση περί της Συμφωνίας για τις Θαλάσσιες Ζώνες του 2009. Μάλιστα, στο προσχέδιο του πρόσθετου πρωτοκόλλου που η Αθήνα εξετάζει να επισυνάψει στο σύμφωνο φιλίας με την Αλβανία αναφέρεται στο άρθρο 1 ότι τα δύο μέρη θα σεβαστούν πλήρως τη θαλάσσια οριοθέτηση της Συμφωνίας του 2009.
Στην ελληνική πλευρά υπάρχει πάντως έντονη ανησυχία ότι οι Αλβανοί σχεδιάζουν να προσφύγουν στη διαιτησία στο θέμα των θαλασσίων ζωνών. Παρασκηνιακά, έχουν κατατεθεί προωθημένες ιδέες στην κυβέρνηση επί του θέματος αυτού, αλλά η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών εμφανίζεται αναποφάσιστη και ενίοτε ενεργεί σπασμωδικά με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος.