Στο χθεσινΟ Αρθρο η ανάλυσή μας κατέληγε ως εξής: «Τα δύο κουρέματα του δημοσίου χρέους το Φεβρουάριο και τον Δεκέμβριο του 2012, έγιναν με γνώμονα το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης. Ας υποτεθεί ότι το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης εκτιμάται σήμερα σε 327 δις ευρώ. Τα φλέγοντα και εθνικής σημασίας ερωτήματα είναι: Ποιο μέρος του χρέους των 327 δις ευρώ δύναται να κουρευτεί; Εκτός από το χρέος των 327 δις ευρώ, μήπως υπάρχουν κρυφά χρέη που θα πρέπει και αυτά να πέσουν στις συζητήσεις του κουρέματος; Η διάρθρωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας επιτρέπει κούρεμα της τάξης των 106 δις ευρώ, δηλαδή όσο ήταν το ποσό του πρώτου κουρέματος τον Φεβρουάριο του 2012; Υπάρχουν swaps μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας και αν ναι ποια είναι η ονομαστική τους αξία;». Τα ερωτήματα αυτά είναι υψίστης σημασίας για το μέλλον της εθνικής οικονομίας και θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το 77% περίπου του υφιστάμενου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης απεικονίζεται σε διακρατικά δάνεια, που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα από άλλες χώρες και κυρίως από χώρες μέλη της Ευρωζώνης. Απεναντίας, τον Φεβρουάριο του 2012 όταν έγινε το πρώτο κούρεμα, σε σύνολο χρέους της κεντρικής κυβέρνησης 368 δις ευρώ (€) μπήκαν στην διαδικασία του κουρέματος τα 206 δις €, που αντιπροσώπευαν το 56% της ονομαστικής αξίας του συνολικού χρέους. Δοθέντος ότι από τα 327 δις € που εκτιμάται σήμερα το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, το 77% ή 252 δις € είναι δάνεια σε ρευστό που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα μέσω διακρατικών συμφωνιών στα πλαίσια των μνημονιακών δανειακών συμβάσεων, το ερώτημα το οποίο ανακύπτει είναι: Είναι δυνατόν τα κοινοβούλια των κρατών μελών της Ευρωζώνης, να εγκρίνουν το κούρεμα χρηματικών ποσών που έχουν δοθεί στην Ελλάδα από τους κρατικούς τους προϋπολογισμούς υπό τη μορφή δανείων; Η απάντηση για έναν αντικειμενικό και ορθολογικά σκεπτόμενο πολίτη θα ήταν σαφώς όχι. Άρα, τι μέλλει γενέσθαι; Την απάντηση την έδωσε ο εγκάθετος των γερμανών Τόμας Βίζερ επικεφαλής του Euro Working Group, ότι δηλαδή τα οποιαδήποτε μέτρα πολιτικής για την ελάφρυνση των δημοσίου χρέους της Ελλάδας, θα βασιστούν κυρίως στην επιμήκυνση της χρονικής περιόδου αποπληρωμής των χρεολυσίων και τη μείωση των επιτοκίων για την ελάφρυνση των τοκομεριδίων.
Υπάρχουν όμως δύο απορίες, που πάμπολλες φορές έχουμε διατυπώσει και πειστικές τεχνοκρατικές απαντήσεις ουδέποτε έχουμε λάβει. Η πρώτη απορία σχετίζεται με την αδιαμφισβήτητη παρατήρηση, ότι, στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδας, υπάρχει μια ωρολογιακή βόμβα της τάξης των 750 δις €, που αφορά βραχυπρόθεσμο δανεισμό του ελληνικού δημοσίου υπό τη μορφή εντόκων γραμματίων. Το ποσό αυτό θα μπει στην διαδικασία του νέου κουρέματος του ελληνικού δημοσίου χρέους; Θέτουμε το ερώτημα γιατί με τους δικούς μας υπολογισμούς, τουλάχιστον το 50% των ετήσιων δαπανών σε τόκους για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, αφορά την καταβολή τόκων στα τραπεζικοπιστωτικά ιδρύματα που κατέχουν τα έντοκα γραμμάτια. Η δεύτερη απορία μας πηγάζει από το απόθεμα των περίφημων swaps (συμφωνίες ανταλλαγής), swaps που έχουν δομηθεί επάνω σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας. Ποια είναι η πραγματική αξία των συγκεκριμένων swaps; Είναι ναι ή όχι 70 δις €; Τα swaps θα έμπαιναν στο κούρεμα; Πολλά τα ερωτήματα και πικρή η αλήθεια που προκύπτει από την απάντησή τους. Δυστυχώς, σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, όσα κουρέματα, όσα ψαλιδίσματα του δημοσίου χρέους και αν γινόντουσαν, το θεριό του χρέους ολοένα και περισσότερο θα γιγαντώνεται και θα αποσυνθέτει τον παραγωγικό ιστό της εθνικής οικονομίας.