Οι μετοχές των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών θεσμών της Ιταλίας έχουν βυθιστεί τους πρώτους μήνες του 2016 καθώς οι σωροί επισφαλών χρεών που βαραίνουν τους ισολογισμούς τους γίνονται πολύ μεγάλοι για να αγνοηθούν. Εν μέσω όλων των κινδύνων που αντιμετωπίζουν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2016, ο κίνδυνος μετάδοσης από τις προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το ήδη επιβαρυμένο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Στον πυρήνα του ζητήματος βρίσκεται το ανησυχητικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα βιβλία των τραπεζών, με τις εκτιμήσεις να εκτείνονται από το 17% έως το 21% των συνολικών δανείων. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 200 δισεκατομμύρια ευρώ επισφαλών δανείων, ή 12% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ιταλίας. Επιπλέον, σε κάποιες περιπτώσεις, τα επισφαλή δάνεια φτάνουν το δυσθεώρητο 30% των ισολογισμών των ξεχωριστών τραπεζών.
Οι κόκκινες σημαίες προσέλκυσαν αρχικά την προσοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκαλώντας μιαν επίσημη έρευνα την οποία οι επενδυτές εξέλαβαν ως σημάδι για να προχωρήσουν σε πωλήσεις. Οι μετοχές των τραπεζικών εταιρειών της Ιταλίας έχασαν περισσότερο από 25% τις πρώτες εβδομάδες του έτους.
Παρ’ ότι οι αγορές έχουν καλύψει τις απώλειες τις τελευταίες εβδομάδες, ο Μάρτιος έχει επιφέρει νέες ανησυχίες για την υγεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ιταλίας.
Προσθέτοντας νέες ανησυχίες στη φωτιά, την Παρασκευή η ΕΚΤ απαίτησε από μία τέτοια προβληματική ιταλική τράπεζα, την Banca Carige, να παρέχει νέα στρατηγικά σχέδια και επιπλέον χρηματοδότηση για να ενισχύσει τον ισολογισμό της και να ανταποκριθεί στις εποπτικές προϋποθέσεις μέχρι το τέλος του μήνα. Η είδηση έστειλε τις τραπεζικές μετοχές σε νέα πτώση, προκαλώντας παύση συναλλαγών σε αρκετές από αυτές, καθώς η μεταβλητότητα πυροδότησε μέγιστες απώλειες.
Αρχικά, η Ιταλία πρότεινε να δημιουργήσει μια λύση «κακής τράπεζας», σύμφωνα με την οποία τα επιβαρυμένα ιδρύματα θα μπορούσαν να μεταφέρουν τα επισφαλή δάνειά τους σε μια ξεχωριστή οντότητα με τη στήριξη του κράτους, η οποία θα διαχειριζόταν τα στοιχεία απομονώνοντας τον τομέα συνολικά από τις επιβλαβείς συνέπειες της μη εξυπηρέτησης. Ωστόσο, σε μια προσπάθεια προστασίας των φορολογουμένων από τις κοινωνικοποιημένες απώλειες, οι νέοι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν τη χρήση κρατικής βοήθειας για τη διάσωση των τραπεζών.
Αντί μιας ανοικτής διάσωσης, η πιο πρόσφατη συμφωνία στην οποία έχει καταλήξει η Ιταλία με την ΕΕ, αποτελεί bail in. Σε αυτή τη συμφωνία η τράπεζες θα μπορούν να ξεκαθαρίσουν τους ισολογισμούς τους πακετάροντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πωλώντας τα σε επενδυτές, μαζί με δελεαστικές κρατικές εγγυήσεις για τα λιγότερο επισφαλή τμήματα του χρέους. Η παγίδα; Τα χρεόγραφα θα πρέπει να τιμολογούνται σε επίπεδα αγοράς.
Τα επίπεδα αγοράς για τα ιταλικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσαν να είναι από 20% έως 50% χαμηλότερα της παρούσας αξίας, αντικατοπτρίζοντας μεγάλες απώλειες για τους ομολογιούχους και αθέμιτες διαγραφές για τις τράπεζες. Αυτή η λύση ήδη απέφερε αυτού του είδους τις απώλειες για τους ομολογιούχους στο bail in του 2015 σε τέσσερις μικρές ιταλικές τράπεζες.
Αυτές οι απώλειες δεν περιορίζονται μόνο σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αντίθετα, οι επενδυτές λιανικής ή οι ιταλοί πολίτες κατέχουν σημαντικά ποσοστά αυτών των χρεών ως συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις. Οι πολίτες που βασίζονται σε αυτές τις επενδύσεις δεν έχουν την πολυτέλεια της χρηματοπιστωτικής μηχανικής για να τα βγάλουν πέρα. Ακόμη και η καλύτερη «λύση» απειλεί με ευρεία οικονομική δυστυχία.
Κάποιοι έχουν συγκρίνει τον κίνδυνο μιας κλιμακούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ιταλία με τη φαινομενικά αιωνόβια κρίση χρέους στην Ελλάδα, η οποία έχει σαρώσει τις ευρωπαϊκές αγορές και δοκιμάσει την ευρωπαϊκή ενότητα αρκετές φορές από το 2008, καθώς τόσο οι επενδυτές όσο και τα μέλη της ΕΕ φοβούνταν μιαν ανεξέλεγκτη μετάδοση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις πολλαπλές διασώσεις που προσέφερε η ΕΕ από τότε.
Κρίνοντας από τους αριθμούς, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως οι χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι που παρουσιάζει η Ιταλία δεν είναι συγκρίσιμοι με την Ελλάδα – είναι πολύ χειρότεροι.
Παρ’ ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην ΕΕ για το χειρότερο ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ, η Ιταλία βρίσκεται στη δεύτερη θέση, με ένα ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ που ξεπερνά το 132%, σύμφωνα με τη Eurostat.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει την Ιταλία τόσο χειρότερη; Παρ’ ότι η Ελλάδα έχει φτάσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές στα άκρα περισσότερες από μία φοράς, δεν έχει παρά την 44η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Η Ιταλία αντιπροσωπεύει την όγδοη μεγαλύτερη οικονομία.
Μια επιδεινωμένη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ιταλία θα απειλούσε με επιπτώσεις σε ολόκληρη την ΕΕ εκθετικά μεγαλύτερες από αυτές που προκάλεσε η Ελλάδα. Τα διαδοχικά φαινόμενα αναταραχής των αγορών και η πιθανότητα δημιουργίας επικίνδυνων προηγουμένων από τις αρχές της ΕΕ, σε πανικόβλητες αντιδράσεις σε αυτήν την αναστάτωση, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν περισσότερες λανθάνουσες χρηματοπιστωτικές αδυναμίες στα ευάλωτα μέλη της ΕΕ, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Μία τέτοια μετάδοση θα πρέπει να ανησυχεί τους επενδυτές παρά τις πολιτικές διαβεβαιώσεις. Το 2008, ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Μπεν Μπερνάνκι καθησύχασε τους γερουσιαστές όταν είπε πως η πτώση στα στεγαστικά χρεόγραφα θα θετόταν υπό έλεγχο και δε θα αποτελούσε κίνδυνο μετάδοσης για τις αγορές συνολικά. Ακολούθησαν η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι επιδιορθώσεις των αγορών 50%, και η Μεγάλη Ύφεση.
Θα μπορούσε η Ιταλία να αποτελέσει την πηγή υψηλού κινδύνου του 2016; Οι αρχές διαβεβαιώνουν το κοινό πως οι τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και, παρ’ ότι θα χρειαστεί καιρό, οι λύσεις θα πραγματοποιηθούν. Ο ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι επιχείρησε να κατευνάσει τις ανησυχίες μετά την πρόσφατη συμφωνία με την ΕΕ, λέγοντας στους δημοσιογράφους, «η κατάσταση είναι πολύ λιγότερο σοβαρή από ότι νομίζει η αγορά».
Εάν η πρόσφατη ιστορία αποτελεί δείγμα, οι παρατηρητές και οι επενδυτές θα πρέπει να υποδέχονται αυτού του είδους τις δηλώσεις από τους πολιτικούς με αρκετή προσοχή. Σε παρατηρήσεις του εν μέσω ενισχυμένης ανησυχίας για την ελληνική κρίση το 2011, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τότε πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, είχε πει, «όταν γίνεται σοβαρό, πρέπει να πεις ψέματα».