Ένα πολύ συνηθισμένο επιχείρημα που ακούγεται για τους πρόσφυγες από τη Συρία είναι το «γιατί δεν κάθονται να πολεμήσουν;». Το ακούς από διάφορα χείλη. Το ακούς και από μεγάλους ανθρώπους.
Δεν ξέρω πώς γίνεται να βλέπεις μωρά, γυναικόπαιδα και γέρους και να λες «γιατί δεν κάθονται να πολεμήσουν;».
Δηλαδή, πρέπει να είσαι εντελώς καθυστερημένος.
Αλλά ας υποθέσουμε πως όλοι οι πρόσφυγες από τη Συρία ήταν άνδρες σε μάχιμη ηλικία.
Ποιον ακριβώς θέλετε να πολεμήσουν οι πρόσφυγες στη Συρία;
Τον κυβερνητικό στρατό, τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες, τους τζιχαντιστές του ISIS, τους μαχητές της Αλ Κάιντα, τις άλλες εξτρεμιστικές ομάδες, ποιον; Καθημερινοί άνθρωποι σαν εμάς είναι οι πρόσφυγες, δεν είναι ο Ράμπο.
Μήπως θέλετε να πολεμήσουν τους Αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Γάλλους, τους Βρετανούς, τους Τούρκους και όποιον άλλον βομβαρδίζει τη Συρία σήμερα;
Δηλαδή, να έχει ο πρόσφυγας ένα αντιαεροπορικό σύστημα στο σπίτι του και να αμολάει πυραύλους για να ρίξει τα αεροπλάνα.
Οι 482 χιλιάδες Έλληνες που έφυγαν από την Ελλάδα από το 2008 ως το 2013 γιατί δεν έμειναν στην Ελλάδα να «πολεμήσουν»;
Στο κάτω-κάτω, μια οικονομική κρίση έχει η Ελλάδα· δεν σε κυνηγάει κανείς να σε σκοτώσει, ούτε σε βομβαρδίζουν.
Όταν ακούς κάποιους Έλληνες να λένε για τους Σύρους πρόσφυγες «γιατί δεν κάθονται να πολεμήσουν;», υποθέτεις πως οι Έλληνες δεν έφυγαν ποτέ από πουθενά και κάθονταν και πολεμούσαν.
Βέβαια, από την Ιστορία ξέρουμε πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι και πως οι Έλληνες έφευγαν τρέχοντας για να σωθούν από την σφαγή, όπως κάνουν και οι Σύροι σήμερα, και όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Κάποιοι δεν έχουν αντιληφθεί πως αυτοί οι Σύροι πρόσφυγες που βλέπουμε να περνούν από μπροστά μας είναι εργάτες, δημόσιοι υπάλληλοι, καθηγητές, γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, αστυνομικοί, είναι όλη η κοινωνία της Συρίας.
Για να το αντιληφθούν, μάλλον θα πρέπει να γίνει πόλεμος στην Ελλάδα, για να δουν τους εαυτούς τους -και όλους τους άλλους Έλληνες- να προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα για να σωθούν.
Εκεί στα σύνορα θα τους περιμένει ένας ξεχασμένος Σύρος πρόσφυγας και θα τους λέει «Γιατί δεν κάθεστε να πολεμήσετε;».
(Βέβαια, θα πρέπει να παραδεχτώ πως κι εγώ έχω πει μια φορά στη ζωή μου το «γιατί δεν κάθονται να πολεμήσουν». Και μάλιστα, δεν το είπα γενικά και αόριστα -όπως το λένε σήμερα πολλοί Έλληνες μεταξύ τους-, το είπα σε κάποιον συγκεκριμένα. Όταν γινόταν ο εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία, είχα γνωρίσει στη Νάξο έναν 19χρονο Σέρβο, τον Αλεξάντερ, που δούλευε σε ένα μπαρ στην Αγία Άννα. Μια μέρα λοιπόν, μετά το μπάνιο, εκεί που πίναμε τα κοκτέιλ μας με την παρέα μου, γυρνάω στον Αλεξάντερ -που μας έβαζε τα ποτά- και του λέω «Σάσα, εσύ γιατί δεν έμεινες στη Γιουγκοσλαβία να πολεμήσεις;». «Ποιον να πολεμήσω» μου λέει, «αυτούς που πήγαινα μαζί τους στο σχολείο;». Δεν έχω αισθανθεί πιο ηλίθιος στη ζωή μου. Αλλά θα πρέπει να μου αναγνωριστεί το δικαιολογητικό ότι ήμουν πολύ νέος, πολύ ερωτευμένος και δεν είχα ιδέα τι ακριβώς συνέβαινε στη Γιουγκοσλαβία. Ήξερα μόνο ότι γίνεται ένας πόλεμος. Πάντως, του ζήτησα συγγνώμη.)
pitsirikos.net