Του Αγη Βερούτη
Πώς αντιμετωπίζεις έναν εχθρό που σε μισεί για αυτά που σκέφτεσαι; Χειρότερα ακόμη, που σε μισεί γιατί δεν σκέφτεσαι όπως αυτός;
Πώς αντιμετωπίζεις έναν εχθρό που μισεί ακόμα και εκείνους που σκέφτονται όπως εκείνος, αλλά λιγότερο έντονα από αυτόν;
Πώς αντιμετωπίζεις έναν εχθρό χωρίς πρόσωπο που μπορεί να είναι οποιοσδήποτε;
Πώς ξεχωρίζεις εκείνους που ειρηνικά συνυπάρχουν μαζί σου μέσα στο ζωτικό σου χώρο για αιώνες, από εκείνους που προσβλέπουν στην εξολόθρευσή σου;
Πώς αντιμετωπίζεις έναν εχθρό που μπορεί να είναι ο γείτονάς σου, ο φίλος σου, ο μπακάλης της γειτονιάς σου, ο κακομοιρισμένος που ζητάει λίγα σεντς για να σου καθαρίσει το τζάμι στο φανάρι, ή ο συμμαθητής σου στο φροντιστήριο; Αλλά κατά πάσα πιθανότητα ΔΕΝ είναι κανένας από αυτούς!
Πώς αποφεύγεις την απόδοση συλλογικής ευθύνης;
Ποιον κατηγορείς;
Ποιον τιμωρείς για το θρήνο σου;
Ποιον προστατεύεις, και από ποιον;
Πώς αποφεύγεις να ξαναφτιάξεις την Ιερά Εξέταση, να ξαναξεκινήσεις τις Σταυροφορίες, να επιτρέψεις τους προπηλακισμούς αθώων, να επιζητήσεις την νοητική και ιδεολογική απομόνωσή σου για την ασφάλειά σου και των αγαπημένων σου, που τελικά όμως καταλήγει στην πραγματική απομόνωση και στον αποχωρητισμό;
Πώς διατηρείς την ειρηνική οπτική του κόσμου όταν ο πόλεμος έρχεται απροειδοποίητα στο δρόμο προς τη δουλειά σου;
Πώς δικαιολογείς τη νηφάλια σκέψη όταν ο εχθρός σου σκοτώνει ανυποψίαστους περαστικούς;
Πώς αντιμετωπίζεις τον πόλεμο από κάποιον που δεν μοιάζει με στρατιώτη, σε μια τοποθεσία που δεν είναι εμπόλεμη ζώνη, εναντίον ανθρώπων που δεν είναι πολεμιστές, και που δεν του έχουν κάνει τίποτε;
Πώς;;;