Όλο το σχέδιο της κυβέρνησης για τα μη εξυπηρετούμενα και η κόντρα με την τρόικα
Τριετές «πάγωμα» στις πωλήσεις ευαίσθητων «κόκκινων» δανείων (δανείων με υποθήκη πρώτης κατοικίας και μικρών καταναλωτικών) διεκδικεί η ελληνική κυβέρνηση για να προχωρήσει «αναίμακτα» τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και σε αυτό το μέτωπο. Αντιδρούν οι «θεσμοί», που θέλουν πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εδώ και τώρα. Τι λένε τα δύο «στρατόπεδα» πριν από την τελική μάχη.
Τα «κόκκινα» δάνεια είναι ένα από τα τέσσερα «καυτά μέτωπα» της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, η οποία δεν λέει να μπει στην τελική της φάση. Η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, των οποίων το ύψος έχει ξεπεράσει πλέον και το όριο των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με τις νεότερες εκτιμήσεις, εκτός από τις προφανείς οικονομικές προεκτάσεις, έχει και πολιτικές.
Από τη μία, το οικονομικό επιχείρημα είναι γνωστό: Οι δανειστές προειδοποιούν ανοικτά ότι, αν δεν γίνει σωστή διαχείριση των «κόκκινων» δανείων ώστε να ανακοπεί η αυξητική πορεία τους, θα αναβιώσει ο κίνδυνος να χρειαστούν οι τράπεζες νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Αυτήν τη φορά, όμως, η κάλυψη των οικονομικών αναγκών – αναφέρει η ίδια ρητορική – δεν θα γίνει μέσω των «πακέτων» του μνημονίου, επομένως θα πέσει στο τραπέζι το θέμα του bail in.
Από την άλλη, θέτουν και ζήτημα ανάπτυξης. «Αν δεν πουληθούν “κόκκινα” δάνεια εδώ και τώρα, ώστε οι τράπεζες να αποκτήσουν ρευστότητα τουλάχιστον 8-10 δισ. ευρώ, πώς θα αρχίσει εκ νέου να χορηγείται φρέσκο χρήμα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν επενδυτικά σχέδια;».
Η «τεχνοκρατική» επιχειρηματολογία των δανειστών έρχεται όμως σε σύγκρουση με την «πολιτική» λύση που αναζητεί η ελληνική κυβέρνηση. Τι θέλει να αποφύγει; Τα νοικοκυριά να έρθουν σε επαφή με τους «σκληρούς» των funds, οι οποίοι, αφού αγοράσουν τα «κόκκινα» δάνεια από τις τράπεζες, στη συνέχεια θα εντείνουν τις πιέσεις προς τους δανειολήπτες ώστε να εισπράξουν όσο τον δυνατόν περισσότερα.
Ποια πωλούνται
Και στο θέμα των «κόκκινων» δανείων ο στόχος είναι να προωθηθεί η ίδια πολιτική που έχει σχεδιαστεί για φορολογικό και ασφαλιστικό. Δηλαδή από τα προωθούμενα μέτρα να επιβαρυνθούν οι λίγοι για να γλιτώσουν οι πολλοί.
♦ Στο ασφαλιστικό, αυτό βρίσκει εφαρμογή με τις μειώσεις των υψηλότερων συντάξεων, αλλά και με τη διόγκωση των ασφαλιστικών εισφορών για όσους δηλώνουν τα υψηλότερα εισοδήματα.
♦ Στο φορολογικό, προωθούνται υψηλότεροι συντελεστές για όσους εμφανίζουν ετήσιες απολαβές άνω των 30.000 ευρώ (ή ακόμη περισσότερο άνω των 60.000 ευρώ).
♦ Πώς θα βρει εφαρμογή η ίδια πολιτική και στο θέμα των «κόκκινων» δανείων;
Η κυβέρνηση έχει εντοπίσει ότι τα περισσότερα δάνεια – τουλάχιστον αριθμητικά – αφορούν δάνεια απόκτησης πρώτης κατοικίας, δάνεια που έχουν δοθεί με ενέχυρο την πρώτη κατοικία, αλλά και καταναλωτικά δάνεια μέχρι ένα όριο. Ιδού λοιπόν πώς διαμορφώθηκε η ελληνική πρόταση, η οποία και παρουσιάστηκε στους «θεσμούς» στις αρχές Φεβρουαρίου. Οι βασικές αρχές έχουν ως εξής:
1 Τα δάνεια για τα οποία η εξασφάλιση είναι πρώτη κατοικία δεν θα μπορούν να είναι αντικείμενο της αγοραπωλησίας και θα παραμείνουν στα βιβλία των τραπεζών για τουλάχιστον τρία χρόνια ακόμη.
2 Τα καταναλωτικά δάνεια ύψους 20.000 ευρώ και άνω θα μπορούν να ενταχθούν στη σχετική αγορά (σ.σ.: δηλαδή να πουληθούν στα funds).
3 Από τα δάνεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην αγορά θα μπορούν να ενταχθούν αυτά με ύψος άνω των 500.000 ευρώ και από τα δάνεια σε μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αυτά με ύψος άνω των 100.000 ευρώ.
4 Δάνεια που έχουν υπαχθεί στον Ν. 3869/ 2010 και στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της αγοράς για τουλάχιστον τρία χρόνια.
5 Δεν θα μπορούν να ενταχθούν στην αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
Γιατί η κυβέρνηση ζητά να δημιουργηθεί αυτό το χρονικό παράθυρο των τριών ετών; Εκτιμά ότι τα δάνεια που θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγοραπωλησίας (σ.σ.: τα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων, τα μεγάλα καταναλωτικά κ.λπ.) επαρκούν για να εκκινήσει η λειτουργία της αγοράς.
Δηλαδή, λέει η ελληνική πλευρά, το να ανοίξει ο δρόμος για την πώληση «κόκκινων» δανείων που αντιστοιχούν σε περίπου 30-40 δισ. ευρώ δεν θα εμποδίσει τις τράπεζες να βρουν την απαραίτητη ρευστότητα, ενώ από την άλλη τα νοικοκυριά και οι λοιποί δανειολήπτες θα αρχίσουν σιγά-σιγά να συνηθίζουν στην ιδέα ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μπορεί να αλλάξουν χέρια. Σήμερα η κοινή γνώμη είναι εξαιρετικά αρνητική απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο καθώς αντιμετωπίζει τα funds - αγοραστές ως «κοράκια».
Το «όχι» των θεσμών
Η πολιτική αυτή προσέγγιση του θέματος φαίνεται να μη γίνεται δεκτή από τους δανειστές, τουλάχιστον σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων.
Λένε «όχι» ρητά και κατηγορηματικά στο ενδεχόμενο να υπάρξει μεταβατικό διάστημα, με το επιχείρημα ότι η πώληση ενός δανείου δεν αλλάζει στην πράξη τη θέση του δανειολήπτη: «Η παραμονή του δανείου στα βιβλία της τράπεζας δεν συνεπάγεται κάποια επιπλέον προστασία για τον δανειολήπτη, απλώς το μόνο που μεταβάλλεται με τη σχετική αγοραπωλησία είναι το ποιος φέρει τους κινδύνους από την κατοχή των δανείων» είναι το βασικό επιχείρημα των ξένων.
Τι εννοούν; Ότι, στη θεωρία τουλάχιστον, οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους ακριβώς τα ίδια όπλα που θα έχουν και τα funds για να πιέσουν τους δανειολήπτες με τα «κόκκινα» δάνεια να πληρώσουν. Μπορούν να βγάλουν ακίνητο στο «σφυρί» (εκτός αν καλύπτεται με βάση τις προϋποθέσεις που ψηφίστηκαν πρόσφατα) και μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα που προβλέπει ο κώδικας δεοντολογίας αλλά και ο θεσμός του συνεργάσιμου δανειολήπτη. Προφανώς, η κοινή αντίληψη που επικρατεί αυτήν τη στιγμή, είναι ότι οι τράπεζες θα είναι πιο «διαλλακτικές».
Οι αλλαγές στον νόμο Δένδια
Εκτός από το «πακέτο» της μεταβίβασης «κόκκινων» δανείων στα funds, η διαπραγμάτευση με τους δανειστές συνδέεται και με τις αλλαγές του νόμου Δένδια. Τι λέει η ελληνική πλευρά; Ότι, προς το παρόν, το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για ένταξη στον συγκεκριμένο νόμο παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, κάτι που καθιστά αδύνατη ακόμη και την αξιολόγησή του. Προτείνεται λοιπόν μια σειρά αλλαγών, οι οποίες έχουν ως εξής:
1 Παράταση της προθεσμίας προσφυγής στον νόμο.
2 Επέκταση της δυνατότητας συμμετοχής σε πιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι τράπεζες.
3 Άρση της προϋπόθεσης τακτοποίησης των οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία για την υποβολή της σχετικής αίτησης.
4 Ορισμός χρόνου απάντησης για τις τράπεζες στο αίτημα ένταξης του οφειλέτη.
5 Διαγραφή 60% των προσαυξήσεων, δυνατότητα αποπληρωμής σε 36 δόσεις (από 12 που είναι σήμερα), αλλά και μείωση 70% του φόρου εισοδήματος που αντιστοιχεί στο διαγραφέν δάνειο.
Αντιδράσεις υπάρχουν και σε αυτό το επίπεδο από την πλευρά των τεχνικών κλιμακίων, ακόμη και για το θέμα της παράτασης: «Η παράταση της προθεσμίας θα αυξήσει τα αιτήματα ένταξης; Η μήπως είναι προτιμότερο να ειδοποιηθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι δεν θα υπάρξει καμία αναβολή, ώστε αυτή η προειδοποίηση να συμβάλει στην αύξηση των αιτημάτων;» σημειώνουν οι δανειστές.
Δεύτερο σημείο στο οποίο εγείρονται αντιρρήσεις είναι το θέμα των φορολογικών κινήτρων που θέλει να θεσπίσει η ελληνική πλευρά. Εκτός από το οικονομικό στοιχείο, θέτουν και «ηθικό» ζήτημα: δεν γίνεται, λένε, να ωφελούνται οι δανειολήπτες που «κοκκίνισαν» τα δάνειά τους και να μην ευνοούνται οι καλοπληρωτές. Πρέπει να βρεθεί μια φόρμουλα ώστε να αντιμετωπιστούν ισότιμα οι φορολογούμενοι, αλλά από την άλλη να δημιουργηθεί το κατάλληλο έδαφος για την αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων.
Τραγική απληρωσιά
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος αποτυπώνουν την τραγική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί όσον αφορά το ύψος των «κόκκινων» δανείων: ήδη από το εννεάμηνο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων προς τις τράπεζες έχει εκτιναχτεί στο 43,6%, ενώ τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου αναμένεται να δείξουν περαιτέρω άνοδο. Έτσι:
1 Στα καταναλωτικά δάνεια δεν εξυπηρετείται το 55,4% των δανείων, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 14,1 δισ. ευρώ.
2 Στα στεγαστικά το ποσοστό έφτασε στο 39,8% από 35,6% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2014, ποσοστό που μεταφράζεται σε 26,9 δισ. ευρώ.
3 Στα επιχειρηματικά, τα «κόκκινα» φτάνουν σε συνολικό ύψος 41,4 δισ. ευρώ (ή το 43,3% του συνόλου).
Προκύπτει λοιπόν ότι, με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου 2015, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPLs) ανήλθε στο 43,6% και στα 89,3 δισ. ευρώ, κάνοντας άλμα σχεδόν κατά 4% έναντι του Δεκεμβρίου 2014. Ο καθορισμός συγκεκριμένων στόχων αποκλιμάκωσης των επισφαλειών, που θα έχουν ορίζοντα τριετίας και θα ελέγχονται ανά τρίμηνο, περιλαμβάνεται στο μνημόνιο και εντάσσεται στην αρμοδιότητα της ΤτΕ και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Η διαδικασία που έχει αρχίσει, θα διαρκέσει ενάμιση με δύο μήνες προκειμένου να προηγηθεί ανάλυση. Επιδίωξη της ΤτΕ είναι πάντως να υποβληθούν από τις τράπεζες τριμηνιαίες εκθέσεις, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο.
Η διαδικασία άρχισε με την αποστολή ερωτηματολογίων, στα οποία οι τράπεζες καλούνται να απαντήσουν, δίνοντας στοιχεία για την κατηγοριοποίηση των δανείων σε NPLs και NPEs, σε ανακτήσιμα ή μη, και να προσδιορίσουν τους στόχους ανάκτησης αναλυτικά και τον σχεδιασμό προς αυτήν την κατεύθυνση.
Πρόκειται για μια σειρά στοιχείων τα οποία θα κουμπώσουν στο εκτεταμένο ερωτηματολόγιο και τα οποία θα ελεγχθούν για την ακρίβειά τους και θα αφορούν και θυγατρικές των τραπεζών. Η ΤτΕ θέτει φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των επισφαλειών σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα επταετίας επιδιώκοντας να «προσγειώσει» τον σχετικό δείκτη στο επίπεδο των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης, που διαμορφώνεται μόλις στο 10%.
Η ΤτΕ και ο SSM θεωρούν επείγουσα την ανάγκη άμεσης και ενεργού διαχείρισης του στοκ των «κόκκινων» δανείων. Το 2015 οι οικονομικές συνθήκες «φρέναραν» την πορεία επιβράδυνσης στη δημιουργία νέων καθυστερήσεων. Η ΤτΕ εκτιμά ότι στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν τόσο η αναβολή εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας όσο και η λιγότερο ενεργητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου καθυστερήσεων και η έμφαση που δίνουν ακόμη οι τράπεζες σε λύσεις πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση καταγράφεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, επιτάχυνση των ενεργειών των τραπεζών στην κατεύθυνση της πιο ενεργητικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι που θα ενταθεί στη συνέχεια με στροφή σε λύσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προσαρμοσμένες στις ανάγκες του δανειολήπτη.
H στοχοθεσία για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα θέσει η κεντρική τράπεζα, κατόπιν διαβούλευσης με τις τράπεζες, με ορίζοντα εφαρμογής από τον Ιούνιο του 2016 και με παρακολούθηση ανά τρίμηνο, αναμένεται να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση.