Νίκος Άγουρος
huffingtonpost.gr
Κάθε φορά που ακούω ηγέτες και αξιωματούχους να διακηρύσσουν ότι είναι αποφασισμένοι να αναμετρηθούν και να πολεμήσουν την τρομοκρατία (γενικά και αόριστα) κοιμάμαι πιο ανήσυχος. Γιατί η τρομοκρατία δεν είναι κάποια μεταφυσική, αηδιαστική οντότητα τυλιγμένη με τη σημαία του Ισλαμικού Κράτους. Η τρομοκρατία είναι ένα εργαλείο, μια μέθοδος, μια σύνθετη στρατηγική επιλογή. Και αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο συμφωνούν όλοι όσοι μελετούν διεπιστημονικά το φαινόμενο, είναι το εξής συμπέρασμα: δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτός, ορθός και πλήρης ορισμός της τρομοκρατίας. Ωστόσο, η αόριστη, πρόχειρη και επιπόλαια χρήση της έννοιας της τρομοκρατίας αποτελεί και ένας από τους λόγους που η πάταξη της αποτυγχάνει συστηματικά με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα.
Η τρομοκρατία είναι μια διαμεσολαβούμενη και υπέρμετρη βία που ασκείται ενάντια σε αμάχους πολίτες για την επίτευξη πολιτικών στόχων που αποσκοπούν στην επιρροή ενός ευρύτερου κοινού μέσω της σκόπιμης δημιουργίας φόβου.
Με εξαίρεση τους μοναχικούς λύκους (lone wolves) -όπως για παράδειγμα η περίπτωση του ακροδεξιού νεοναζί τρομοκράτη Anders Breivik- το μεγαλύτερο μέρος των τρομοκρατικών ενεργειών διενεργούνται από ομάδες και οργανώσεις. Το Iσλαμικό Κράτος, είναι μια θρησκευτικοπολιτική οργάνωση με συγκεκριμένη δομή και διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία χρησιμοποεί, μεταξύ άλλων, την τρομοκρατία, Τα μέλη μιας τέτοιας οργάνωσης αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους και λειτουργίες και έχουν συλλογικούς στόχους.
Ορισμένοι μελετητές της τρομοκρατίας θεωρούν ότι, ανεξάρτητα από τους εκάστοτε στρατηγικούς στόχους, ο θεμελιώδης σκοπός κάθε πολιτικής οργάνωσης (που χρησιμοποιεί την τρομοκρατία) είναι η επιβίωση της. Αν συμφωνήσουμε με την παραπάνω θεωρία, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί το Ισλαμικό Κράτος ως οργάνωση προϋποθέτει την συνεργατική δραστηριότητα και χρειάζεται να εξασφαλίζει κίνητρα στα μέλη του (π.χ. την ευκαιρία για δράση, την κάλυψη της ανάγκης του ανήκειν σε μια ομάδα, την επιθυμία για κοινωνικό γόητρο -μαχητήςn και μάρτυρας του Ισλάμ- αλλά και υλικά οφέλη). Επομένως, είναι αρκετά πιθανό, τα μέλη να ριζοσπαστικοποιούνται όχι τόσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων (την δημιουργία του Παγκόσμιου Χαλιφάτου) αλλά από ανάγκη για ενσωμάτωση σε μια ομάδα που θα αποφέρει κίνητρα και οφέλη. Το να υποβαθμίζουμε αυτή τη διάσταση της τρομοκρατίας συνεπάγεται αδυναμία στην αντιμετώπιση της, αφού η χρήση στρατιωτικής βίας συνήθως ισχυροποιεί την αφοσίωση των μελών στην οργάνωση και επιτυγχύνει τις συνθήκες πρόωρης ανάφλεξης με αντίθετα αποτελέσματα.
Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές της τρομοκρατίας πιστεύουν ότι η τρομοκρατία συνιστά την κατεξοχήν στρατηγική επιλογή από τις ομάδες και τις οργανώσεις, προκειμένου να πετύχουν τους συλλογικούς στόχους τους. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η τρομοκρατία αποτελεί την προτιμώμενη επιλογή ανάμεσα σε διάφορες εναλλακτικές, με μοναδικό γνώμονα την αποτελεσματικότητα. Οι τρομοκράτες δεν είναι ψυχοπαθείς, αλλά άτομα που επιχειρούν ορθολογική ανάλυση κόστους-όφελους με βάση την παρατήρηση, την πείρα και, ασφαλώς, την ιδεολογία.
Πως έκαναν, όμως, ανάλυση κόστους-όφελους οι τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους στο χτύπημα των Βρυξελλών;
Αναγνώρισαν τα ευάλωτα σημεία των δεδομένων στόχων (τα ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας στο αεροδρόμιο και το μετρό των Βρυξελλών). Προσδιόρισαν και εκμεταλλεύτηκαν την -καθολικά αποδεκτή- συμβολική αξία των στόχων (η θεσμική καρδιά της Ευρώπης). Αξιοποιήσαν τους διαθέσιμους πόρους (αυτούς που χορηγεί το Ισλαμικό Κράτος από το δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος που ελέγχει στα εδάφη κατοχής του αλλά και αλλού). Επέλεξαν το χαμηλό επιχειρησιακό κόστος (γιλέκα αυτοκτονίας με εκρηκτικά). Αξιοποίησαν μια διπλή συγκυρία (την σύλληψη του Σαλά Αμπντεσλάμ εν μέσω μιας, πολιτικά τρωτής και διχασμένης, Ευρωπαϊκής Ένωσης). Οι άλλοι παράγοντες που επηρέασαν την ανάλυση κόστους-όφελους των τρομοκρατών ήταν η βιασύνη τους να απαντήσουν στο πανηγυρικό tweet του υπουργού Εσωτερικών του Βελγίου Jan Jambon «Τον Πιάσαμε», αφού προφανώς η σύλληψη αυτή υπονόμευσε τους εναλλακτικούς σχεδιασμούς του δικτύου της οργάνωσης, αυξάνοντας τις πιθανότητες για άλλες συλλήψεις ή την αποκάλυψη παράνομων μηχανισμών στην Ευρώπη. Τέλος, και αυτό δεν θα πρέπει να το παραγνωρίζουμε, η επίθεση αυτή δεν έχει ακροατήριο μόνο τους πολίτες της Δύσης αλλά και τα ίδια τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους, ώστε να δοθεί άμεσα η εντύπωση διατήρησης της δύναμης και του ελέγχου της οργάνωσης, εμποδίζοντας πιθανές διασπάσεις στους κόλπους της.
Γιατί οι τρομοκράτες επιλέγουν τη μέθοδο αυτοκτονίας; Γιατί είναι φθηνή, λειτουργεί σαν «έξυπνη βόμβα», δεν προϋποθέτει επιχειρησιακή προετοιμασία για οδούς διαφυγής που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια των παράνομων δικτύων, ενώ υλοποιεί το δόγμα του σοκ: επιφέρει τη μεγαλύτερη βλάβη στους άμαχους στόχους και αποθαρρύνει τους «αντιπάλους».
Δυστυχώς, η στρατηγική της τρομοκρατίας στα χτυπήματα των Βρυξελλών πέτυχε. Δημιούργησε γενική αποσταθεροποίηση, σπέρνοντας φόβο και πανικό στην Ευρώπη. Το Ισλαμικό Κράτος θεωρεί ότι οι επιθέσεις αυτές θα οδηγήσουν στην επιβολή υπερβολικών κατασταλτικών μέτρων, τα οποία, έτσι και αλλιώς, θα υπονομεύσουν το κύρος της Ευρώπης τόσο συμβολικά (σε επίπεδο αξιών) όσο και πρακτικά (στην ήδη τραυματισμένη εμπιστοσύνη των πολιτών για το επίπεδο πρόληψης και ασφάλειας). Επιπλέον, σε σύντομο χρονικό διάστημα, το ISIS δείχνει ότι μπορεί ταυτόχρονα να διαθέτει τον στρατηγικό, επιχειρησιακό και τακτικό έλεγχο μέσα από ένα ευπροσάρμοστο δίκτυο σε συνθήκες αυξημένης ετοιμότητας των αρχών.
Ο Marc Sageman έχει μελετήσει βιογραφικές λεπτομέρειες 200 μελών της παγκόσμιας τζιχάντ και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η στρατολόγηση των τρομοκρατών γίνεται «από τα κάτω προς τα πάνω», αλλά και ότι η ριζοσπαστικοποίηση πραγματοποιείται μέσα στο πλαίσιο μιας ομάδας. Σε όλες τις περιπτώσεις τα μέλη μιας ομάδας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις προτού ενταχθούν «στο κίνημα της τζιχάντ». Η στρατολόγηση συμβαίνει επίσης μέσα στις φυλακές και στο ίντερνετ (κυρίως σε νέους ηλικίας 16-22 ετών, προσχηματικά μέσα από messageboard συζήτησης για βιντεοπαιχνίδια και μουσική, αλλά και στα social media). Για παράδειγμα, η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο (QAP) αξιολογεί τα υποψήφια μέλη της με κριτήρια την εθνότητα, την αφοσίωση στον ισλαμικό ακτιβισμό και την πιθανή προηγούμενη τζιχαντιστική εμπειρία. Ακολουθεί ο σχολαστικός προσηλυτισμός στη τζιχαντιστική κουλτούρα, στη χρήση όπλων, στις συναντήσεις με ιδεολογικούς καθοδηγητές της οργάνωσης και η συμμετοχή σε ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις (εντός και εκτός) στρατοπέδων εκπαίδευσης.
Η καταπολέμηση των οργανώσεων, όπως το Ισλαμικό Κράτος, τα παρακλάδια του αλλά και οι «αντίπαλες» προς αυτό οργανώσεις που χρησιμοποιούν την τρομοκρατία προϋποθέτει πολυεπίπεδη δράση και συνεργασία ανάμεσά στα κράτη της Ευρώπης. Η τρομοκρατία ως μέθοδος και εφαρμογή είναι μάλλον αδύνατο να ητηθεί. Η ιδεολογία, οι συνθήκες που την ευνοούν αλλά και οι οργανώσεις που την χρησιμοποιούν μπορούν. Αν συνεχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε την τρομοκρατία ως τεκμήριο μιας μανιχαϊκής πάλης ανάμεσα στο καλό και το κακό, τη Δύση και το Ισλάμ και σε κάθε λογής ιδεολογικά δίπολα, απλώς θα ενισχύσουμε τις συνθήκες που αλληλοτροφοδοτούνται και την τροφοδοτούν.
huffingtonpost.gr