Γιάννης Γιγουρτσής
Μια νυχτερινή βόλτα στο Πέρα αλλιώτικη
και αλλόκοτη , όπως δεν την έχεις κάνει ποτέ ως τώρα.
Μια νύχτα
διαφορετική από όλες τις άλλες που έχεις περάσει εδώ, που θα ήθελες να
μην την έχεις ζήσει, που εύχεσαι να μην επαναληφθεί, μα που συγχρόνως
την ζεις και την βιώνεις ως μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Οι εικόνες
εγγράφονται στο μυαλό σου και μιλάνε από μόνες τους.
Διηγούνται μια
ιστορία παράξενη, που την καταλαβαίνεις καλύτερα μέσα στην σιωπή.
Άνθρωποι ελάχιστοι. Πρόσωπα σφιγμένα. Χείλη κλειστά. Κανείς σχεδόν δεν μιλάει και όσοι μιλάνε το κάνουν χαμηλόφωνα. Η σιωπή είναι εκκωφαντική κάποιες στιγμές σου έρχεται να βουλώσεις τα αυτιά σου γιατί νιώθεις το κεφάλι σου να βουίζει
Τα μάτια σου όμως δεν μπορείς να τα κλείσεις. Αποτυπώνουν, μαζί με την
κάμερα, εικόνες που νιώθεις να σε χαράζουν. Σιωπή, σκοτάδι, ερημιά και
κάποιες εστίες με δυνατό φώς.
Αγριεύεσαι από τη μοναξιά και την παράξενη ατμόσφαιρα. Κάνεις κρύο, αλλά
αυτό σχεδόν σου αρέσει. Σε βοηθά να είσαι σε εγρήγορση .
Νομίζεις πως βλέπεις μια ταινία τρόμου, μα καταλαβαίνεις πως ο τρόμος , ο
ίδιος, είναι εκεί, δεν έφυγε. Το φάντασμά του πλανιέται σε κάθε γωνία
της μεγάλης λεωφόρου, σε κάθε μαγαζί που έκλεισε ,σε κάθε μουσική που
σώπασε, σε κάθε πρόσωπο που έπαψε να γελά.
Το σφίξιμο στο στομάχι άρχισε με το που ανέβαινες τις σκάλες του
υπόγειου για να βγεις στον πεζόδρομο. Δεν υπήρχε λόγος να το κάνεις, δεν
υπήρχε δικαιολογία εύλογη για να πας. Ωστόσο η ανάγκη να ζήσεις και να
το ζήσεις σε έσπρωξε και ξεκίνησες.
Περιέργεια μήπως; Ίσως να το έλεγες καλύτερα ένστικτο επιβίωσης. «Εσύ
δεν θα με νικήσεις» σκέφτεσαι δυνατά « Εγώ θα σε κάνω καλά»
Σαν φτάνεις στο σημείο που πρέπει να αγγίξεις τον τύπο των ήλων η καρδιά
σου χτυπά πιο δυνατά.
Τα πάντα έχουν καθαριστεί. Τίποτα δεν θυμίζει το
μακελειό που έγινε λίγες ώρες πριν. Μόνο κάποιοι άνθρωποι τριγύρω
στέκονται και κοιτάνε σιωπηλοί. Μερικοί βγάζουν φωτογραφίες. Ένας-
μοιάζει επαγγελατίας- έστησε την κάμερα με τρίποδο και με τηλεφακό
ακριβώς μπροστά στο σημείο και φωτογραφίζει Λίγα λουλούδια και μερικά
κεράκια που καίνε κάνουν τη διαφορά Ακριβώς μπροστά από ένα μεγάλο λευκό
πανί που καλύπτει την γυάλινη πόρτα που διαλύθηκε μαζί με τους
ανθρώπους.
Ανάμεσα κάποια τυπωμένα συνθήματα «Δεν φοβόμαστε. Δεν θα το συνηθίσουμε.
Είμαστε εδώ».
Δυο νέα παιδιά στερεώνουν πρόχειρα μια σημαία στον τοίχο.
Ένας εβδομηντάρης κύριος με καμηλό παλτό και καπέλο που κοιτάει
σιωπηλός τους συγχαίρει..
Δυο μπαλόνια είναι μπλεγμένα στο πανί Ένα κόκκινο και ένα άσπρο.
Απρόσμενο θέαμα. Είναι από αυτά με τα οποία συνηθίζεται εδώ να στολίζουν
ένα μαγαζί που κάνει εγκαίνια ή κάποιο happening.
Είναι στα χρώματα της
σημαίας Ξαφνικά τα ένα, το κόκκινο, πετάγεται, σκάει με έναν υπόκωφο
κρότο και πέφτει πάλι κάτω και μένει εκεί, σα να σχηματίζει μια κηλίδα
αίματος στο πλακόστρωτο.
«Παιχνιδάκια μας κάνει ο μπαγάσας ο φόβος»
σκέφτεσαι.
Για ένα περίεργο λόγο δεν συγκινείσαι, όπως περίμενες από το όλο
σκηνικό. Ούτε σου έρχονται δάκρυα στα μάτια. Το θέλεις, αλλά δεν σου
βγαίνει. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να κλάψεις.
Θα έρθει η ώρα
του, όταν θα τελειώσει όλος αυτός ο εφιάλτης και θα χαλαρώσεις. Τώρα
ακόμα είσαι μέσα και οφείλεις να κρατάς δυνάμεις και τεταμένη την
προσοχή σου. Νιώθεις όμως μια πίεση στο κεφάλι σου και τα μηνίγγια σου
να πονάνε.
«Κακώς δεν έφερα και ένα κεράκι και εγώ για να το ανάψω» σκέφτεσαι.
Déjà vus! Την ίδια εικόνα είχες δει, το ίδιο ακριβώς είχες σκεφτεί και
πριν δυο μήνες, όταν είδες τα γαρύφαλλα και τα κεράκια στα κάγκελα στον
οβελίσκο του Ιπποδρόμου, που μόλις είχε ξεπλυθεί από το αίμα των
ανύποπτων τουριστών Και τότε πήγες αυθόρμητα, σαν προσκύνημα. Δεν
κρατούσες τίποτα, μόνο την ψυχή σου. Σε είχαν πάρει τα δάκρυα τότε με
την εικόνα και τα συμφραζόμενα της.
Τώρα όμως τίποτα. Νιώθεις ωστόσο πως
έτσι πρέπει να γίνει. Χρειάζεσαι υπομονή, δύναμη και αντοχές για τη
συνέχεια που ξορκίζεις, αλλά περιμένεις.
Χάνεσαι για λίγο στα παρασόκακα της λεωφόρου που είναι πνιγμένα στο
σκοτάδι. Η ψαραγορά σου θυμίζει την εικόνα που είχες όταν την
πρωτοείδες, πολλά χρόνια πίσω, ως επισκέπτης τότε, μια βροχερή νύχτα, με
τα ψαράδικα κλειστά και 1-2 μαγαζάκια να σερβίρουν ρακί και ψάρι.
Απόψε, στο σοκάκι της «αμαρτίας», στην καρδιά της τουριστικής ζωής της
πόλης είναι σχεδόν τα πάντα κλειστά.
Ένα δυο μαγαζιά μόνο είναι ανοιχτά,
όπως τότε. Το ένα με τα κεπέγκια μισοκατεβασμένα έχει δυό μικρές παρέες
που κάθονται μέσα και τσιμπάνε κάτι. Το άλλο, απέναντί του, είναι μια
μπυραρία, όπου καμιά ντουζίνα πελάτες, όλοι νέοι άντρες, κάθονται και
πίνουν συνομιλώντας χαμηλόφωνα.
Καμιά μουσική δεν ακούγεται από τα δύο
μαγαζιά, καμιά φωνή δεν ξεχωρίζει. Ψίθυροι μονάχα
Δεν βρίσκεις πως έχει νόημα να καθίσεις Φεύγεις βιαστικά, ξαναγυρίζεις προς την λεωφόρο ανεβαίνοντας από το παράλληλο σοκάκι της ψαραγοράς. Εκεί βρίσκονται τα πολύβουα και θορυβώδη μπαρ και κλαμπάκια της περιοχης, που ο ήχος τους τα βράδια, κυρίως τα σαββατοκύριακα, φτάνει ως τον κεντρικό και σκεπάζει κάθε άλλον. Σήμερα όμως είναι τα πάντα κατάκλειστα και κατασκότεινα. Δεν υπάρχει καν φωτισμός δημοτικός. Σκιάζεσαι και ανεβαίνεις βιαστικά προς το φως.
Στο πάνω μέρος του δρόμου , προς την πλατεία υπάρχει μια μικρή κίνηση
Αστεία πράγματα για τα δεδομένα του, αλλά κάτι γίνεται για να σπάσει η
νεκρική σιωπή. Ανοιχτά κάποια ζαχαροπλαστεία (ασφαλώς και αυτό του
κυρίου Δημάρχου-business as usual)- όλα θαρρείς σε προκαλούν να μπεις
για να γλυκάνουν την πίκρα που έχεις στο στόμα. Δεν μπαίνεις πάντως.
Άλλωστε και αυτά στέκουν σχεδόν άδεια. Είναι και δυο τρια σουβλατζίδικα,
ντονερτζήδικα τα λένε εδώ. Τέτοια ώρα θα γινόταν παρέλαση για ένα
ντουρούμι ή ένα «υγρό χάμπουργκερ» – τοπική πατέντα με μεγάλη πέραση
αυτή.
Απόψε κυνηγάνε τον πελάτη με το ντουφέκι.
Στρίβοντας στην πλατεία το κρύο γίνεται πιο έντονο καθώς νιώθεις και το
μπουγάζι να έρχεται κατά πάνω σου. «Εδώ, σε αυτή την πλατεία έχει πάντα
ρεύμα., γιατί είναι η κορυφή του λόφου. Κάνει ψύχρα ακόμα το καλοκαίρι.
Φαντάσου τι γίνεται τον χειμώνα», σου είχε πει κάποτε ένας φίλος. Τον
θυμάσαι κάθε φορά που περνάς από εκει και νιώθεις την διαφορά
θερμοκρασίας.
Αριστερά τα λουλουδάδικα είναι ανοιχτά. Απορείς. «Πώς έτσι; Τι δουλεία
να κάνουν με αυτή την κατάσταση . Ποιος θα αγοράσει λουλούδια και γιατί»
σκέφτεσαι. Όμως τα πλησιάζεις για να δεις τα χρώματα που ξεχωρίζουν και
φωτίζουν την μαύρη αυτή νύχτα
Κατεβαίνεις στο σταθμό. Ο φύλακας στην είσοδο ελέγχει με το ειδικό
όργανο τις τσάντες. Χρόνια είχες να δεις αυτή την εικόνα. Του προτείνεις
με το χέρι την δική σου. Την τσεκάρει και ένα ελαφρύ μειδίαμα, κάτι σαν
ευχαριστώ διακρίνεται στα χείλη του. Το δικό του το στρες είναι πολύ
μεγαλύτερο από του καθένα που περνά, και πρέπει και να μην το δείχνει. Η
εικόνα στην αποβάθρα παράταιρη.
Αυτή την ώρα, Σάββατο βράδυ, ο κόσμος
συνωστίζεται για να μπει στα τελευταία τρένα και να πάει σπίτι του. Τώρα
ζήτημα να είναι καμιά δεκαριά επιβάτες.
Μόλις κλείσεις την πόρτα του σπιτιού
σου, σού βγαίνει αυθόρμητα ένας αναστεναγμός ανακούφισης.
Η ‘αχρείαστη’
και παρακινδυνευμένη βόλτα στην πληγωμένη γειτονιά μόλις τελείωσε ομαλά.
Δεν ξέρεις πότε θα μπορέσεις να την κάνεις και πάλι. Η αποψινή, ήταν
υπό μία έννοια, ίσως η πιο ασφαλής στιγμή για να κυκλοφορήσεις εκεί. Η
απουσία όμως πανικού, δεν σημαίνει και άγνοια κινδύνου.
Προσπαθείς να χαλαρώσεις, αλλά είναι αδύνατο. Υπερένταση. Η μόνη λύση
που σου μένει είναι να μαζέψεις τις σκέψεις σου και να τις βάλεις σε
τάξη, μήπως και αυτό σε χαλαρώσει. Κοιτάς και ξεδιαλέγεις τις
φωτογραφίες που τράβηξες. Η τακτοποίηση των συναισθημάτων είναι λίγο πιο
δύσκολη υπόθεση από τις φωτογραφίες.
Ανοίγεις τον κειμενογράφο μακαρίζοντας αυτόν που τον ανακάλυψε.
Θα φτάσει το ξημέρωμα και δεν θα έχεις τελειώσει ακόμα
Ξημερώνει μια άλλη μέρα, ξημερώνει Κυριακή, ξημερώνει η γιορτή της
Ορθοδοξίας, μπαίνει και η Άνοιξη. Όλα αυτά μαζί σήμερα, συγχρόνως. Πόσο
οξύμωρη είναι η ζωή μας.
«Θέλω να μνημονεύσω εσένα απόψε, πατριώτη μου ποιητή» μονολογείς. Στην ποίηση άλλωστε, που και εκείνης είναι η μέρα σήμερα, στην ποίηση, μαζί με τον Θεό, εναποθέτεις τις ελπίδες σου για περισσότερο φως. Ο Θεός τα ξέρει όλα, η ποίηση μπορεί όλα να τα πει.
«Θέλω να μνημονεύσω εσένα απόψε, πατριώτη μου ποιητή» μονολογείς. Στην ποίηση άλλωστε, που και εκείνης είναι η μέρα σήμερα, στην ποίηση, μαζί με τον Θεό, εναποθέτεις τις ελπίδες σου για περισσότερο φως. Ο Θεός τα ξέρει όλα, η ποίηση μπορεί όλα να τα πει.
«Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν’ απαγγείλει,
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ,
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»
μεγαλόφωνα το νου μου ν’ απαγγείλει,
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ,
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατούν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Τα Πάθη. Ανάγνωσμα Τέταρτο. Το οικόπεδο με τις τσουκνίδες
constantinoupoli.com
constantinoupoli.com