Η χρηματοπιστωτική κρίση είχε ως
αποτέλεσμα τέσσερις χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η
Πορτογαλία και η Κύπρος, να οδηγηθούν επίσημα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό
στήριξης – ενώ άλλες δύο, η Ιταλία και η Ισπανία, ανεπίσημα. Η βασική οικονομική πολιτική που εφαρμόσθηκε και στις έξι ήταν η μείωση των μισθών των εργαζομένων – έτσι ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα τους (εσωτερική υποτίμηση).
Από τις τέσσερις πρώτες χώρες, ναι μεν
μόνο η Ελλάδα συνεχίζει να χρηματοδοτείται από το μηχανισμό, αλλά μόνο η
Ιρλανδία κατάφερε πραγματικά να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης – επειδή
αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση, αφενός μεν επειδή είναι η μοναδική χώρα που εξάγει πάνω από το 100% του ΑΕΠ της
(εισάγει ανάλογα), αφετέρου λόγω του ότι διαθέτει έναν πολύ μεγάλο
αριθμό ξένων επιχειρήσεων, κυρίως αμερικανικών, οι οποίες παράγουν εκεί
και εξάγουν τα προϊόντα τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως οι κάτοικοι
της είναι ικανοποιημένοι – γεγονός που τεκμηριώθηκε από την αλλαγή της
κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των μισθών
απέδωσε στην Ιρλανδία ακόμη και στην αύξηση της απασχόλησης, ακριβώς
επειδή έχει τόσο μεγάλο ποσοστό εξαγωγών – ενώ στις άλλες πέντε χώρες οδήγησε στην πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης (ζήτησης),
με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν η ύφεση, ο περιορισμός των επενδύσεων και
η ανεργία. Εκτός αυτού, συνοδεύθηκε από μία περιοριστική δημοσιονομική
πολιτική (αύξηση των φόρων κλπ.), η οποία έδωσε σε όλες τις χώρες τη
χαριστική βολή.
Η αποτυχία λοιπόν της
συγκεκριμένης πολιτικής είναι δεδομένη τόσο όσον αφορά την Ελλάδα, όσο
και τις Πορτογαλία, Κύπρο, Ισπανία και Ιταλία – ενώ οι αιτίες της κρίσης ήταν για κάθε μία διαφορετικές.
Ειδικότερα, η Πορτογαλία αλώθηκε εντελώς, μετατρεπόμενη σε χώρα της Lidi, στην Κύπρο έχει υπερχρεωθεί εκτός από το δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας, η Ιταλία βιώνει μία τραπεζική κρίση άνευ προηγουμένου, ενώ στην Ισπανία διαπιστώνεται μία έκρηξη ελλειμμάτων, πολύ μεγαλύτερη του αναμενομένου (ενδεχομένως άνω του 5%, πηγή)
– όταν η ανεργία συνεχίζει να βρίσκεται στα ύψη, με τη χώρα να είναι
βυθισμένη σε μία μεγάλη πολιτική αστάθεια. Υπενθυμίζουμε εδώ πως τόσο οι
τράπεζες της Ιταλίας, όσο και της Ισπανίας στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό
απ’ ευθείας από την ΕΚΤ – οι ισπανικές με απ’ ευθείας δανεισμό τους,
ύψους περί τα 40 δις €.
Συμπερασματικά λοιπόν, η πολιτική που
εφαρμόστηκε μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία αποτυχία άνευ προηγουμένου
για τις πέντε από τις έξι χώρες, από τη δική τους πλευρά. Εν τούτοις, από την πλευρά της Γερμανίας, ήταν μία επιτυχία επίσης άνευ προηγουμένου –
αφού δεν κατάφερε μόνο να αυξήσει τα πλεονάσματα της στα 250 δις €
ετησίως από ελάχιστα προηγουμένως αλλά, επί πλέον, να στελεχώσει όλους
τους οργανισμούς της Ευρωζώνης με δικούς της διευθυντές.
Επίσης να αναδειχθεί στον απόλυτο
κυρίαρχο της νομισματικής ένωσης, μετατρέποντας την περιφέρεια σταδιακά
σε μία περιοχή φθηνού εργατικού δυναμικού για τη βιομηχανία της – ενώ ευρίσκεται σε εξέλιξη η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας των ήδη κατεκτημένων κρατών, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η κατοχή τους.
Επομένως, η πολιτική που επιβλήθηκε, στην
οποία έχει δυστυχώς υποταχθεί και η Ελλάδα, θα οδηγήσει νομοτελειακά
στην άλωση της Ευρώπης – με αποτέλεσμα η βαριά γερμανική μπότα να καταφέρει αυτή τη φορά να κατακτήσει την ήπειρο μας, με πολύ πιο εύκολο τρόπο.