Ενώ η Ελλάδα υποβαθμίστηκε και η Τουρκία αναβαθμίστηκε κερδίζοντας θετικά σχόλια από Μέρκελ και Γιούνκερ, βρισκόμαστε και μπροστά στο ενδεχόμενο θραύσης του άξονα Αθήνας – Λευκωσίας, ο οποίος αποτελεί ίσως την μοναδική σταθερά της εθνικής και εξωτερικής πολιτικής στη μεταπολεμική περίοδο
Αλέκος Παπαναστασίου
Η νέα περίοδος που ανοίγει για την χώρα με βάση τις προκαταρκτικές συμφωνίες που συζητήθηκαν στην σύνοδο κορυφής της προηγούμενης Δευτέρας, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα την αμέσως επόμενη ημέρα στην Σμύρνη, προδιαγράφουν μία ανατροπή του status της Ελλάδας στην Ενωση και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Σύμφωνα όμως με διπλωματικές πηγές και καλά πληροφορημένους παράγοντες, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί αισιοδοξία για τις εξελίξεις.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα είναι σαφές ότι υποβαθμίστηκε καθώς παρά το γεγονός ότι τυπικά εξακολουθεί να βρίσκεται στον λεγόμενο «σκληρό πυρήνα» της Ενωσης, μετατράπηκε από πρωταγωνιστή στις εξελίξεις σε μία χώρα η οποία χρήζει οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση των εκτάκτων συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, η χώρα εξασφάλισε το ποσό των 330 εκατ. ευρώ ως στήριξη, με χρονικό ορίζοντα έως το 2020…
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία αναβαθμίστηκε σε κεντρικό παίκτη, απέσπασε σχόλια από την Ανγεκλα Μέρκελ και τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ του τύπου «η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη και η Ευρώπη την Τουρκία» και διεκδίκησε περί τα 3 δισ. για την από πλευρά της τήρηση των συμφωνηθέντων.
Παράλληλα, ο Αχμέτ Νταβούτογλου έθεσε στο τραπέζι όλα τα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις της χώρας του με την Ευρώπη, ακόμη και το άνοιγμα πέτε κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τα οποία έως σημερα παραμένουν κλειστά λόγω κυπριακών και ελληνικών ενστάσεων. Η απουσία ελληνικής αντίδρασης στο συγκεκριμένο ζήτημα προξένησε σε πολλούς απορία και σε κάποιους ανησυχία. Εφόσον η στάση αυτή επιβεβαιωθεί και στην επόμενη σύνοδο της 17ης Μαρτίου θα έχει συντελεστεί μία πρωτοφανής θραύση του άξονα Αθήνας – Λευκωσίας, ο οποίος αποτελεί ίσως την μοναδική σταθερά της εθνικής και εξωτερικής πολιτικής στη μεταπολεμική περίοδο.
Η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Σμύρνη την αμέσως επόμενη ημέρα, προκάλεσε περισσότερες απορίες από όσες έλυσε.
Κατά κάποιους δε, η συμφωνία που έκλεισε περί επανεισδοχής των παράτυπων μεταναστών στην Τουρκία, αποτελεί μία παγίδα, την οποία πολύ δύσκολα με τα σημερινά δεδεομένα θα κατορθώσει να αποφύγει η ελληνική κυβέρνηση.
Ενώ η τουρκική κυβέρνηση αποδύεται σε πρωτοφανείς επιθέσεις και σε μία επιχείρηση φίμωσης του Τύπου, ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε να γίνει μέρος του σκηνικού που είχε στήσει ο τούρκος ομόλογός του
Οπως εκτιμούν διπλωματικές πηγές, η συμφωνία αυτή προϋποθέτει πολλαπλάσια επιχειρησιακή και διοικητική επάρκεια από αυτήν που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα. Απαιτεί διαδικασίες καταγραφής και monitoring οι οποίες απουσιάζουν και το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της αδυναμίας τήρησης των υποχρεώσεων θα φέρει την Ελλάδα σε αδιέξοδο.
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, όσο οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις δεν θα πληρούνται, η Τουρκία θα επιρρίπτει την ευθύνη στην Ελλάδα, θα δηλώνει άμοιρη των ευθυνών και θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν για να υποστηρίξει ότι εκείνη έχει όλη την καλή διάθεση, αλλά η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις συνθήκες.
Υπό αυτούς όρους, η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Σμύρνη και η συνάντησή του με τον Νταβούτογλου ήταν ένα ναυάγιο, το οποίο φάνηκε και στις εικόνες.
Την στιγμή που η τουρκική κυβέρνηση αποδύεται σε πρωτοφανείς επιθέσεις και σε μία επιχείρηση φίμωσης του Τύπου, ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε να γίνει μέρος του σκηνικού που είχε στήσει ο τούρκος ομόλογός του και να προσφέρει χαμογελαστός λουλούδια σε τουρκάλες δημοσιογράφους.
Επιπλέον άκουσε χωρίς να σχολιάσει το παραμικρό τον κ. Νταβούτογλου να προβάλλει τις διεκδικήσεις του στο Αιγαίο και να καλεί την Ελλάδα να πάρει πίσω το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα ώστε να αρθεί το casus belli. Η αναφορά του έλληνα πρωθυπουργού στην συγκεκριμένη «παραίνεση» ήταν πρωτοφανής: χαρακτήρισε το πρόβλημα του τουρκικού casus belli πρόβλημα της δεκαετία του ’60… Η τουρκική εθνοσυθνέλευση όμως έλαβε την σχετική απόφαση το 1995.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το μόνο αποτέλεσμα που φαίνεται ότι έχει να επιδείξει η ελληνική κυβέρνηση από τις διπλωματικές εξελίξεις των τελευταίων δύο ημερών, είναι κάποια πίστωση χρόνου από το Eurogroup ώστε να προχωρήσει η αξιολόγηση σε στάδια.
Κάποιοι θεωρούν ότι η πίστωση αυτή εξασφαλίστηκε. Ομως πολλοί είναι και εκείνοι που εκτιμούν ότι οι εξελίξεις στα εθνικά ζητήματα μπορεί να είναι αυτές που θα λειουργήσουν καταλυτικά.