Δήμητρα Ρετσινά – Φωτεινίδου, φιλόλογος και Απόστολος Σιώκος, ιατρός
Γλωσσολογικώς και γραμματολογικώς δεν μας αρέσει καθόλου και δεν συμβιβαστήκαμε ποτέ με την ταπεινωτική και επώδυνη «απόσυρσι» του «ΜΕ» και του «ΣΕ» μας. Αυτό το ιστορικά και γραμματολογικά σωστότατο – ορθότατο «ΜΕ» και «ΣΕ» ημών των Μακεδόνων, των Θρακών και όλων των υπέροχων γενικότερα Μεταβυζαντινών Ρωμιών.
Χωρίς καμιά αντίστασι, με μια απαράδεκτη ηττοπάθεια, ενδώσαμε στις ηλίθια χλευαστικές αναφορές κάποιων ψευδο-πρωτευουσιάνων που «κατασκευάζουν» την γλώσσα μας και την γραμματική της στα πολυθρονάτα -φαύλα συνηθέστατα- γραφεία τους.
Κι εγκαταλείψαμε το «εμένα ΜΕ το είπανε άνθρωποι μερακλήδες..» των Δημοτικών μας τραγουδιών π.χ. και δια στόματος Χρόνη Αϊδονίδη : «ΣΕ είπα τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια..» και χιλιάδες άλλες παραδοσιακές αναφορές για να μη μας… χλευάση κάποιος ΜΟΥ, ΣΟΥ, ΞΟΥ’ς… ότι θα «τον κάνουμε κεφτεδάκια», ενώ αυτός ευχαρίστως και ευγενώς μπορεί να «μας κάνει ομαδικά κιμά» με ό,τι άλλο θέλετε… Ακόμη βάλτε και ακούστε παλιές κασέτες από γάμους και πανηγύρια των γνήσιων λαϊκών οργανοπαιχτών και απολαύστε το μεγαλείο και την αυθεντικότητα των «ΜΕ» και των «ΣΕ» των τραγουδιών και των διαλόγων.
Όποιος από μας, επομένως, αρνείται το «ΜΕ» και το «ΣΕ» αρνείται το γάλα της μάνας του και αυτό είναι προδοσία. Υπάρχουν στους ύστερους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς λογίους δεκάδες κείμενά τους στα οποία χρησιμοποιούν το «ΜΕ» και το «ΣΕ» ορθότατα και κατ’ αποκλειστικότητα.
Παραθέτω ένα πιο μεταγενέστερο... Κάντε παρακαλώ τον κόπο και διαβάστε το παρακάτω κείμενο ενός λογίου – εκπαιδευτικού των αρχών του προηγουμένου αιώνα, ο οποίος αλληλογραφεί με φίλο του επίσης λόγιο σχετικά με την ανάληψη της διεύθυνσης της Αθωνιάδας Σχολής του Αγίου Όρους στα 1932.
« Μονὴ Βλατάδων 14 Ἰουλίου 1932
Ἀγαπητὲ Ἀρκάδιε
«εὐλόησον»
Μιὰ φορά, κάτι Σὲ εἶπα, γιὰ νὰ ἐργασθῶμεν περί «πνευματικὰ πράμματα», ἤ γοῦν (Σχολάς, Ἀκαδημίας, Τυπογραφεῖα) κ.τ.τ. καὶ μὲ ἀπήντησες- «ἐχόρτασα τὴν καλογερικὴν ἀχαριστίαν» ὅπερ ἦν μεθερμηνευόμενον «ἄφησέ με ἥσυχον»-. Ἅμ «ποσάκις φορές» δὲν τὸ εἶπα κ᾽ ἐγώ, καὶ ὅμως, «ἐπανέρχομαι ὡς ἡ κύων ἐπὶ τὸ ἐξέραμα».
Ὁ Θανάσης ὁ Σαμαρᾶς , ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπανῆλθα στὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ εἶπε- «ξαναγυούφτισες πάλι»; Ἕνας γυούφτος, ἔγεινε χριστιανός, καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ χωργιό του• ὕστερα ἀπὸ κάμποσο καιρό, μετάνοιωσε ποὺ ἔγεινε χριστιανός, καὶ μὲ ἕναν συμπατριώτη του γυούφτον, ἔστειλε χαιρετήματα στὴ μάνα του, νὰ τὴν εἰπῇ, ὅτι τὸ παιδί της, ὁ Ἀλῆς, «ξαναγυούφτισε πάλι». Λοιπὸν κ᾽ ἐγώ «ξαναγυούφτισα» ἀλλὰ καὶ τοῦ λόγου Σου «ξαναγυούφτισες». Σὰν ξαναγυουφτισμένοι λοιπὸν καὶ οἱ δυό, ἀς τὰ ποῦμε ἀκόμα μιὰ φορά, ἡ τελευταία αὐτή.
Δὲν θὰ Σὲ ἔγραφα, ἀλλὰ εἶχα χθὲς παρ᾽ ἐμοὶ τὸν Ἅγιον Θυατείρων καὶ τὰ εἴπαμαν ἕνα χέρι. Μὲ παρώτρυνε λοιπὸν πολύ, νὰ μὴ ἀποστῶμεν ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τῆς στηρίξεως τῆς Ἀθωνιάδος καὶ τῆς προαγωγῆς αὐτῆς.
Ἀλλὰ ἔλα ποὺ ἔχω τήν (...) ὑπερηφάνειαν (Κυπραῖος - Χατζῆς) ὅτι μόνον ὅταν τὴν διευθύνω ΕΓΩ τὴν Ἀθωνιάδα, μόνον τότε θὰ προοδεύσῃ ὅπως τὴν θέλομεν καὶ τὴν φανταζόμεθα; Καί, τῆς Ἀθωνιάδος στηριζομένης καὶ προαγομένης εἰς πνευματικὸν φυτώριον, φαντάσου τὶ ἠμπορεῖ (σ. 2) νὰ γίνῃ ὁ Ἄθως!!!
Νὰ μακρυγορήσωμεν; καὶ νὰ περιαυτολογήσωμεν;
- Ὅταν μὲ ἐκάλεσαν γιὰ Σχολάρχην καὶ μὲ ὥρισαν τὸν μισθόν μου 35 χιλ. δρχ., τοὺς ἀπήντησα, ὅτι, ἔρχομαι χωρὶς νὰ ἀποβλέπω εἰς τὸν μισθόν, οὔτε εἰς τίποτε ἄλλο. Σᾶς φέρνω ὡς ἐφόδιον τὸν πολύν μου ζῆλον κ.λ.π. Ἠρχόμην μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἔπειθα τὸν Εὐλόγιον καὶ τὸν Ἀθανάσιον, νὰ συνεργασθοῦμε καὶ νὰ δείξουμε Ἁγιορειτικὴν Σχολὴν εἰς τὸν κόσμον.
Ἐὰν ἐπείθοντο αὐτοί, εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἔπειθα καὶ τοῦ λόγου Σου• μολονότι εἶχα ὑπ᾽ ὄψει μου, τό «ἐχόρτασα τὴν καλογερικὴν ἀχαριστίαν», ὅπερ μὲ ἀντέταξες ἄλλοτε, ἐν τούτοις, ἔλεγα μέσα μου, ὅτι πτῶμα θὰ ἐγενόμην νὰ μὲ πατήσῃς, θὰ Σὲ ὠνόμαζα ὅμως, ἔστω καὶ Ἐπίτιμον Καθηγητήν, ἤ καὶ Σχολάρχην, θὰ ἐδεχόμην ὅλους τοὺς ὅρους, ὅπως ἐδέχθηκα καὶ ὅλους τοὺς ὅρους τῶν δύο, Εὐλογίου καὶ Ἀθανασίου, μέχρι τοῦ σημείου, νὰ θέσω εἰς τὴν διάθεσίν των, ὅλον μου τὸν μισθόν, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ ἔλθουν νὰ συνεργασθῶμεν, διότι μία τοιαύτη συνεργασία τῶν λογίων Ἁγιορειτῶν, εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία θὰ φέρῃ τὰ καλύτερα ἀποτελέσματα, ὅπως τὰ φανταζόμεθα καὶ ὅπως πρέπει νὰ τὰ περιμένῃ κανείς, καὶ ὁ κόσμος ὅλος.(…)
Ἐν ἀγάπῃ! πόσῃ;
Πολλῇ, Πλείστῃ!
Ἰ ω α κ ε ὶ μ Ἰ β η ρ ί τ η ς»
Κι εμείς χωρίς ίχνη σεβασμού στην ζώσα γλωσσική παράδοσι των γονιών μας ενδίδουμε ανενδοίαστα και ηττοπαθώς στις πιέσεις και τους ανερμάτιστους χλευασμούς των «ΜΟΥ» και «ΣΟΥ» και «ΞΟΥ’ς» και την κολωνακιώτικη και την ηχηρότατα αγράμματη εν πολλοίς ελληνική TV.