Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Reading, συνεργάτης της Έδρας Θουκυδίδης ΓΕΕΘΑ και Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Στον Νότιο Καύκασο, κατά τρόπο ειρωνικό, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε την θέση του στις “παγωμένες συγκρούσεις”, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται οι διενέξεις εκείνες κατά τις οποίες ναι μεν έχουν παύσει οι ένοπλες συγκρούσεις, αλλά δεν έχει ακόμα βρεθεί ικανοποιητική πολιτική λύση.
Ο όρος “παγωμένες συγκρούσεις” συνοδεύει τρείς περιοχές στον Νότιο Καύκασο: την Αμπχαζία, την Οσσετία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Το πρόβλημα με τις “παγωμένες συγκρούσεις” είναι ότι δεν καθόλου δύσκολο να ξεπαγώσουν και οι ένοπλες συγκρούσεις να ξαναρχίσουν, έστω και προσωρινά. Καθώς το Αζερμπαϊτζάν και οι αρχές του Ναγκόρνο Καραμπάχ ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν σε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ύστερα από τέσσερις ημέρες σφοδρών εχθροπραξιών, το ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτή η κρίση για την περιοχή και που μπορεί να οδηγήσει η συνεχιζόμενη κλιμάκωση.
Από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε η είδηση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο Καραμπάχ επικράτησε η άποψη ότι αυτή είναι η χειρότερη αναζωπύρωση της σύγκρουσης από την εκεχειρία του 1994. Αυτή, όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που συγκρούονται οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν με τους αυτονομιστές του Ναγκόρνο Καραμπάχ, στις δύο δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από τότε. Την πρώτη δεκαετία (1994-2003) καταγράφτηκαν μικρής έκτασης αψιμαχίες, στοιχίζοντας τη ζωή σε συνολικά 19 στρατιώτες. Την δεύτερη δεκαετία (2003-2014) τα πράγματα χειροτέρεψαν, με 64 στρατιώτες και 8 πολίτες να χάνουν την ζωή τους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 2015, όπου μέσα σε μια χρονιά σκοτώθηκαν 56 στρατιώτες και 3 πολίτες. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, 64 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους με βάση τις επίσημες πηγές, ενώ ο αριθμός μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος. Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι η σύγκρουση “ξεπαγώνει” με αργό αλλά σταθερό ρυθμό και με επικίνδυνες προεκτάσεις.
Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι το Αζερμπαϊτζάν, η πλευρά, δηλαδή, που είναι δυσαρεστημένη με το status quo και επιθυμεί την ανατροπή του, έχει αποκτήσει πλέον σαφή στρατιωτική υπεροχή και είναι πρόθυμη να την χρησιμοποιήσει. Το Μπακού έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια μεγάλο μέρος από τα κέρδη από τις εξαγωγές πετρελαίου της Κασπίας σε νέους εξοπλισμούς με σαφή επιθετικό προσανατολισμό, όπως άρματα μάχης, πυραυλικά συστήματα και μη επανδρωμένα εναέρια συστήματα. Το 2015 οι αμυντικές δαπάνες του Αζερμπαϊτζάν έφτασαν στα 3.6 δισεκατομμύρια δολάρια—εφτά φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της Αρμενίας. Το Μπακού δεν αρκείται πλέον σε συμβολικές επιθέσεις που υπενθυμίζουν στην Αρμενία ότι δεν συμφωνεί με το status quo. Η ειδοποιός διαφορά του τελευταίου πολέμου με τις συγκρούσεις των προηγούμενων δεκαετιών είναι η ευρεία χρήση πιο εξελιγμένων επιθετικών όπλων και οι εκτεταμένες επιθέσεις σε κατοικημένες περιοχές.
Φυσικά, δεν είναι οι αμυντικές δαπάνες και τα όπλα που οδηγούν σε πόλεμο. Τα αίτια είναι βαθύτερα και ο συμβιβασμός, όπως σε όλες τις παρατεταμένες συγκρούσεις, μοιάζει αδύνατος. Το Αζερμπαϊτζάν δεν μπορεί να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι το 20% της εδαφικής επικράτειας του έχει ουσιαστικά αποσχιστεί. Η εμπρηστική ρητορική του Αζέρου Προέδρου Ιλχάμ Αλίγιεφ κάνει την εξεύρεση συμβιβαστικής διπλωματικής λύσης ακόμα πιο δύσκολη υπόθεση. Η δε Αρμενία δεν μπορεί να συμφωνήσει στην επιστροφή εδαφών τα οποία—πλέον—κατοικούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από Αρμένιους και που ταυτόχρονα τριπλασιάζουν την δική της σχετικά μικρή έκταση με φυσικά οχυρωμένες, στρατηγικές και δύσκολο να κατακτηθούν περιοχές.
Το δεύτερο ανησυχητικό στοιχείο είναι η έλλειψη σημαντικού ερείσματος του διεθνούς παράγοντα στις δύο χώρες του Νότιου Καυκάσου. Ο πόλεμος κλιμακώθηκε γρήγορα και ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά αυξημένων επεισοδιών τους τελευταίους μήνες. Αυτό που έγινε σαφές εξαρχής, από την άλλη, ήταν ότι η αντιπαράθεση Ρωσίας-Τουρκίας φάνηκε να μεταφέρεται και στον Νότιο Καύκασο με την Άγκυρα να παίρνει όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω των ιστορικών δεσμών των δύο χωρών, σαφή θέση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν, “μέχρι το τέλος του κόσμου,” όπως ανέφερε ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου. Παρόλα αυτά, δεδομένων των πολλών προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει η Τουρκία, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η υποστήριξη της θα ξεπεράσει το διακηρυκτικό επίπεδο.
Η Ρωσία μπορεί θεωρητικά να έχει τη μεγαλύτερη επιρροή και στις δύο χώρες, ωστόσο η επιρροή της μάλλον είναι πολύ μικρότερη από ότι φαίνεται και δεν έχει καμία από τις δύο χώρες υπό τον άμεσο έλεγχό της. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πολύ λιγότερη επιρροή, όπως αποδείχθηκε από την αποτυχημένη απόπειρα να συντονίσουν μια διμερή συνάντηση των προέδρων των δύο χωρών όσο αυτοί βρίσκονταν στην Ουάσιγκτον, μια ημέρα πριν ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες.
Ενώ ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί ποιά είναι τα νέα δεδομένα στο έδαφος και αν το Αζερμπαϊτζάν θα διατηρήσει τον έλεγχο των εδαφών που κατέλαβε, είναι σαφές ότι το καθεστώς εκεχειρίας των τελευταίων δύο δεκαετιών έχει διαρραγεί και ότι τίποτα δεν αποκλείει μια νέα αναζωπύρωση των συγκρούσεων και την δημιουργία μια νέας εστίας ταραχών στην περιοχή που δύσκολα μπορεί να ελεχθεί από τις μεγάλες δυνάμεις. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη κληρονομιά του πολέμου των τεσσάρων ημερών. Από μια “παγωμένη σύγκρουση” το Ναγκόρνο Καραμπάχ μπορεί να εξελιχθεί σε θέατρο συχνών θερμών επεισοδίων με επικίνδυνες προεκτάσεις για την περιφερειακή σταθερότητα.