Πρόσφατα το ρωσικό ΥΠΑΜ ανακοίνωσε την απόσυρση μέρους των δυνάμεών του και τη διατήρηση ποσοστού για την υποστήριξη των επιχειρήσεων του συριακού καθεστώτος. Πολλοί προσέτρεξαν να αιτιολογήσουν την απόφαση αυτή, με βάση τις κυρώσεις της Ε.Ε. και των ΗΠΑ και τη δεινή οικονομική θέση, που επικαλούντο πως εξανάγκασε τη Μόσχα σε περιορισμό της επιχειρησιακής της δράσης στη Συρία. Ωστόσο, θα πρέπει, πριν αναρωτηθούμε αν πραγματικά ισχύει μία τέτοια άποψη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο ισχύει η αρχική θέση του συλλογισμού: Οι Ρώσοι τελικά, όντως έφυγαν από τη Συρία;
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2015 η ρωσική ΠΑ ξεκίνησε τις αεροπορικές της επιχειρήσεις εναντίον των εχθρών του καθεστώτος ASSAD με τη συμμετοχή 12 βομβαρδιστικών Su-24, 12 μαχητικών κρούσης Su-25 και 4 μαχητικών πολλαπλού ρόλου Su-30. Σε αυτή τη δύναμη προστέθηκαν, μέσω αερομεταφορών, 2 Mi-8 ATMSh και 10 ελικόπτερα κατηγορίας gunship Mi-24 και Mi-35. Αυτή η δύναμη ήταν η προαπαιτούμενη, βάσει των σχεδιασμών και των επιχειρησιακών απαιτήσεων που προέκυπταν, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο αντικειμενικός σκοπός της ρωσικής αποστολής.
Στις 14 Μαρτίου 2016 ο Ρώσος Πρόεδρος ανακοίνωσε την προαναφερόμενη αποχώρηση μέρος των δυνάμεων της Ρωσίας στη Συρία. Εκείνη τη στιγμή στην ΑΒ Hmeymim, που οι Ρώσοι είχαν αναβαθμίσει για την υποστήριξη των πτητικών τους μέσων, υπήρχαν 12 Su-25, 11 Su-24 (το ένα είχε καταρριφθεί από την τουρκική ΠΑ) 4 Su-30, 8 βομβαρδιστικά Su-34 (4ης γενιάς) και 4 μαχητικά πολλαπλού ρόλου Su-35 (4ης ++ γενιάς που μεταστάθμευσαν στα τέλη του Ιανουαρίου 2016), ενώ επίσης η δύναμη των ελικοπτέρων περιελάμβανε 3 Mi-8 ATMSh (ένα είχε καταστραφεί κατά την αποστολή έρευνας και διάσωσης του ρωσικού πληρώματος του Su-24 που καταρρίφθηκε), 12 Mi-24, 4 Mi-35 και 4 Μi-28 HAVOK, ένας τύπος επιθετικού ελικοπτέρου εφάμιλλος του αμερικανικού AH-64 APACHE.
Εκ των ανωτέρω διαφαίνεται πως η ρωσική πτητική δύναμη είχε αυξηθεί σημαντικά, αφού από τα 28 αεροσκάφη και 12 ελικόπτερα που αρχικά περιελάμβανε, είχε πλέον διαμορφωθεί σε 39 αεροσκάφη και 23 ελικόπτερα. Μία εύκολη υπόθεση για το ευρύ κοινό θα ήταν, πως οι ανάγκες για τις ρωσικές επιχειρήσεις είχαν αυξηθεί κι ότι οι Ρώσοι ιθύνοντες είχαν υπολογίσει λάθος, εξ αρχής, και είχαν υποτιμήσει την αντίσταση που θα έβρισκαν. Ωστόσο, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι δε μιλάμε για στρατιωτικούς κάποιας υπανάπτυκτης χώρας, αλλά για το επιτελείο μίας υπερδύναμης, το οποίο αποτελείται από αξιωματικούς, οι οποίοι στην αρχή της καριέρας τους αντιμετώπισαν ανάλογες καταστάσεις στην Τσετσενία το 1994 και το 1999. Πρόκειται δηλαδή για μπαρουτοκαπνισμένους στρατιωτικούς που αντιμετώπισαν ασύμμετρες απειλές, όπως είναι και ο χαρακτήρας των απειλών στο πεδίο επιχειρήσεων της Συρίας, την εποχή που ήταν κατώτεροι αξιωματικοί και τώρα 22 χρόνια μετά έχουν φτάσει στα ανώτατα κλιμάκια του ρωσικού στρατού. Αποτελεί λογική αυθαιρεσία να υποθέσουμε ότι μία χώρα σαν τη Ρωσία, που κατάφερε να ενισχύσει το καθεστώς ASSAD, έναντι τόσων αντιπάλων, εντός και εκτός συνόρων, χρειάστηκε μία τόσο μεγάλη παρεμβατική κίνηση, που ισοδυναμούσε με το 50% της αρχικής δύναμης, όταν η αντίστοιχη αντίπαλη δύναμη παρέμενε σταθερή.
Μετά τις δηλώσεις του V. Putin, στην ΑΒ Hmeymim έχουν παραμείνει 6 Su-25, 7 Su-24, 4 Su-34, 4 Su-30, 4 Su35, 3 Mi-8, 8 Mi-24, 3 Mi-35 και 4 Mi-28, ενώ πρόσφατα προστέθηκαν σε αυτά 4 Mi-35, 4 Ka-52 και 4 Mi-28. Δηλαδή η συνολική δύναμη πτητικών μέσων ανέρχεται σε 25 μαχητικά και 30 επιθετικά ελικόπτερα! Αυτό από μόνο του δείχνει ότι η δύναμη των μαχητικών επανήλθε στα μεγέθη της αρχικής μεταστάθμευσης του Σεπτεμβρίου 2015, ενώ τα ελικόπτερα αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο! Αν στην προαναφερθείσα διαπίστωση προσθέσουμε ότι:
α. η ποιότητα των 25 μαχητικών είναι σαφώς ανώτερη, από την αντίστοιχη των 28 αρχικών που είχαν μετασταθμεύσει στη Συρία,
β. η μοίρα των S-400 που είχε μετασταθμεύσει, μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από τους Τούρκους, παρέμεινε (και θα παραμείνει)
γ. τα τελευταίας τεχνολογίας μαχητικά της ρωσικής ΠΑ, που μεταστάθμευσαν τον Ιανουάριο τρέχοντος έτους, δεν αποχώρησαν, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι δηλώσεις του V. Putin είναι τουλάχιστον ύποπτες.
Το μυστικό κρύβεται στην ημερομηνία της αρχικής μεταστάθμευσης των αεροσκαφών στη Συρία. Τα πρώτα 28 μαχητικά είχαν 6 μήνες εντατικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Τα πληρώματα καταπονούνται ιδιαίτερα από τις καθημερινές πολύωρες πτήσεις εκτέλεσης περιπολιών για την ανεύρεση και άμεση προσβολή στόχων ευκαιρίας. Αρχικά μπορεί να φαίνεται ως κάτι απλό, αλλά οι καθημερινές επιχειρήσεις βομβαρδισμού, που συνεπάγονται απότομες βυθίσεις και απαγκιστρώσεις, υπό την απειλή αντιαεροπορικών μέσων, δημιουργούν ένα συσσωρευτικό μείγμα καταπόνησης σώματος και ψυχολογίας. Είναι λογικό ότι έπειτα ενός χρονικού διαστήματος, που οι Ρώσοι ιθύνοντες έχουν προαποφασίσει, αυτά τα πληρώματα πρέπει να αντικατασταθούν, στα πλαίσια του Crew Risk Management.
Η αντικατάσταση των πληρωμάτων δεν γίνεται απλά με πρόσωπα, δηλαδή το κάθε πλήρωμα διαθέτει το δικό του πτητικό μέσο και χρησιμοποιεί αποκλειστικά αυτό, κυρίως για ψυχολογικούς λόγους. Ιδιαίτερα μετά την κατάρριψη του Su-24 διαφάνηκε η ανάγκη λήψης μέτρων αυτοπροστασίας, αφού οι ΗΠΑ δε μπορούσαν να συγκρατήσουν το νεο-οθωμανικό παραλογισμό. Μέρος αυτών των μέτρων ήταν και η αντικατάσταση αεροσκαφών παλαιότερης τεχνολογίας με πιο σύγχρονα, τα οποία διαθέτουν περισσότερες δυνατότητες, τόσο σε βεβαρυμένο περιβάλλον ηλεκτρονικών παρεμβολών, όσο και σε ενδεχόμενες αερομαχίες. Αυτό δεν γίνεται άμεσα, αλλά αντιθέτως απαιτείται μία διαδικασία εξοικείωσης των νέων πληρωμάτων με το περιβάλλον και τις απαιτήσεις. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από πτήσεις εθισμού, όπως ονομάζονται. Στο χρονικό αυτό διάστημα το διευθύνων επιτελείο αναγνωρίζει ότι τα νέα πληρώματα μπορεί να είναι αξιόλογα πληρώματα, αλλά δεν έχουν φτάσει το 100% των δυνατοτήτων τους. Γι’ αυτό και πραγματοποιούν πτήσεις, μαζί με άλλα πιο έμπειρα και εξοικειωμένα στο περιβάλλον πληρώματα, ενόσω οι επιχειρήσεις συνεχίζονται. Αφού τελειώσει αυτό το χρονικό διάστημα εξοικείωσης, εν συνεχεία, τα νέα πληρώματα αναλαμβάνουν πιο δραστικό ρόλο και σταδιακά τα παλαιότερα αποσύρονται από τις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας ολοένα και μικρότερο ποσοστό αυτών.
Το ανωτέρω δε σημαίνει ότι κάποια στιγμή οι Ρώσοι δεν επέλεξαν τη χρήση όσων μέσων διέθεταν για να επιταχύνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα των επιχειρήσεών τους, κυρίως όταν πλησίαζαν οι συνομιλίες στη Γενεύη. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα παράπλευρο όφελος της ταυτόχρονης συνύπαρξης τόσων αεροπορικών μέσων στην ΑΒ Hmeymim.
Ένα έτερο αποδεικτικό στοιχείο, ότι η ένταση των επιχειρήσεων από αέρος δεν έχει μειωθεί από πλευράς Ρωσίας, είναι η αύξηση των επιθετικών ελικοπτέρων, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ο Ρώσος Πρόεδρος δήλωσε. Τούτο συμβαίνει για δύο λόγους:
α. Οι Ρώσοι τόσους μήνες μετέφεραν σχεδόν σε καθημερινή βάση υλικά και ανταλλακτικά στην ΑΒ HMEYMIM με πτήσεις μεταφορικών αεροσκαφών, με τα οποία κατάφεραν να συντηρήσουν μέρος του πτητικού στόλου του συριακού καθεστώτος. Η Συρία διέθετε Su-22 και Su-24, τα οποία είναι εφάμιλλης γενιάς με τα αεροσκάφη της αρχικής μεταστάθμευσης της «Ρώσικης Αρκούδας». Η αύξηση της διαθεσιμότητας των πτητικών μέσων της Συρίας επέτρεψε τη μερική αντικατάσταση ρωσικών, κυρίως παλαιότερης τεχνολογίας, όπως τα Su24, με συριακά μαχητικά
β. Στη Συρία δεν έχουμε μία μείωση δυνάμεων, αλλά ουσιαστικά μία μεταστροφή του modus operandi, μία μετάλλαξη του χαρακτήρα των ενόπλων δυνάμεων. Τα μαχητικά αεροσκάφη, κατά κύριο λόγο, έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση συμβατικών δυνάμεων. Όμως, το ISIS δεν αποτελεί μία συμβατική δύναμη, αντιθέτως επιχειρεί ακολουθώντας τις επιταγές του υβριδικού πολέμου. Ένας υβριδικός αντίπαλος χρησιμοποιεί ταυτόχρονα συμβατικές και ανορθόδοξες μεθόδους, επομένως τα μαχητικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν, έως ένα βαθμό, λόγω της ταχύτητας, της ακτίνας δράσης και του υψηλού χρόνου πτήσης. Οτιδήποτε περισσότερο από ένα όριο, το οποίο εξαρτάται από τη δυναμικότητα του αντιπάλου και το γεωγραφικό εύρος των επιχειρήσεων, χαρακτηρίζεται σπατάλη.
Τα επιθετικά ελικόπτερα και δη της κατηγορίας gunship, που μόνο οι Ρώσοι διαθέτουν αυτή τη στιγμή στη Συρία, είναι οι ιδανικότερες πλατφόρμες για έναν συμβατικό στρατό, προκειμένου να αποκτήσει το πλεονέκτημα και να προσαρμοστεί γρήγορα στις απαιτήσεις ευελιξίας, που εγείρει ο υβριδικός πόλεμος. Σε συνδυασμό με τα αρκετά αεροδρόμια, τα οποία έχουν απελευθερώσει οι Ρώσοι, έπειτα από τόσους μήνες στη Συρία, τα ελικόπτερα μπορούν να ξεπεράσουν το μειονέκτημα της ακτίνας δράσης τους και να παράσχουν εγγύς υποστήριξη, κατά τον ιδανικότερο τρόπο.
Η απελευθέρωση των ανωτέρω αεροδρομίων καθώς και η συντήρηση των συριακών βομβαρδιστικών, που αύξησε τη διαθεσιμότητά τους, είναι και ο λόγος που η αλλαγή του χαρακτήρα των ρωσικών δυνάμεων στη Συρία σημειώθηκε τώρα και όχι νωρίτερα. Πολλοί μπορεί να πιστεύουν ότι η Ρωσία απέσυρε δυνάμεις της από τη Συρία κι ότι εγκαταλείπει εν μέρει τον ASSAD και τις αρχικές επιδιώξεις της που δεν ικανοποιήθηκαν στο βαθμό που διέτειναν ότι θα γίνει. Κάτι τέτοιο μόνο ευχολόγιο μπορεί να θεωρηθεί, όπως απέδειξε και η πρόσφατη απελευθέρωση της Παλμύρας.
Όσο για τον Ρώσο Πρόεδρο συνέχισε στο ίδιο σκακιστικό μοτίβο, που μας έχει συνηθίσει, εκδίδοντας μία ανακοίνωση, η οποία
α. δόξαζε την αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων και
β. επιδείκνυε την καλή του πίστη και συνεργασία, προς τις δυτικές δυνάμεις.
Η πρώτη επιδίωξη αποσκοπούσε σε εσωτερική χρήση προς πολιτικά κέρδη αποδοχής του Ρώσου Προέδρου από τη ρωσική κοινωνία, πρόκειται δηλαδή για πολιτική κίνηση συσπείρωσης της Ρωσίας γύρω από τον «Πατερούλη» που έχει συνηθίσει να ακολουθεί από την πάλαι ποτέ γνωστή μας ΕΣΣΔ. Το δεύτερο αποτελεί διπλωματικό ελιγμό παραπλάνησης της διεθνούς κοινότητας που έχει κατηγορήσει τη Ρωσία για τους βομβαρδισμούς μαχητικών εντός αστικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο στήριξης των θεσμικών παραγόντων της Ευρώπης που έχουν δειλά δειλά ξεκινήσει να ζητούν άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί με αμερικανική πρωτοβουλία. Τούτο για να επιτευχθεί θα χρειαστεί μεταξύ άλλων και την ηθική δικαίωση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς τις τοπικές τους κοινωνίες, προκειμένου να φανεί η αποτελεσματικότητα της αποφασιστικότητάς τους και το ορθό των κυρώσεων, οι οποίες «συνέτισαν τον Ρώσο Πρόεδρο» και τοιούτο τρόπο να δικαιολογηθεί η κυβίστηση μίας ενδεχόμενης μελλοντικής άρσης.