Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που σκότωσαν 31 άτομα στις Βρυξέλλες και τραυμάτισαν άλλους 270 στις 22 Μαρτίου, άλλαξαν την αντίληψη που έχει για τον εαυτό της η Ευρώπη. Μέχρι τώρα, παρά τις υπολογισμένες δολοφονίες αθώων πολιτών στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο, στη Κοπεγχάγη, και στο Παρίσι, και αλλού, από το 2004 και μετά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν ad hoc μέτρα για να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση.
Αυτό που άλλαξε μετά τις Βρυξέλλες είναι ότι οι ηγέτες αυτοί αναγνωρίζουν πλέον ότι οι επιθέσεις θα συνεχιστούν…
Όλα τα μέχρι στιγμής μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Οι ηγέτες δεν ήθελαν να παραδεχτούν στους πολίτες της ΕΕ ότι η ειρήνη που βασίλευε στην Ευρώπη από την εποχή του Β’ΠΠ έχει θρυμματιστεί. Όπως είπε ο Γερμανός πρόεδρος της επιτροπής διεθνών σχέσεων του ευρωκοινοβουλίου: «Η Ευρώπη πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει μια νέα μορφή πολέμου».
Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα στην οποία θα πρέπει να ανταποκριθεί η ευρωπαϊκή ηγεσία. Μια πραγματικότητα που δεν θα φύγει όσο ο ISIS, η Al-Qaeda, και τα τάγματα των υποστηρικτών τους εντός και εκτός της Ευρώπης συνεχίζουν την αποστολή που έχουν, να επιτίθενται σε ότι για αυτούς εκπροσωπεί η Ευρώπη. Εκμεταλλεύονται τις φιλελεύθερες αξίες και την ανοικτή κοινωνία της, ενώ οι περισσότεροι γεννήθηκαν σε αυτήν. Αυτές οι αξίες είναι που τώρα απειλούνται.
Το να διακηρύττουμε ότι η Ευρώπη στηρίζει τις αξίες της, μετά από τις επιθέσεις, ακούγεται μια χαρά. Όμως με την απλή ρητορική δεν πρόκειται να αισθανθούν πιο ασφαλείς οι Ευρωπαίοι πολίτες, ούτε έτσι θα αποτραπούν οι βομβιστές. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την απειλή ενός πολέμου που θέλει να καταστρέψει όλα αυτά που η Ευρώπη εκπροσωπεί.
Ως τώρα, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να βρουν ούτε τα μέσα αλλά ούτε και την πολιτική θέληση για να σταματήσουν την τρομοκρατία. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι επιθέσεις δεν στάθηκαν ικανές να ταρακουνήσουν την μακαριότητα της Ευρώπης, που πίστευε ότι οι αξίες της και μόνο αρκούν για να προστατέψουν την ζωή της.
Οι επιθέσεις των Βρυξελλών διέλυσαν αυτές τις ψευδαισθήσεις. Η προστασία των αξιών και ο πόλεμος είναι σχεδόν αντικρουόμενοι όροι. Όμως οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να μειώσουν αυτές τις αντικρούσεις με αρκετούς τρόπους.
Ο πρώτος είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια. Τόσο καιρό τα κράτη μέλη της ΕΕ αρνούνταν να θεωρήσουν ως προτεραιότητα το να μοιράζονται πληροφορίες. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό, αφού οι μυστικές υπηρεσίες δεν θέλουν άλλες υπηρεσίες να μπαίνουν στα χωράφια τους. Κάποιες πάλι κυβερνήσεις το βλέπουν σαν παραβίαση της κυριαρχίας τους. Ήρθε όμως η ώρα αυτά να μπουν στην άκρη. Αν οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να πηγαινοέρχονται ελεύθερα παρά τα σύνορα, τότε το ίδιο θα πρέπει να γίνεται και με τις πληροφορίες.
Υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα σε αυτό. Η πολιτική κουλτούρα των διάφορων ευρωπαϊκών υπηρεσιών πληροφοριών διαφέρει. Το ίδιο διαφέρει και η ικανότητά τους στην απόκτηση και στην εκμετάλλευση πληροφοριών.
Οι υπερασπιστές της προστασίας δεδομένων, όπως και οι αντίπαλοί της, θα σπεύσουν δικαιολογημένα να κρατήσουν τις εθνικές νομοθεσίες όσο γίνεται πιο σφιχτές, μακριά από τα χέρια των μυστικών υπηρεσιών. Θα ισχυριστούν ότι οι εν λόγω υπηρεσίες θα κατασκοπεύουν αθώους. Δείτε για παράδειγμα την άρνηση της Apple να μην ξεκλειδώσει τα δεδομένα των κινητών τηλεφώνων του ζεύγους των τρομοκρατών που έσπειραν πέρσι τον θάνατο στο San Bernadino, ή το πώς οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες αλληλοκατασκοπεύονται. Το όλο θέμα όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί τώρα κιόλας.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η δημόσια ασφάλεια. Το κοινό θα παραμείνει στόχος, και οι αρμόδιες υπηρεσίες θα πρέπει να βρουν τρόπους να το προστατέψουν στους δημόσιους χώρους. Αυτό αποτελεί μια τεράστια πρόκληση, και χρήζει ισορροπιών. Θα πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί.
Το μεγαλύτερο όμως ζήτημα που αντιμετωπίζει η ΕΕ είναι η μετανάστευση και η ενσωμάτωση.
Τα λαϊκίστικα και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε όλη την ήπειρο έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις επιθέσεις των Βρυξελλών, λες και δικαίωσαν τις θέσεις τους. Θέσεις που είναι ανησυχητικές και αντί-φιλελεύθερες, ειδικά στα κοινωνικά ζητήματα.
Αυτό όμως είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Στην ουσία, αυτά τα κόμματα είναι ξενοφοβικά, αντί ισλαμικά, και εναντίον της μετανάστευσης. Δεν πιστεύουν στην δυνατότητα της ενσωμάτωσης μεγάλων μουσουλμανικών κοινοτήτων. Πιστεύουν στο ισχυρό κράτος. Μια Ευρώπη με περισσότερη ασφάλεια, περισσότερους ελέγχους, περισσότερη παρακολούθηση, και περισσότερο κράτος, έχει την δυνατότητα να ελέγξει τις αυταρχικές τάσεις των λαϊκίστικων κινημάτων. Να ένα ζήτημα που πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά.
Όσο για την ενσωμάτωση, εύκολα ξεχνάμε τους πάρα πολλούς Μουσουλμάνους που ζουν στην Ευρώπη και που διατηρούν πετυχημένες επιχειρήσεις, υιοθετώντας τις ευρωπαϊκές νόρμες, παρά τα όσα συμβαίνουν εν ονόματι της θρησκείας τους. Μια μικρή μόνο μειονότητα είναι αυτή που σπέρνει τους σπόρους του μίσους, της βίας, και του φόβου, και που εκμεταλλεύεται όλους εκείνους που αισθάνονται κοινωνικά, πολιτικά, και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Θα πρέπει να γίνουν κι άλλα βήματα στην Ευρώπη, προκειμένου οι νέες γενιές να έχουν ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης.
Τα κόμματα όμως του λαϊκισμού δεν το βλέπουν έτσι. Επιδιώκουν και κερδίζουν τη στήριξη όλων εκείνων που φοβούνται την παγκοσμιοποίηση, την ανεργία, και που θεωρούν ότι οι πολιτικές ελίτ τους έχουν ξεχάσει, ενώ πιστεύουν ότι οι μετανάστες χειροτερεύουν την κατάσταση.
Η Ευρώπη θα πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να χειριστεί τι ζήτημα της ενσωμάτωσης. Οι ηγέτες της θα πρέπει να αποφύγουν την πολιτική ορθότητα και να κάνουν κάποια ενοχλητικά ερωτήματα όσον αφορά στο τι εκπροσωπεί η Ευρώπη και το γιατί οι τρομοκράτες επιτίθενται στις αξίες της…
Judy Dempsey
Carnegie
Απόδοση: S.A.