“Ρωτήσαμε τους ζητιάνους, οι οποίοι μας απάντησαν ότι, θα προτιμούσαν να μείνουν στην πατρίδα τους, στη Ρουμανία, εάν μπορούσαν να επιβιώσουν εκεί. Οι περισσότεροι όμως ισχυρίστηκαν πως κερδίζουν από το επάγγελμα του ζητιάνου στη Σουηδία περί τα 1.000 € μηνιαία, ενώ ο μέσος μισθός στη Ρουμανία είναι 400 – 500 €. Επομένως, είναι πιο κερδοφόρα η ζητιανιά στη Σουηδία, από τη δουλειά στη Ρουμανία, όταν βέβαια βρίσκει κανείς θέση εργασίας” (Ivanovici Stockholm).
Κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς πόσοι ζητιάνοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη Σουηδία, η οποία πλήττεται σε μεγάλο βαθμό από τα προσφυγικά κύματα – λόγω των οποίων τα εγκλήματα και οι βιασμοί έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Τα τελευταία όμως χρόνια έχει κατακλυσθεί από ζητιάνους – τσιγγάνους
που κατάγονται από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, οι οποίοι υπολογίζονται
στους 4.000 (πηγή).
Ουσιαστικά βλέπει κανείς ζητιάνους να κάθονται μπροστά από όλα τα καταστήματα – όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά, επίσης, στα μικρά χωριά. Ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές συναντάει πλέον κανείς ζητιάνους στα βενζινάδικα, οι οποίοι παρακαλούν για ελεημοσύνη.
Ίσως αυτό να μην κάνει ιδιαίτερη εντύπωση
στην Ελλάδα, όπου το θέαμα είναι συνηθισμένο, αλλά στη Σουηδία
αντιμετωπίζεται διαφορετικά – πόσο μάλλον αφού ο νόμος του 1847 που απαγόρευε τη ζητιανιά καταργήθηκε ήδη από το 1964, επειδή το κράτος πρόνοιας ήταν τόσο ολοκληρωμένο, ώστε δεν υπήρχε καμία ανάγκη να ζητιανέψει κανείς.
Όλοι εκείνοι λοιπόν, οι οποίοι για κάποιο
λόγο δεν εργάζονταν και δεν μπορούσαν να συντηρηθούν, στηρίζονταν από
διάφορα κοινωνικά προγράμματα – ενώ όλοι όσοι Σουηδοί γεννήθηκαν από το 1960 έως το 1980 δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους ζητιάνους στο δρόμο.
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει εντελώς, αφού πόλεις όπως η Στοκχόλμη, το Γκέτεμποργκ και το Μάλμε ανήκουν σε αυτές με το υψηλότερο ποσοστό ζητιάνων στην Ευρώπη, σε σχέση με τον πληθυσμό τους.
Το γεγονός αυτό προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό τους Σουηδούς, ειδικά
επειδή η επιθετικότητα των ζητιάνων αυξάνεται σταδιακά – λόγω των
εξελίξεων στις μεταναστευτικές ροές, οι οποίες τους προκαλούν ανάλογα
συναισθήματα.