(Φωτ.: Είναι υποχρέωση των ηγετών μας να γνωρίζουν τη σημαντικότητα των τρομοκρατικών πράξεων που μπορούν να εφαρμοστούν από τους αντιπάλους μας. Να συλλέγουν πληροφορίες για τον εχθρό και τη νοοτροπία του και να παρακολουθούν όλες τις ενέργειές του συνεχώς.)
Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Μεγάλη ανησυχία έχει προκαλέσει τις τελευταίες ώρες η δημοσιοποίηση που αναφέρει πως τρομοκράτες ετοιμάζουν νέες επιθέσεις και μάλιστα σε τουριστικά θέρετρα της Ευρώπης με στόχο το μέγιστο δυνατό πλήγμα. Στην παρούσα ανάλυση η προσπάθεια είναι να εξετάσουμε τους παράγοντες τρομοκρατία και ασύμμετρες απειλές που πιθανώς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε στην πατρίδα μας.
Η έννοια της ασφάλειας
Ο παραδοσιακός ορισμός της έννοιας της ασφάλειας θεωρούσε ως το βασικότερο στοιχείο αυτής τον έλεγχο και τη χρήση της στρατιωτικής ισχύος από τα κράτη. Συνδεόταν, δε, με την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Σήμερα, η τάση είναι η ανάδειξη της σπουδαιότητας των μη στρατιωτικών πτυχών της ασφάλειας (οργανωμένο έγκλημα, λαθρομετανάστευση, εκτεταμένοι εμπρησμοί, πειρατεία κλπ). Έτσι, στη σύγχρονη τρομοκρατία πλέον διακρίνουμε μια μεταβατική, ή καλύτερα θα λέγαμε μια εξελισσόμενη, στρατηγική τα τελευταία χρόνια όπως είναι οι ασύμμετρες απειλές με την εκδήλωση κτυπημάτων, κυρίως τρομοκρατικών ομάδων. Είναι ένα όπλο χωρίς τεχνολογική υπόσταση, πολύ χαμηλού κόστους, που, εφαρμοζόμενο εναντίον του αντιπάλου, προσδίδει φοβερή και ασυναγώνιστη δύναμη. Εξάλλου η οργανωμένη βία που διεξάγεται μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και παρακρατικών ομάδων δεν απαιτεί στρατιωτικές ικανότητες, καθώς η ενδιαφερόμενη πλευρά βασίζεται σε δόλια μη τεχνολογικά μέσα για να επιτευχθεί η βούλησή της ή και για να κάμψει το ηθικό του αντιπάλου.
Το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον ασφαλείας
Στο σύγχρονο συνεπώς διεθνές περιβάλλον ασφαλείας, οι εξωτερικές απειλές για την ασφάλεια της πατρίδας μας προέρχονται κυρίως από την ανεξέλεγκτη ροή λαθραίων μεταναστών και τον «γνωστό άγνωστο» ανατολικό γείτονά μας και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ. Ενώ στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από ειρηνιστές και οικουμενιστές ή «ακτιβιστές, αντιεξουσιαστές και αλληλέγγυους» που έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες με την ψύχραιμη στρατηγική τους ανάλυση είναι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, παρά την ποιοτική και αριθμητική αναβάθμιση των παραβάσεων και παραβιάσεων τους στο Αιγαίο, εφαρμόζοντας «ψύχραιμη στρατηγική στάση».
Έτσι οι Τούρκοι επιδίδονται στην υπονόμευση του εσωτερικού της πατρίδας μας, που είναι ο φθηνότερος δρόμος για τη νίκη. Πολύ φθηνός, στην πραγματικότητα, σε σύγκριση με το κόστος και τον κίνδυνο μιας κρίσεως ή μάχης. Όμως το κόστος για την πατρίδα μας είναι τεράστιο, αν αναλογιστούμε τις ανθρώπινες απώλειες και την τεράστια οικολογική καταστροφή που προξενούν οι εκτεταμένες πυρκαγιές στην πατρίδα μας κάθε χρόνο. Και δεν είναι μόνο οι πυρκαγιές ή οι λεγεώνες των πεινασμένων και κατατρεγμένων μεταναστών που προωθούνται λάθρα καθημερινά στην ελληνική επικράτεια, αλλά και οι στημένες προβοκάτσιες στο Αιγαίο με την αμφισβήτηση ακόμη και του δικαιώματός μας της έρευνας - διάσωσης.
Συμπεράσματα
Η οικονομική κρίση, το διογκούμενο δημόσιο χρέος και οι υπερβολικές δεσμεύσεις στους δανειστές μας προκαλούν σκεπτικισμό για περαιτέρω μείωση αμυντικών δαπανών και σχεδιασμό νέας δομής δυνάμεων με λογιστική αντίληψη. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα σοβαρό φροντιστήριο στρατηγικής. Και γρήγορα. Αυτό δε θα προερχόταν ποτέ από την υιοθέτηση των στρατηγικών επιλογών μιας κατευναστικής πολιτικής. Αντ΄ αυτής, καλύτερα να αναζητηθεί μια νέα, με πυλώνες τις αρχές της ρεαλιστικής αντίληψης. Οι σχεδιαστές της εθνικής στρατηγικής και της πολιτικής εθνικής ασφάλειας πρέπει να έχουν πάντα υπ’ όψη τους την ασύμμετρη διάσταση της απειλής, η οποία πρέπει να βρει έκφραση σε κάθε επίπεδο, τακτικό, επιχειρησιακό και στρατηγικό.
Είναι λοιπόν υποχρέωση των ηγετών μας να γνωρίζουν τη σημαντικότητα των τρομοκρατικών πράξεων που μπορούν να εφαρμοστούν από τους αντιπάλους μας. Να συλλέγουν πληροφορίες για τον εχθρό και τη νοοτροπία του και να παρακολουθούν όλες τις ενέργειές του συνεχώς. Οι προσπάθειες να το κάνεις αυτό μπορεί να μην είναι πάντα παραγωγικές, αλλά σπανίως πηγαίνουν χαμένες. Είναι αξιοθαύμαστο για την ηγεσία να αναγνωρίσει τη δυνητική σημασία της ασύμμετρης απειλής. Αυτή η αναγνώριση θα βοηθήσει στη δυνατότητα να αντισταθμίζει τον κίνδυνο του αδιάκριτου στρατηγικού αυτισμού, στον οποίο είναι επιρρεπής.
Προαπαιτούμενο βέβαια για την υλοποίηση μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η σύμπλευση της ελληνικής κοινής γνώμης. Η εξασφάλιση δε της αναγκαίας αυτής λαϊκής συναίνεσης είναι καθήκον της πολιτικής ηγεσίας, η οποία καλείται να αντισταθεί στον πειρασμό της δημαγωγίας, θέτοντας το καλώς νοούμενο εθνικό συμφέρον υπεράνω των μικροκομματικών και προσωπικών σκοπιμοτήτων της. Εξάλλου, όπως έλεγε ο μεγάλος Παναγιώτης Κονδύλης: «Η φυλετική και πολιτισμική υποτίμηση της Τουρκίας ενέχει τον κίνδυνο της στρατηγικής της υποτίμησης, αφού συνεπάγεται ότι η δήθεν ανώτερη ελληνική ποιότητα μπορεί να εξουδετερώσει την τουρκική ποσότητα. Είναι βέβαια γνωστό πώς τιμωρείται η στρατηγική υποτίμηση του αντιπάλου όταν, π.χ., παρασύρει στην κήρυξη ενός πολέμου».
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.