Στο τέλος... νικάνε οι Γερμανοί

ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η κρίσιμη τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα στην Κοινοβουλευτική Ομά­δα του ΣΥΡΙΖΑ τη Δευτέρα 4 Απριλίου για το θέμα του ΔΝΤ είχε ως εξής: «Όποιοι βάζουν προαπαιτούμενο για να κλείσει η αξιολόγηση τα νέα μέτρα και μετά λένε ότι θα σε βοηθήσουν στο χρέος, είναι σαν να σου λένε: “Πήδα από τον πέμπτο όροφο και εγώ είμαι εδώ να σε στη­ρίξω”».

Με αυτήν τη φράση θέλησε, όπως εκτιμάται από όλες τις πλευρές, να κάνει μια επιλογή συμπόρευσης με την ευρω­παϊκή γραμμή για σύντομη περαίωση της αξιολόγησης και να περιορίσει κάθε πιθανότητα ρίσκου, το οποίο θα αναλάμβανε εάν συντασ­σόταν με τη σκληρή γραμμή του Διεθνούς Νο­μισματικού Ταμείου για «κούρεμα» του χρέ­ους.

Ήδη, άλλωστε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε δώ­σει δημοσίως το «οκέι» για αντικατάσταση της μείωσης υφιστάμενων συντάξεων από άλλα μέτρα, συμπληρώνοντας ότι δεν είναι κατάλ­ληλη η στιγμή να συζητηθεί το θέμα του χρέ­ους.

Την τοποθέτηση αυτή επανέλαβε ο Μάρτιν Γιέγκερ, εκπρόσωπος του Σόιμπλε, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση, από το WikiLeaks, των διαλόγων μεταξύ των στελεχών του ΔΝΤ για διπλή πίεση προς τη Γερμανία (για το χρέ­ος) και την Ελλάδα (για σκληρότερα μέτρα), με απειλή δημιουργίας πιστωτικού γεγονότος.

Η προσφάτως και με επώδυνο τρόπο απο­κτηθείσα πείρα από τέτοιου είδους ρίσκα -δεν είναι πολύ μακριά η εποχή Βαρουφάκη - υποδείκνυε στον πρωθυπουργό να πάρει αυτό που είναι σήμερα διαθέσιμο, ώστε να βοηθηθούν οι τράπεζες και η οικονομία να ξεκολλήσουν από τον βάλτο και να παίξει το στοίχημα της ανάκαμ­ψης, βασικό στοιχείο της οποί­ας είναι η άρση της αβεβαιότη­τας, που πλέον επηρεάζει αρνητικά ακόμη και τις συνήθεις επιχειρημα­τικές δραστηριότητες, πόσω μάλλον την προοπτική επενδύσεων.

Το ρίσκο του ΔΝΤ

Κάποιες εκτιμήσεις και πληροφορίες τις ημέρες πριν από τη διαρροή των διαλόγων Τόμσεν και Βελκουλέσκου στο WikiLeaks έλεγαν ότι το ΔΝΤ και οι Η ΠΑ διατίθε­νται - ακόμη μια φορά - να βοηθήσουν την ελ­ληνική διεκδίκηση για το χρέος. Κάποιοι μάλι­στα έλεγαν ότι ίσως έχει έλθει η ώρα ο πρωθυ­πουργός να κάνει πρόβα για τη... γραβάτα που έχει υποσχεθεί να φορέσει με τη ρύθμισή του.

Ένα σχετικό επιχείρημα έλεγε ότι η Γερμανία είναι σε αδύναμη θέση λόγω του μεταναστευ­τικού / προσφυγικού και της ανταρσίας πολ­λών χωρών της ανατολικής και νότιας Ευρώ­πης, της προοπτικής να τελειώσει η Σένγκεν και του πολιτικά και οικονομικά επικίνδυνου δημοψηφίσματος στη Βρετανία για το Brexit. Συνεπώς μια συντονισμένη και ισχυρή πίεση για το θέμα του χρέους, υπό τον φόβο μιας νέ­ας ελληνικής εμπλοκής, θα έπειθε τη Γερμανία να άρει τις αντιρρήσεις της.

Η εκδοχή αυτή, όμως, είχε πολλά αδύναμα σημεία. Το σημαντικότερο είναι ότι, αν η Γερ­μανία παρέμενε αμετακίνητη στις δημοσίως διατυπωμένες θέσεις της, η Ελλάδα θα έπρε­πε να περάσει στο δεύτερο σκέλος της απαί­τησης του ΔΝΤ: αφού δεν μειώνεται το χρέος, πρέπει να ληφθούν περισσότερα δημοσιονο­μικά μέτρα, και μάλιστα ενδεχομένως ύστερα από μια σφοδρή σύγκρουση και μια δραματι­κή ήττα της ελληνικής πλευράς, ανάλογη αυ­τής του Ιουλίου του 2015, και μάλιστα εγκαταλελειμμένη από το ΔΝΤ.

Μάλιστα θα μπορούσε κάποιος, στο σημείο αυτό, να διασκεδάσει αναλογιζόμενος ότι σή­μερα εγκαλείται η κυβέρνηση γι’ αυτή την επι­λογή της («εγκαταλείπετε το ΔΝΤ, έναν ισχυρό και κρίσιμο σύμμαχο») από τους ίδιους ακριβώς οι οποίοι πέρυσι την κατηγο­ρούσαν για τυχοδιωκτισμό όταν αναγόρευε το ΔΝΤ σε προνομιακό σύμμαχο και εναντιωνό­ταν στη Γερμανία φτάνοντας εν τέλει στο χεί­λος του γκρεμού και του Grexit.

Όσοι μάλιστα έχουν γερή μνήμη θα θυμού­νται πόσες φορές ο αμερικανικός παράγοντας είχε σπάσει τα μούτρα του στο Βερολίνο - ενίοτε και δημοσίως, κατά τρόπο ταπεινωτικό- όταν επιχειρούσε να επηρεάσει τη γερμανική πολιτική διαχείρισης της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη.

Καθώς, λοιπόν, δεν υπήρχε κανένα εχέγ­γυο για τον προσπορισμό κάποιου επιπλέον οφέλους, η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να κλείσει εγκαίρως την αξιολόγηση και να μπει σε κατάσταση αναμονής για το θέμα του χρέους, το οποίο πρακτικά δεν επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά τουλάχιστον έως το 2018 που λή­γει το μνημόνιο. Η υποχώρηση αυτή έχει ένα σαφές κόστος στο πρεστίζ της κυβέρνησης, η οποία εξ αρχής είχε αναγορεύσει το χρέος σε πρώτιστο σκοπό, αλλά μπροστά στο μέγεθος του ρίσκου δεν είχε πολλές επιλογές.

Συντάξεις για χρέος

Μια ακόμη κρίσιμη ατάκα των ημερών είναι αυτή του υπουργού Οικονομίας Γιώργου Σταθάκη την Τρίτη σε ελληνογερμανικό φόρουμ, όπως την κατέγραψε το πρακτορείο Reuters: «Μέχρι το 2022 το χρέος είναι βιώσιμο. Αλλά μετά θα χρειαστούμε νέο γύρο συζητήσεων». Λίγο αργότερα ο υπουργός, λόγω της φασα­ρίας που προκλήθηκε περί αλλαγής της κυβερ­νητικής θέσης για το χρέος, προέβη σε διευκρι­νιστική δήλωση, στην οποία ανέφερε: «Με την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης πρέπει να κλείσει και το ζήτημα της βιωσιμότη­τας του μακροχρόνιου χρέους της Ελλάδας. Διαφορετικά θα καταστεί δυσχερής η προσέλκυση μακρο­χρόνιων επενδύσεων στη χώ­ρα». Ήταν μια ακόμη ένδει­ξη του ότι το χρέος μπαίνει προσωρινά στο ψυγείο για τους λόγους που προανα­φέραμε.

Μια ανάλογη υποχώρηση, πάντως, είχε υποχρεωθεί να κά­νει και ο Αντώνης Σαμαράς το 2014, όταν ανακάλυψε ότι δεν επρόκειτο να πάρει τη ρύθμιση για το χρέος, και μάλιστα εξεγέρθηκε ενα­ντίον του ΔΝΤ, το οποίο και τότε έθετε τη δική του ατζέντα. Τότε, όπως θύ­μισε τη Δευτέρα ο Τσίπρας, ο Σαμαράς - παρότι είχε λάβει την υπόσχεση για ανα­διάρθρωσή του από το φθινόπωρο του 2012 - βρέθηκε να υποστηρίζει ότι το χρέος... «είναι βιώσιμο» και ζητούσε «πιστοποιητικό βιωσι­μότητας».

Ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο τότε ο Σα­μαράς και τώρα ο Τσίπρας υποχρεώθηκαν να αναβάλουν τις φιλοδοξίες τους; Οι μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, με κορωνίδα το ασφαλι­στικό – και δη το συνταξιοδοτικό σκέλος.

Βεβαίως τα δύο «επεισόδια» έχουν πολλές διαφορές, αλλά μια βασική ομοιότητα: όπως σημειώναμε και στο προηγούμενο φύλλο του «Ποντικιού», δεν υπάρχει ρύθμιση χρέους χωρίς κόψιμο συντάξεων. Αυτό δεν θα αλλά­ξει μέχρι... να βγάλει ο ήλιος κέρατα. Ακόμη περισσότερο ισχύει η πολλάκις διατυπωμένη γερμανική θέση ότι στο χρέος θα μπορούν να γίνονται παρεμβάσεις ανάλογα με την αντα­πόκριση της Ελλάδας στις μνημονιακές μεταρ­ρυθμίσεις. Ούτε αυτό αναμένεται να αλλάξει. Η αρχή «μεταρρυθμίσεις έναντι χρέους» άλλω­στε δεν είναι μόνο γερμανική.

Για να κατανοήσουμε την πραγματική διά­σταση του θέματος, δεν έχουμε παρά να ανα­τρέξουμε στις κατά καιρούς δηλώσεις όλων των διεθνών παραγόντων, ακόμη και αυτών που στις πολύ δύσκολες διαπραγματεύσεις του πρώτου μισού του 2015 στάθηκαν στο πλευρό της Ελλάδας.

Το ότι στην κρίσιμη φάση η Γαλλία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ συντάχθηκαν με την Ελλάδα αξι­ώνοντας μια λύση στο ελληνικό ζήτημα δεν μειώνει το ότι της άσκησαν τη μέγιστη δυνα­τή πίεση για συνθηκολόγηση με το ευρωπαϊκό «ιερατείο». Δεν μειώνει επίσης το ότι πολλοί εκ των «συμμάχων» μας κρύφτηκαν πίσω από την Ελλάδα, ώστε, με τίμημα τη δική μας συν­θηκολόγηση, να προβάλουν τις δικές τους αξι­ώσεις για το πώς εκείνες θέλουν την Ευρώπη και τη σχέση τους με τη Γερμανία.

Στην πλάτη μας – και στη διαπραγματευτική μας ήττα – παίχτηκαν πολλά παιχνίδια ισχύος μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων, μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, μεταξύ Κομισιόν και Σόιμπλε, μετα­ξύ Γαλλοϊταλών και Γερμανίας.

Η μόνιμη επισήμανση όλων, όμως, διαχρο­νικά, κάθε φορά που γινόταν συζήτηση για το ελληνικό χρέος, ήταν ότι πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση, αφού όμως η Ελλάδα προχωρή­σει σε «επώδυνες μεταρρυθμίσεις». Άνευ αυ­τών, δεν υπάρχει συζήτηση. Το επανέλαβε και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν την Τρίτη.

Βίοι παράλληλοι

Κάπου εδώ θα πρέπει ακόμη μια φορά να επιστρέψουμε στο πρώτο επτάμηνο του 2015, αλλά και στην περίοδο Σαμαρά.

Το «κόκκινο νήμα» που ενώνει την τακτική του Σαμαρά με αυτήν του «πρώιμου» Τσίπρα είναι η επιδίωξη για «πολιτική διαπραγμάτευ­ση», παρότι οι δανειστές – και κυρίως οι Γερμα­νοί – υπήρξαν από την αρχή σαφείς: «Πρώτα θα τα βρείτε με την τρόικα» για το σκέλος των με­ταρρυθμίσεων. Η στάση αυτή των δανειστών δεν άλλαξε σε καμιά φάση: από τα ραντεβου-δάκια των υπουργών του Σαμαρά στο Παρίσι έως το «γκρουπ των Βρυξελλών» της κυβέρνη­σης Τσίπρα παρέμεινε απαράλλακτη.

Καμιά από τις δύο διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν αντελήφθη εγκαίρως ότι η εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της χώρας είναι ο μοναδικός... φερετζές, πί­σω από τον οποίο θα μπορούσε να κρυφτεί η όποια πολιτική λύση του ελληνικού προβλή­ματος.

Όταν ο Σαμαράς το συνειδητοποίησε, ύστε­ρα από ένα χαμένο εξάμηνο, προτίμησε να δραπετεύσει αφήνοντας τους «ανυποψία­στους» αντιμνημονιακούς να κλείσουν τις εκ­κρεμότητες του δεύτερου μνημονίου και να φορτωθούν το τρίτο επενδύοντας στο σενάριο της «αριστερής παρένθεσης». Οι Συριζαίοι απεδείχθησαν εξίσου αφελείς με τους προη­γούμενους και επιπλέον βρέθηκαν παγιδευ­μένοι στο δίλημμα της χρεοκοπίας ή της απο­φυγής της, με συνέπεια μια καθαρή διαπραγ­ματευτική ήττα.

Όσο για τη Ν.Δ., βρέθηκε στο καναβάτσο, υποχρεωμένη τελικά να συναποφασίζει και να ψηφίζει το μνημόνιο που έφερε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ και, ύστερα από μια συγκλονιστική κρίση ηγεσίας, άλλαξε αρχηγό.

Αν θέλουμε να εμβαθύνουμε λίγο περισσό­τερο και να πάμε στον πυρήνα του ζητήματος, η «πολιτική διαπραγμάτευση», την οποία επι­χείρησαν Σαμαράς και Τσίπρας, εμπεριείχε το σπέρμα της αμφισβήτησης των κανόνων που διέπουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα «διάσω­σης», αλλά και τη λειτουργία της ευρωζώνης. Ουκ ολίγες φορές οι Ευρωπαίοι αρμόδιοι τόνι­σαν εν χορώ ότι προέχει η τήρηση των κανόνων.

Αυτό που αγνοήθηκε πλήρως στην Αθήνα ήταν ότι κάθε καταφανής παράκαμψη των κα­νόνων του ευρωσυστήματος για χάρη της Ελ­λάδας θα ήγειρε ανάλογες απαιτήσεις από άλλες χώρες, με πολύ μεγαλύτερες οικονομίες και πολύ μεγαλύτερες ανάγκες σε χρήμα. Κάτι αυτονόητο, το οποίο έχουμε επισημάνει αμέ­τρητες φορές τα τελευταία χρόνια.

Ακόμα και οι παρακάμψεις των κανόνων πρέπει να γίνονται υπό το πρόσχημα της τήρησής τους. Και ήδη η Ελλάδα βρίσκεται... πολύ πίσω για να της γίνουν χάρες. Ας μην λησμονούμε ότι η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου έχει το ίδιο κέντρο βάρους με την πέμπτη αξι­ολόγηση του δεύτερου μνημονίου: το ασφαλι­στικό. Είναι δε εμπλουτισμένη με το κατεπεί­γον της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων και το υπερ-ταμείο ιδιωτικοποιήσεων.

Ένα ακόμη δίδαγμα αυτής της μακρόσυρ­της ελληνικής διεκδίκησης για ρύθμιση του χρέους και «έξοδο από τα μνημόνια» είναι ότι καμιά διαπραγμάτευση με το πανίσχυρο ευρωσύστημα δεν μπορεί να γίνει «μια κι έξω». Προ του κινδύνου συντριβής της χώρας, ο μεν Σαμαράς λάκισε, ο δε Τσίπρας συνθηκολόγη­σε.

Βλέποντας εκ των υστέρων όλα αυτά, το πα­ράξενο θα ήταν η κυβέρνηση Τσίπρα να πάει ακόμη μια φορά σε έναν πόλεμο χαμένο από χέρι και με έναν σύμμαχο (ΔΝΤ) που θα δια­πραγματευόταν μόνο για τον εαυτό του και ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πουλήσει τις ελ­ληνικές διεκδικήσεις για να ισχυροποιήσει τον δικό του ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα.

Εξ άλλου η όποια σύγκρουση του ΔΝΤ είτε με την Κομισιόν είτε με τη Γερμανία δεν έγινε ποτέ για τα ωραία μας μάτια, αλλά για την επι­βεβαίωση του δικού του στάτους.

Και μια τελευταία αλλά όχι ασήμαντη εκκρε­μότητα, που πρέπει να περιμένουμε για να δι­απιστώσουμε πώς θα εξελιχθεί: Κάθε φορά που η Ελλάδα επιχείρησε να βάλει «απέναντι» το ΔΝΤ και τη Γερμανία, η σχέση τους έγινε πιο ισχυρή και στο τέλος συμμάχησαν εναντίον της. Αυτό το ένιωσαν σκληρά στο πετσί τους πρώτα ο Σαμαράς και ύστερα ο Τσίπρας.

Τώρα το γερμανικό μήνυμα ήταν ότι δεν πρό­κειται η Ελλάδα να τους διχάσει. Το επόμενο δι­άστημα θα δούμε εμπράκτως τι θα σημαίνει αυτό για την κυβέρνηση και τη χώρα...

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail