Είναι δεδομένο το ότι, η κυβέρνηση έχει
επιλέξει την περαιτέρω αύξηση της φορολογίας αντί τη μείωση των δαπανών,
για να καλύψει τα 5,4 δις € μέτρα που ζητούν οι δανειστές – παρά το ότι
γνωρίζει πως θα εντείνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία, θα οδηγήσουν πολλές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία ή στη μετανάστευση τους σε άλλες χώρες, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τις τιμές των παγίων περιουσιακών στοιχείων επιτρέποντας τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας σε εξευτελιστικές τιμές κοκ.
Εν τούτοις, αυτό που εκπλήσσει δεν είναι η
συγκεκριμένη επιλογή της, η οποία ήταν αναμενόμενη, αλλά το είδος της
φορολογίας που πρότεινε στην Τρόικα – αφού δίνεται μεγάλο βάρος στους έμμεσους φόρους, οι οποίοι επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, χωρίς όμως να φαίνεται καθαρά κάτι τέτοιο.
Επιβαρύνει δηλαδή ασύμμετρα, υβριδικά, την τάξη που η ίδια έχει δηλώσει πως εκπροσωπεί – γεγονός που σημαίνει ότι, έχει προ πολλού «απορροφηθεί» από την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία της Ευρώπης, η οποία ασφαλώς δεν είναι αριστερή.
Ειδικότερα, προτείνεται η αύξηση του
φόρου ή η επιβολή νέου φόρου ανάλογα με την περίπτωση: στη βενζίνη, στο
υγραέριο και το φυσικό αέριο κίνησης (το ντίζελ φαίνεται να την
αποφεύγει λόγω του κόστους που θα προκαλέσει μια αύξηση στην παραγωγική
διαδικασία και τις εμπορευματικές μεταφορές), στην κινητή τηλεφωνία, στα τέλη ταξινόμησης και τα τέλη κυκλοφορίας των ΙΧ,
στον φόρο που αποδίδει ο ΟΠΑΠ στο δημόσιο, στα οινοπνευματώδη ποτά και
τα τσιγάρα, στη συνδρομητική τηλεόραση και στις διανυκτερεύσεις στα
ξενοδοχεία.
Στόχος της είναι, όπως δηλώνει, να κλείσει με κάθε τρόπο η αξιολόγηση – ένα λάθος που έχουν κάνει όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις της εποχής των μνημονίων,
έχοντας οδηγήσει την πατρίδα μας στη σημερινή, άθλια οικονομική της
κατάσταση. Με απλά λόγια, δεν είναι σωστό να συμφωνεί και να υπογράφει
κανείς πράγματα που δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν με επιτυχία – με
αποτέλεσμα να αδυνατεί μετά τα τηρήσει τα υπεσχημένα, οπότε να υφίσταται
τις συνέπειες.
Εν προκειμένω θα ερωτούσε ίσως κάποιος,
εάν είναι σε θέση η κυβέρνηση να αρνηθεί τα μέτρα που της επιβάλλονται –
πόσο μάλλον όταν έχει υπογράψει το τρίτο μνημόνιο. Η απάντηση είναι
προφανώς αρνητική, κάτι που όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα όλα όσα της ζητούνται, καταστρέφοντας την Ελλάδα.
Απλούστατα, όταν κρίνει πως τα μέτρα δεν
είναι σωστά, πως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν με επιτυχία και πως δεν θα
είναι συνεπής απέναντι στους δανειστές εάν τα υπογράψει, τότε παραιτείται – όπως κάνει ο κάθε υπεύθυνος άνθρωπος, ο οποίος δεν θέλει να ντρέπεται για τον εαυτό του.
Εάν δεν το κάνει, τότε λογικά θεωρείται ενδοτική – με την έννοια πως
θυσιάζει τα πάντα, τους εκλογείς της επίσης, στο βωμό της ιδιοτέλειας
και των φιλοδοξιών της.