Η κατάσταση στην πατρίδα μας χειροτερεύει συνεχώς, δίχως όμως να μπορούμε να πούμε ότι πιάσαμε πάτο, αν και κάθε φορά νομίζουμε ότι δεν έχει παρακάτω.
Ήδη, ο κόσμος στρέφεται στον επόμενο σωτήρα του. Μετά τη μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης και την υιοθέτηση μέτρων που κανείς άλλος δεν τολμούσε να πάρει, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για να βγούμε από την κατάσταση αυτή.
Όμως, επειδή μας βολεύει, επειδή τα αντιστασιακά αντανακλαστικά μας έχουν υποχωρήσει μετά από χρόνια μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας, αρνούμαστε να δούμε αυτή την αλήθεια. Και τρέχουμε σ’ όποιον μας υπόσχεται αναίμακτη αποκατάσταση. Έτσι τρέξαμε στο Σύριζα την πρώτη φορά περιμένοντας το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Έτσι τρέξαμε και τη δεύτερη φορά, μετά το ηχηρό ‘’όχι’’, περιμένοντας ‘’καλύτερη’’ συμφωνία. Έτσι είχαμε τρέξει πιο παλιά στον ‘’αντιμνημονιακό’’ Σαμαρά.
Και τώρα, που όλα προέκυψαν διαφορετικά απ’ ό,τι περιμέναμε, ακόμα και τώρα δεν είναι σίγουρο ότι συνειδητοποιούμε τι γίνεται. Ότι πια είμαστε μια αποικία χρέους, όπου οι ξένοι κάνουν κουμάντο, ότι τον αντιμνημονιακό πόλεμο τον χάσαμε. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο.
Κι επειδή πάντα ήμασταν λίγοι, στις κατοχές απαντούσαμε με αντάρτικο. Πολεμούσαμε όμως, δεν εμπιστευόμασταν εμπόρους ελπίδας που τάχα θα μας έσωναν δίχως κόπους και θυσίες.
Και σήμερα, αφού το εγχείρημα Σύριζα διαψεύστηκε, συνεχίζουνε κάποιοι να αλληθωρίζουνε προς νέους σωτήρες, κάθε φορά πιο γραφικούς. Και κάποιοι κοιτάνε ξανά πίσω στο παρελθόν, μέσα στην απελπισία τους.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ‘’όχι’’ σε όλους αυτούς. Ο μόνος δρόμος είναι να αναλάβουμε οι ίδιοι τον αγώνα, γνωρίζοντας ότι είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, με μόνη προσδοκία μας θυσίες και πόνο, χτίζοντας λιθαράκι λιθαράκι την αντίστασή μας.
Ένα αντάρτικο εθνικοαπελευθερωτικό, όπως κάθε αποικιοκρατούμενος λαός οφείλει να κάνει, αμεσοδημοκρατικό, όπως ταιριάζει στην κοινοτική μας παράδοση.
Το μπορούμε να ζήσουμε στα βουνά με γένια, μακριά από τον καναπέ που μας διασφαλίζουν οι κάθε λογής σωτήρες μας;
ΜΕ ΤΟ ΤΟΥΦΕΚΙ ΚΑΙ ΤΗ ΛΥΡΑ