Γράφει η Δήμητρα Ρετσινά Φωτεινίδου
φιλόλογος–Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π. Θ.
Το μαρτύριο του Ιησού Χριστού έχει αποτυπωθεί σε μια μοναδική και ωραιότατη τραγωδία της Βυζαντινής περιόδου. Δεν γνωρίζουμε με σιγουριά τον συγγραφέα του. Τα χειρόγραφα φέρουν να το έγραψε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Μεγάλοι βυζαντινολόγοι σαν τους Krumbacher, Hunger, Doelger κ.ά. αμφισβητούν την παραδοχή αυτή και η φιλολογική συζήτηση για τον συγγραφέα καλά κρατεί. Ήταν ο Ρωμανός, ο Δαμασκηνός, ο Τζέτζης, ο Κωνσταντίνος Μανασσής, ο Απολλινάριος Λαοδικείας, ο Αμφιλόχιος Ικονίου;
Από την άλλη πλευρά, πάλι κάποιοι εξέχοντες μελετητές (Tuilier) επανέρχονται στην αρχική άποψη και με ικανά επιχειρήματα αποδίδουν το έργο στον Γρηγόριο. Υποστηρίζεται μάλιστα πως ο Γρηγόριος συνέθεσε δραματικά έργα και στους λόγους του χρησιμοποιούσε αποσπάσματα και μεταφορές ατόφιες από το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Ο Χριστός πάσχων αποτελεί ένα sui generis έργο. Είναι το μοναδικό ακέραιο θεατρικό (από άποψη μορφής τουλάχιστον) έργο που μας κληροδοτήθηκε από τη βυζαντινή γραμματεία. Είναι δομημένο με την διαδεδομένη στο Βυζάντιο τεχνική του «κέντρωνα», δηλαδή τη συγκόλληση χωρίων από αρχαίους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς που οδηγούσε σε ένα ενδιαφέρον ψηφιδωτό.
Το έργο αυτό συνοδεύει μια σειρά (αναπάντητων) ερωτημάτων, με σημαντικότερα τα εξής: α) προοριζόταν όντως για παράσταση; β) υπήρχαν στο Βυζάντιο ανάλογες προσπάθειες δημιουργίας θεατρικών έργων κι αν ναι, αυτά παριστάνονταν με κάποιο τρόπο; γ) ποιος είναι τελικά ο συγγραφέας; Ο Χριστός Πάσχων είναι ένα απ' τα αινιγματικότερα έργα της βυζαντινής λογοτεχνίας και ακολουθεί τον χαρακτήρα του βασικού του προτύπου: τις Βάκχες του Ευριπίδη, που αποτελεί επίσης ένα ιδιαίτερο έργο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Χριστός Πάσχων αποτελείται από 2632 στίχους, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι ιαμβικοί τρίμετροι. Απ' τους στίχους αυτούς οι 2531 αποτελούν το κυρίως μέρος του έργου, ενώ στους 30 πρώτους και τους 71 τελευταίους στίχους ( πρόλογος και επίλογος αντίστοιχα), μιλάει στο πρώτο πρόσωπο η ποιητική persona. Ο πρόλογος μάλιστα διακρίνεται ξεκάθαρα από το υπόλοιπο σώμα του κειμένου, καθώς οι εκδότες θέτουν γι' αυτόν αρίθμηση χωριστή από το υπόλοιπο κείμενο. Στον πρόλογο ο ποιητής παρουσιάζοντας το έργο δηλώνει ξεκάθαρα ως πρότυπο του τον Ευριπίδη: στ. 3-4: νῦν τε κατ' Εὐριπίδην/ τὸ κοσμοσωτήριον ἐξερῶ πάθος. Επίσης εκθέτει ως πρωταγωνιστές την Θεοτόκο και τον «πεφιλμένον τῷ Διδασκάλῳ μύστην» Ιωάννη τον Θεολόγο (στο κείμενο: Θεολόγος). Στο τέλος γίνεται αναφορά και στις κοπέλες του Χορού, «κόραι αι συμπαρούσαι μητρί τη του Δεσπότου».
Για τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου [Χριστός, Ιωσήφ (ο από Αριμαθείας), Νικόδημος, (Μαρία) Μαγδαληνή, επτά αγγελιοφόροι εκ των οποίων δύο Άγγελοι από τον ουρανό, Αρχιερείς, Κουστωδία στρατιωτών, Πιλάτος] ο συγγραφέας δεν κάνει καμία αναφορά στον Πρόλογο. Οι μελετητές κάνουν λόγο και για βωβά πρόσωπα για τα οποία επίσης ο συγγραφέας δεν αναφέρει τίποτα. Στους 2531 στ. του κυρίως μέρους του έργου παρουσιάζονται τα γεγονότα των τριών ημερών: 1) Πάθη και Σταύρωση, 2) Αποκαθήλωση και Ταφή, 3)Ανάσταση. Το έργο διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Όπως αναφέρει ο φιλόλογος Αλέξανδρος Δημαράς, ο Tuilier χαρακτηρίζει τον Χ. Π. τριλογία που περιλαμβάνει τρία επεισόδια, τα οποία λαμβάνουν χώρα σε τρεις συνεχόμενες μέρες.
Η πορεία του Χριστού προς Το Πάθος τελείται κατ’ οικονομίαν μέσα στους Ιερούς Χριστιανικούς Ναούς κατά την Μεγάλη και Αγία Εβδομάδα. Κάθε βράδυ της Μεγάλης Εβδομάδος ψάλλεται η ακολουθία του Όρθρου της επομένης ημέρας, ενώ κάθε πρωί τελείται ο Εσπερινός μαζί με τη Λειτουργία των Προηγιασμένων. Αυτό γίνεται για να μη χάσουν το περιεχόμενο τον ακολουθιών του Όρθρου οι πιστοί που εργάζονται τα πρωινά. Ο χωροχρόνος σμικρύνεται και ταυτόχρονα ευρύνεται για να συμπεριλάβει και να φανερώσει τις συγκλονιστικές στιγμές του μυστηρίου του Πάθους και της Ανάστασης στους πιστούς. Τα γεγονότα για την Εκκλησία είναι παρόντα, δρώμενα μπροστά στα μάτια μας και εμείς καλούμαστε να συμπορευθούμε μαζί με τον Θεάνθρωπο Κύριο.
Βράδυ της Κυριακής των Βαϊων η Εκκλησία ψάλλει τον Όρθρο της Μ. Δευτέρας. Ο φωτισμός είναι κατανυκτικός και μυσταγωγικός, μας προετοιμάζει για την υποδοχή του Νυμφίου. Μια πομπή ξεπροβάλλει από τη Βόρεια Πύλη του Ιερού, σεμνή, ταπεινή και πένθιμη. Μέσα σε συναισθήματα χαρμολύπης ακούμε από τους Ιεροψάλτες: Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και είναι ο δούλος ευτυχής που θα αγρυπνά για αυτόν, και πάλι ανάξιος αυτός που ράθυμος θε νάναι. Ψυχή μου κοίταξε, λοιπόν, μη σε πλακώσει ο ύπνος. ..
«Τα Πάθη τα Σεπτά, η παρούσα μέρα (Μ. Δευτέρα) ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω Κόσμω». Τη Μ. Δευτέρα ακούμε «τας απαρχάς» των Παθών του Κυρίου. «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον» αλλά για να εισαχθούμε στο καθαγιασμένο νυφικό δωμάτιο πρέπει και εμείς να «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν κεκαθαρμέναις διανοίαις». Την Μεγάλη Τρίτη μνείαν ποιούμεθα της παραβολής των Δέκα Παρθένων. Ο Πατέρας Ιωάννης Χρυσόστομος μας αναφέρει ότι παρόλο που όλες οι γυναίκες της παραβολής είχαν την ύψιστη αρετή της παρθενίας, οι πέντε φρόνιμες είχαν γεμίσει τα αγγεία τους με τον έλαιον της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης, ενώ οι πέντε μωρές αποστράφηκαν την τιμή της φιλοξενίας και δεν τις δέχτηκε ο Κύριος. «Τον Νυμφίον αδελφοί αγαπήσωμεν, τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν».
Στον Όρθρο της Μ. Τετάρτης «της αλειψάσης τον Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου Πάθους μικρόν τούτο γέγονε. Σε αντίθεση με τον Ιούδα που ήταν δίπλα στον Χριστό αλλά τον φθόνησε στο τέλος, η αμαρτωλή γυναίκα δεν δίστασε να προσφέρει το πολύτιμο μύρο στα πόδια του Λυτρωτή της. Την Μ. Πέμπτη ακούμε από τα Ευαγγέλια τον ιερόν Νιπτήρα (ο Ιησούς ζώνεται μια πετσέτα στη μέση και πλένει τα πόδια των μαθητών του), τον Μυστικόν Δείπνον, την υπερφυά Προσευχή και την Προδοσία αυτήν.
Κατά την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τα άγια και φρικτά Πάθη του Σωτήρος επιτελούμεν, τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυρή χλαίνη, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην, και προ πάντων τονΣταυρόν και τον θάνατον, όσα για εμάς εκών κατεδέξατο, έτι δε και την του ευγνώμονος Ληστού, του συσταυρωθέντος αυτώ, σωτήριον εν τω Σταυρώ ομολογίαν.
Το θείο δράμα έχει κορυφωθεί! Ο Λαός δυσσεβής και παράνομος έχει καταδικάσει την ζωήν των απάντων. Ο Χριστός βρίσκεται κρεμασμένος στον Σταυρό και την υστάτη στιγμή αναφωνεί: «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν» Το «Τετέλεσται» του Σωτήρα διαπερνάει όλη την κτίση. «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται» αναφωνεί ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Τω αγίω και μεγάλω Σαββάτω την θεόσωμον Ταφήν και την εις Άδου Κάθοδον του Χριστού εορτάζομεν δι’ ών της φθοράς το ημέτερον γένος ανακληθέν, προς αιωνίαν ζωήν μεταβέβηκε. Τα λυρικά και τόσο αγαπητά εγκώμια ακολουθούν τον κανόνα. Οι τρεις στάσεις του Επιτάφιου Θρήνου διαδέχονται η μία την άλλη… «Η Ζωή εν Τάφω», «Άξιον Εστί», «Αι Γενεαί Πάσαι». Η ακολουθία συνεχίζεται με τα λεγόμενα ευλογητάρια. Πρόκειται για έξι τροπάρια με επικήδειο περιεχόμενο που αναφέρονται στον Επιτάφιο Χριστό. Μέσα, όμως, από τον θρήνο, ξεπηδάει το μήνυμα της Ανάστασης.
Επανέρχομαι στο βυζαντινό λόγιο δράμα «Χριστός Πάσχων» για να μεταφέρω τα λόγια του Χριστού την Ανάσταση. «Ειρήνη υμίν. Τι δη θροείσθε; Χείρας ιδού και πόδας αυτήν τε πλευράν την εμήν νενυγμένην τρανώς ιδόντες, γνώτε με ως εγώ πάλιν ειμί αυτός. … Ναί ναι Κόρη πάγκλυτε, τους λόγους δέχου. Μόνον γαρ εστί τούτο σοι βροτών γέρας, ως του Λόγου σοι μητρί, κάν υπέρ λόγον. ..Εν σοι γαρ ώπται χάρις ημίν εκ Θεού και σοι χαριστήριον ύμνον νυν πλέκω…»
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ