Αυτό που ενοχλεί περισσότερο στις τηλεοπτικές εκπομπές, αλλά και γενικότερα στα ΜΜΕ είναι το ότι, δεν γίνεται καμία προσπάθεια αντικειμενικής αξιολόγησης της εκάστοτε κυβέρνησης – με κριτήριο αυτά που πραγματικά έχει ή δεν έχει πετύχει, όσον αφορά τη δημιουργία ή μη συνθηκών ευημερίας στη χώρα μας.
Έτσι οι συζητήσεις έχουν συνήθως τη
μορφή «κουτσομπολιού», η οποία δίνει την αίσθηση ότι, η διαπλοκή της
πολιτικής με τα ΜΜΕ έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στην αντίληψη των
εμπλεκομένων, ώστε να την θεωρούν πλέον απολύτως φυσιολογική. Στα
πλαίσια αυτά, η πραγματική πληροφόρηση των Ελλήνων είναι σχεδόν ανύπαρκτη, έχοντας δώσει τη θέση της στη χειραγώγηση – με τα αποτελέσματα της όλης διαδικασίας να είναι η κοινωνική αποχαύνωση, η οποία βύθισε τελικά την Ελλάδα στο σημερινό χάος.
Ακόμη και τα φιλελεύθερα ΜΜΕ δε, τα
οποία κατακρίνουν τον κρατισμό, συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο – με την έννοια πως υποστηρίζουν φανερά ένα ή περισσότερα κόμματα της «δικής» τους ιδεολογίας,
άρα είναι διατεταγμένα, έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τις διαφημιστικές
καταχωρήσεις τόσο αυτών, όσο και της υπόλοιπης «ομάδας κοινών
συμφερόντων» γύρω τους, η οποία τάσσεται υπέρ αυτών των κομμάτων.
Επομένως, δεν είναι καθόλου φιλελεύθερα, αφού στηρίζουν επίσης τον
κρατισμό – με μοναδική διαφορά το ότι, του δίνουν άλλο όνομα.
Σχετικά με τις πολιτικές τάσεις τώρα, από κοινωνικής πλευράς ο
νεοφιλελευθερισμός είναι εκείνη η αντίληψη, κατά την οποία κάποιος
προσπαθεί να κερδίσει όσο περισσότερα μπορεί, εις βάρος όμως όλων των
άλλων – κάτι που φάνηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008,
όπου κυρίως οι τράπεζες ιδιωτικοποιούσαν μεν τα κέρδη τους, αλλά
απαίτησαν και πέτυχαν την κοινωνικοποίηση των ζημιών τους.
Ο απλός φιλελευθερισμός σημαίνει ουσιαστικά ότι, κάποιος προσπαθεί να κερδίσει επενδύοντας στην πραγματική οικονομία, χωρίς όμως να προξενεί ζημίες στους άλλους – παράγοντας ανταγωνιστικότερα, εργαζόμενος περισσότερο, λειτουργώντας μεθοδικότερα κοκ.
Από την άλλη πλευρά, ο σοσιαλδημοκράτης προσπαθεί να κερδίσει τόσο αυτός όσο και οι άλλοι – με στόχο όχι μόνο να παραχθεί ευημερία από τους ικανούς αλλά, επίσης, να μοιρασθεί δίκαια σε ολόκληρη την κοινωνία.
Αντίθετα, ο αριστερός δεν έχει συνήθως την ικανότητα να παράγει πλούτο –
οπότε προσπαθεί να αφαιρέσει εισοδήματα από τους πλουσίους,
φτωχοποιώντας τους τελικά, καθώς επίσης να μοιράσει τη φτώχεια δίκαια.
Από οικονομικής πλευράς τώρα, ο νεοφιλελευθερισμός επιμένει στην πολιτική της αύξησης της προσφοράς – θεωρώντας πως η ζήτηση είτε είναι δεδομένη, είτε η ίδια η προσφορά δημιουργεί ζήτηση (ο νόμος του Say).
Αποτέλεσμα του είναι οι πολιτικές λιτότητας που βιώνουμε σήμερα – καθώς επίσης ο μερκαντιλισμός της Γερμανίας, ο οποίος στηρίζεται στη δεδομένη ζήτηση των άλλων αγορών
(εξαγωγές). Χωρίς εξαγωγές και σε εποχές μεγάλης ύφεσης, όπως αυτή που
βιώνουμε σήμερα, επειδή η παραγωγική δυναμικότητα της εκάστοτε χώρας
είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση, οδηγεί σε μεγάλα αδιέξοδα – όπως αυτά
της Ελλάδας.
Αντίθετα, ο φιλελευθερισμός και η σοσιαλδημοκρατία επιμένουν στην πολιτική της αύξησης της εσωτερική ζήτησης, με τη βοήθεια του κράτους
(Keynes) – έτσι ώστε να ακολουθήσει μετά η αύξηση της προσφοράς, για να
καλύψει τη μεγαλύτερη ζήτηση, οπότε να αποχωρήσει το κράτος από την όλη
διαδικασία, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον ιδιωτικό τομέα.
Προφανώς είναι ο πιο σωστός δρόμος, αφού
δεν στηρίζεται στην εκμετάλλευση των άλλων (εξαγωγές), αλλά στη
δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης με ίδια μέσα. Εν τούτοις είναι σήμερα
αντιμέτωπος με ένα μεγάλο πρόβλημα: με την υπερχρέωση είτε του δημοσίου, είτε του ιδιωτικού, είτε και των δύο τομέων,
λόγω της οποίας δεν μπορούν να υιοθετηθούν πολιτικές αύξησης της
ζήτησης, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα χρηματοδότησης τους από
τα κράτη.
Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα, εντός του καπιταλιστικού συστήματος, από τη διαγραφή εκείνου του μέρους των χρεών (χρεοκοπία), τα οποία εμποδίζουν τη χρηματοδότηση, οπότε την ανάπτυξη
– εάν θέλει κανείς να αποφύγει την εξαθλίωση των κοινωνιών, καθώς
επίσης την υφαρπαγή των δημοσίων και ιδιωτικών περιουσιακών τους
στοιχείων από τους επίδοξους κατακτητές τους.
Λογικά βέβαια οι κοινωνίες, αργά ή γρήγορα, αντιδρούν στην εξαθλίωση και στη λεηλασία τους – οπότε επαναστατούν, επιλέγοντας συνήθως ολοκληρωτικά συστήματα, είτε αυτά είναι μαύρα, είτε κόκκινα.