Του Στέλιου Συρμόγλου
Εψαχνε να την βρει στην Αλεξάνδρεια και τις Συρακούσες. Ο χρόνος έσταζε νεκρός απ' το στόμα του πάνω στα προπατορικά του πάθη. Οι Αγιοι Πατέρες τον κορόιδευαν βγάζοντας τη γλώσσα και μονοπόδαροι δαίμονες του τραγουδούσαν: Ευλογημένος ο μασκαράς της σοφίας Του.
Εψαχνε να την βρει, αλλά ήταν πια αργά. Δύο επίμονοι αρχάγγελοι είχαν ήδη ιχνογραφήσει το τελευταίο της πρόσωπο πάνω σ' ένα χαρτόνι. Χίλια σώματα μες την ψυχή της είχαν αποχαιρετίσει το φως. Είχε κάψει και το τελευταίο της σπίρτο για να τον ζεστάνει και καμία δεν μπορούσε πια ν'ανάψει φωτιά. Ενα μεγάλο πλαστικό γαρύφαλλο η ιστορία της ζωής της...
Εψαχνε να την βρει στα ύστερα της ζωής του. Οσο όμως ήταν δίπλα του, κι ακόμα άνοιξη μοσχοβολούσε το κορμί του, δεν άκουγε πόσο δυνατά εχτύπαγε ταχύπαλμα η καρδιά της κάτω απ'τα φθαρμένα ρούχα της. Και δεν εκτιμούσε την αγάπη της, καθώς του εμπάλωνε τα τραύματά του απ' τα αγκάθια της ζωής, με τον ιδρώτα του προσώπου της.
Η καρδιοφάγος οδύνη της νανούριζε τα χτυποκάρδια του. Εκλεβε τις σκέψεις του Θεού και τις ετύλιγε μ' ένα μεγάλο καημό στ' αριστερά του στήθους της. Και με την τρυφερότητά της να κατοικεί στις κόρες των ματιών της, φαρμάκωνε με παυσίλυπα τ' όνειρά της, ενώ έβαζε πάντα έναν τρυφερόκαρδο Οσιο να του φυλάει εκ παντοίων κινδύνων.
Και πριν γεράσουν τα πάθη του, πριν η σάρκα του χτικιάσει ανύμφευτη σε τούτον τον πρόστυχο κόσμο, άκουσε τα βήματά της μέσα στο χρόνο να χάνονται. Κι αίφνης ένιωσε σαν τον γιο της μεγάλης βροντής που πεθαίνει και πάει. Ενιωσε ότι ήταν ένας κάποιος κανείς, ένας κρότος υπόκωφος μιας παλιάς μηχανής.
Πτωχεύσανε τ' ονειρά του. Κι όταν νύχτωνε στο μυαλό του δεν είχε πια κανένα καταφύγιο. Το μαχαίρι είχε φτάσει πια στην καρδιά του, μα τα λουλούδια στο μπαλκόνι του μυρίζανε ακόμα Μάνα. Και ο λόγος της έφηβος, μόνιμα αγέραστος, ηχούσε και στα γεράματά του.
Εψαχνε να την βρει στον άσωτο χρόνο. Και η ψυχή του ήταν μια θλίψη που περπατούσε στο σώμα του, πρόσωπο ιλαρό μιας μαδημένης πλέον μαργαρίτας.
Εψαχνε να την βρει, αλλά χρόνια πριν, κεράσι άγουρο κρεμασμένο στ' αυτί του το φεγγάρι, αδιαφορούσε για την ύπαρξή της. Και δεν έβαζε τα μάτια του να δουν την ομορφιά της ψυχής της και τ' αυτιά του ν' ακούσουν τον ήχο της τρυφεράδας της, καθώς κρατούσε μόνο αγάπη στην αγκαλιά της κι ένα πανέρι με πίκρες, όλα τα χρόνια που με τους ίσκιους επάλευε...
Εψαχνε να την βρει όταν τα μάτια του άνοιξε η καρδιά του, όταν μεσούσης της ημέρας αποκαθηλώθηκαν τ' όνειρά του, όταν εκείνη τη γοτθική εσπέρα γυμνή μπροστά του εχόρευε η γεροντική μοναξιά και η όψη του φεγγαριού είχε στεγνώσει.
Και τότε έκοψε το μεγάλο του δάκτυλο και με το αίμα του ιχνογράφησε στα χείλη του ένα χαμόγελο, το χαμόγελο της μάνας του!
Η Γιορτή της Μητέρας αύριο. Χρόνια πολλά σ' όλες τις μητέρες. Και σ' αυτές που νιώθουν το χάδι της ζωής να τις διατρέχει και στις άλλες, που τ' όνειρά τους μείνανε κρεμασμένα στα μπαλκόνια και η αγκαλιά τους εγέμισε σιωπή...