«Βόηθα με, φτωχέ, να μη σου μοιάσω». Αυτή είναι η στάση μιας μεγάλης μερίδας του πολιτικού κόσμου απέναντι στον λαό και στις προκλήσεις της Ιστορίας. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι οι περισσότεροι εκ των βουλευτών έχουν ως απόλυτη προτεραιότητα τη διασφάλιση του παχυλού μισθού και των προνομίων τους και η πατρίδα, όποτε τη θυμούνται, έρχεται σε δεύτερη μοίρα - εκεί που έχουν ήδη θέσει τον ταλαιπωρημένο λαό μας. Φυσικά, αυτές οι διαπιστώσεις ενδέχεται να προκαλέσουν δυσφορία, ίσως και οργή, στους κυρίους και στις κυρίες που νομίζουν ότι η αποστολή των Ελλήνων είναι να διευκολύνουν την τρυφή και το καλοζώισμα των εκλεγμένων. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ανθρώπων που διαπράττουν μη ενάρετες πράξεις και όταν κάποιος το επισημαίνει, στρέφονται εναντίον των επικριτών τους και δεν μεριμνούν να κατανικήσουν τις σκοτεινές πλευρές του ίδιου του εαυτού τους.
Οι βουλευτές, αν ήθελαν ο λαός να μην πιστεύει ότι τα κάνουν όλα για το χρήμα, θα μπορούσαν να έχουν νομοθετήσει κάτι αυτονόητο: την... εξίσωσή τους με τους πολλούς. Δηλαδή, να μην έχουν ατέλειες, να μη λαμβάνουν αφορολόγητα ποσά και πρόωρες συντάξεις, να μην πληρώνει το Δημόσιο τη γραμματειακή υποστήριξή τους, να μην πληρώνονται εξτρά για τις επιτροπές ούτε να λαμβάνουν χρήματα για ενοίκια, δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια, βουλευτικά αυτοκίνητα και ένα σωρό άλλα προνόμια που δεν μπορεί καν να φανταστεί κάποιος πολίτης.
Αφού μελετήσουν πόσο είναι το αληθινό και δέον κόστος του κοινοβουλευτισμού να καταλήξουν σε έναν μισθό που θα τους προσφέρει μια αξιοπρεπή διαβίωση, να τον ψηφίσουν και να πάψουν να παίζουν κρυφτούλι με τα νούμερα και να κάνουν περιουσίες κροίσων μέσα σε μία ή δύο τετραετίες.
Είναι μεγάλη προσβολή προς τον άνεργο, τον πεινασμένο, τον εργαζόμενο, τον οικογενειάρχη, τη μάνα που αγωνίζεται να ζήσει τα παιδιά της και τον συνταξιούχο οι πλούσιοι εκλεγμένοι να κουνούν το δάχτυλο προς τους πένητες και να μιλούν για «αναγκαίες θυσίες».