Τις τελευταίες ημέρες, το δημοψήφισμα για το Brexit έχει πάρει μια δυσάρεστη στροφή, με τον Μπόρις Τζόνσον, τον πρώην δήμαρχο του Λονδίνου και υπέρμαχο της εξόδου, να συγκρίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Αδόλφο Χίτλερ και να διαμαρτύρεται για την αυξανόμενη δύναμη της Γερμανίας στην ΕΕ. Θα πρέπει μάλλον να επισκεφθεί το Βερολίνο. Αντί να επιδιώκουν να κυβερνήσουν την Ευρώπη, οι ηγέτες της Γερμανίας φαίνονται όλοι και πιο εξαντλημένοι από τις ατελείωτες κρίσεις και, από τη δική τους άποψη, από την παντελή έλλειψη ευγνωμοσύνης. Αυτή η αυξανόμενη κόπωση στον ήδη διστακτικό ηγεμόνα της ηπείρου θα μπορούσε να σημαίνει εξίσου μεγάλα προβλήματα για την ΕΕ με το Brexit.
Η μεταπολεμική Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία όμως δεν μπορούσε να βρει έναν ρόλο. Τώρα, η Γερμανία έχει αποκτήσει ένα είδος αυτοκρατορίας και δεν μπορεί να αποφασίσει πώς θα τη διοικήσει. Όλα τα προβλήματα της Ευρώπης – το κύμα των σύρων προσφύγων, η κρίση του ευρώ, η φιλοπόλεμη διάθεση του Βλαντίμιρ Πούτιν, η αναιμική ανάπτυξη της ευρωζώνης, η στροφή της ανατολικής Ευρώπης προς τον εθνικισμό, το Brexit – συνεχίζουν να καταλήγουν στην πόρτα της Άνγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος της Γερμανίας βρίσκει συνήθως τρόπο να τα διαχειριστεί, με τον πιο προφανή να είναι η αναβολή του εκάστοτε προβλήματος. Όμως δεν έχει τη δύναμη (και πολύ συχνά και τη διάθεση) να ηγηθεί της Ευρώπης, ενώ οι εταίροι της, ακόμη και όταν δεν την παρεμποδίζουν, κάνουν ελάχιστα για να τη βοηθήσουν. Έτσι τα προβλήματα συσσωρεύονται, και η δυσανασχέτηση στο Βερολίνο αυξάνεται.
Δείτε, για παράδειγμα, τις δύο κύριες, επίμονες κρίσεις της Ευρώπης. Την Κυριακή το ελληνικό κοινοβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει ένα ακόμη πακέτο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πριν από τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες στις 24 Μαΐου. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα δόση βοήθειας για να καλύψει τις πληρωμές του Ιουλίου, όμως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανησυχεί (δικαιολογημένα) πως το χρέος της χώρας είναι υπερβολικό και πως δε θα πετύχει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5% το 2018. Μια μερκελική λύση έχει προετοιμαστεί: σε αντάλλαγμα για ένα νέο μεταρρυθμιστικό πακέτο, η Γερμανία και το ΔΝΤ θα δεχτούν κάποιες από τις πιο ηρωικές προβλέψεις της Ελλάδας και θα παρατείνουν τις πληρωμές του χρέους.
Η χρεοκοπία έχει μάλλον αποφευχθεί επιδέξια για μια ακόμη φορά. Όμως κανείς στο Βερολίνο δεν πιστεύει πως η Ελλάδα θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει τα χρέη της. «Είναι στην πραγματικότητα μια αναδυόμενη οικονομία, όχι μια αναπτυγμένη» σύμφωνα με γερμανική πηγή, η οποία προσέθεσε ψυχρά πως οι έλληνες θα πρέπει να διαπραγματεύονται με την Παγκόσμια Τράπεζα και όχι το ΔΝΤ.
Χειρότερα, κατά τη γερμανική άποψη, η απουσία προόδου στην Ελλάδα είναι σύμπτωμα της μη ανταγωνιστικής οικονομίας ολόκληρης της ηπείρου. Έξι χρόνια μετά το ξεκίνημα της κρίσης του ευρώ, η Γαλλία έχει μόλις ξεκινήσει κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (οι γερμανοί υπουργοί μορφάζουν όταν αναφέρει κανείς τον Φρανσουά Ολλάντ και τις «μεταρρυθμίσεις» στην ίδια πρόταση), και η Ιταλία πασχίζει ακόμη να επιδιορθώσει το τραπεζικό της σύστημα. Η κοινή αγορά παραμένει ανησυχητικά ατελής. Ελάχιστες από τις διαρθρωτικές βάσεις ενός επιτυχημένου κοινού νομίσματος έχουν τοποθετηθεί.
Αυτή η περιφρόνηση έρχεται με μια γενναιόδωρη δόση υποκρισίας και αυταπάτης. Η ίδια η Μέρκελ έχει πραγματοποιήσει ελάχιστες μεταρρυθμίσεις, την πιο σκληρή δουλειά έκανε ο προκάτοχός της Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ικανοποιημένοι με την ευδόκιμη οικονομική τους φούσκα, οι γερμανοί ψηφοφόροι έχουν καταδικάσει την υπόλοιπη Ευρώπη σε αχρείαστη λιτότητα, υποχρεωτική φιλελευθεροποίηση (κυρίως στις ανιαρές βιομηχανίες υπηρεσιών), και αρνήθηκαν να δεχτούν τα κοινά ευρωομόλογα και άλλες μακροπρόθεσμες λύσεις για τη συντήρηση του κοινού νομίσματος. Συνεπώς, οι γερμανοί δεν είναι οι οικονόμοι άγιοι που φαντάζονται πως είναι. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν συνεχώς, είναι αυτοί που υπογράφουν την επιταγή κάθε φορά που υπάρχει μια διάσωση – και δεν αισθάνονται πως λαμβάνουν πολλά σε αντάλλαγμα.
Οι γερμανοί έχουν περισσότερες δικαιολογίες για τη δυσαρέσκειά τους σε ότι αφορά την άλλη κύρια κρίση της Ευρώπης: το κύμα των σύρων προσφύγων. Το θετικό είναι πως η Μέρκελ έχει βρει έναν τρόπο να περιορίσει τη ροή των ανθρώπων που απείλησαν να κατακλύσουν τη χώρα της (και την καγκελαρία της). Η Τουρκία έχει συμφωνήσει να κρατά τους πρόσφυγες μέσα στα σύνορά της σε αντάλλαγμα για 6 δισεκατομμύρια ευρώ βοήθειας από την ΕΕ, ενώ και η Ιταλία και η Ελλάδα επίσης λαμβάνουν βοήθεια για να μην αφήνουν τους πρόσφυγες που φτάνουν στις ακτές τους να συνεχίσουν προς τα βόρεια.
Αυτές οι συμφωνίες έχουν φέρει κάποια ανακούφιση στον κύκλο της Μέρκελ – αλλά όχι χωρίς άγχος και δυσανασχέτηση. Άγχος επειδή οι συμφωνίες είναι ευάλωτες: ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήδη δυσανασχετεί με τους όρους του («Από πότε ελέγχετε την Τουρκία;). Δυσανασχέτηση επειδή όταν η Μέρκελ ζήτησε βοήθεια έλαβε ελάχιστη. Ενώ η Γερμανία έχει λάβει κοντά στο 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, η Γαλλία και η Βρετανία έχουν η κάθε μία απορροφήσει ένα μικρό κομμάτι. Η ανατολική Ευρώπη, την οποία η Γερμανία βοήθησε να ξαναχτιστεί, ήταν περισσότερο αγενώς μη συνεργάσιμη. Και τι θα συμβεί, αναρωτιούνται οι συνεργάτες της Μέρκελ, εάν οι πρόσφυγες αρχίσουν και πάλι να έρχονται;
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη που η Γερμανία αισθάνεται κόπωση. Μία δεκαετία από το ξεκίνημα της καγκελαρίας της (ένα μάλλον εξαντλητικό ορόσημο για οποιαδήποτε κυβέρνηση), η Άνγκελα Μέρκελ θα πρέπει να βρήκε ειρωνικές τις παρατηρήσεις του Μπόρις Τζόνσον. Αντί να κυριαρχεί στην Ευρώπη, έχει απλά το ίδιο είδος αρνητικής επιρροής που έχει ο Μπαράκ Ομπάμα σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου: μπορεί συχνά να σταματήσει πράγματα, αλλά σπάνια μπορεί να τα κάνει να συμβούν. Μέρος αυτού οφείλεται στην ίδια: εάν είχε τολμήσει να μπει μπροστά στην κρίση του ευρώ, αντί να κολλά διάφορα τσιρότα πάνω της, μπορεί να είχε σταματήσει την αιμορραγία. Όμως η Γερμανία διστάζει να ηγηθεί, και η υπόλοιπη Ευρώπη διστάζει να ακολουθήσει.
Η εσωτερική πολιτική δεν το κάνει αυτό καθόλου ευκολότερο: η άνοδος του κόμματος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, της γερμανικής εκδοχής του ευρωσκεπτικισμού, βασίζεται εν μέρει στον ισχυρισμό του πως λέει τις σκληρές αλήθειες για την Ευρωπαϊκή Ένωση που η Μέρκελ προσπαθεί να κρύψει. Εάν η Μέρκελ, η οποία χαίρει ακόμη εμπιστοσύνης, αποχωρήσει, το πιο πιθανό είναι πως ο διάδοχός της θα έχει μικρότερο περιθώριο να διαπραγματευτεί εκ μέρους των γερμανών.
Η μεγαλύτερη ανησυχία είναι πως έχει ξεκινήσει ένας φαύλος κύκλος: καθώς η Γερμανία οργίζεται όλο και περισσότερο με την αδυναμία της Ευρώπης να αλλάξει, τόσο χάνει τις πιθανότητές της να ηγηθεί, και κατά συνέπεια η αλλαγή που επιθυμεί γίνεται ολοένα και πιο απίθανο να συμβεί. Κατά έναν παράξενο τρόπο, το Brexit μπορεί να αλλάξει αυτή τη δυναμική. Η Μέρκελ είναι απελπισμένη να κρατήσει τη Βρετανία στην Ευρώπη επειδή βλέπει τον Ντέιβιντ Κάμερον ως μια φωνή υπέρ της μεταρρύθμισης.
Ωστόσο, εάν η Βρετανία επιλέξει να αποχωρήσει και άλλες χώρες απειλήσουν με διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, τότε ακόμη και η διστακτική Μέρκελ μπορεί να αναγκαστεί να αδράξει την ευκαιρία και να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις στις Βρυξέλλες για να δημιουργήσει μια πιο συνοχική, σύγχρονη ευρωζώνη, με μια βαθύτερη κοινή αγορά. Και εδώ προκύπτει η ειρωνεία για τον Τζόνσον και τους υπόλοιπους υποστηρικτές του Brexit: η κυρίαρχη Γερμανία που φοβούνται είναι πιο πιθανό να υπάρξει εάν η Βρετανία αποφασίσει να βγει από την ένωση.