Από σήμερα και μέχρι τα μέσα του Ιουνίου, η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ θα πρέπει να δώσει την απάντησή της σε ένα υπαρξιακό ερώτημα. Θα τηρήσει τη συμφωνία που έκανε να διασώσει την Ελλάδα τον περασμένο Ιούλιο, ή θα σπρώξει την ακροαριστερή κυβέρνηση σε χρεοκοπία – δημιουργώντας ουσιαστικά ένα αποτυχημένο κράτος στην Ευρώπη.
Το γεγονός πως αυτό είναι ένα κυρίως ευρωπαϊκό δίλημμα, όχι της Ελλάδας ή του ΔΝΤ, είναι ξεκάθαρο μετά το Eurogroup της Δευτέρας. Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε τους ευρωπαίους πως το ταμείο, που έχει έδρα στην Ουάσινγκτον, δε θα συμμετέχει σε περαιτέρω διασώσεις χωρίς σημαντική διαγραφή χρέους.
Με τη σειρά του, ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πέρασε τα βασικά μέτρα λιτότητας που ζητούσαν οι πιστωτές: μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα που θα αφήσουν σε χειρότερη κατάσταση όοσυς λάμβαναν περισσότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα, και απαίτηση για υψηλότερες εισφορές από τους εργαζόμενους στο μέλλον.
Ωστόσο, αναβάλλοντας την έγκρισή τους μέχρι τώρα, οι δανειστές έχουν καταφέρει, μια ακόμη φορά, να σπρώξουν την Ελλάδα προς τη χρεοκοπία. Παρ’ ότι η ανάπτυξη είναι καλύτερη από ότι αναμενόταν, τα φορολογικά έσοδα είναι ακόμη περιορισμένα και οι εκταμιεύσεις βοήθειας έχουν σταματήσει.
Το χειρότερο και πιο επίφοβο είναι πως οι μήνες επίμονης αδράνειας έχουν φτάσει το κλίμα στην ελληνική κοινωνία σε επικίνδυνο σημείο. Ένας πληθυσμός που, πριν από δύο χρόνια άρχισε να απαιτεί και να δίνει τυπωμένες αποδείξεις ως ενέργεια συλλογικής ηθικής ανανέωσης, τις έχει αφήσει για μια ακόμη φορά.
Το μόνο που μπορεί να δώσει τέλος στην κρίση είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Με τον έναν τρόπο ή τον άλλο, οι ευρωπαίοι πιστωτές – οι φορολογούμενοι στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία κοκ – θα πρέπει να χάσουν χρήματα. Μπορεί να παρουσιαστεί ως παράταση των ημερομηνιών αποπληρωμής, ή μπορεί να πάρει τη μορφή «κουρέματος», κατά την οποία τα υπουργεία οικονομικών της βορείου Ευρώπης – και η ΕΚΤ – θα μειώσουν την αξία των 350 δισεκατομμυρίων ευρώ που έχουν δανείσει στην Ελλάδα. Όμως πρέπει να συμβεί. Και αυτό σημαίνει πως οι πολιτικοί της Γερμανίας θα πρέπει να αλλάξουν γνώμη.
Το παλιό πρόβλημα στην Ευρώπη ήταν η υπερεθνική οικονομία ελεύθερης αγοράς χωρίς δημοκρατική κυβέρνηση, μια κεντρική τράπεζα υποχρεωμένη από συνθήκη να επιβάλει αποπληθωρισμό, και μια Γερμανία πρόθυμη να αναλάβει το άνω μέρος του σχεδίου – 4% ανεργίας έναντι 25% στην Ελλάδα – αλλά ποτέ να ηγηθεί. Το νέο πρόβλημα είναι διαφορετικό: όταν η ΕΕ ανέτρεψε τη βούληση του ελληνικού λαού τον περασμένο Ιούλιο έγινε στην ουσία μια πολιτική οντότητα που βασίζεται στην πυγμή και όχι τον νόμο.
Αυτοί που άσκησαν την πυγμή ήταν η γερμανική ελίτ και μια ομάδα ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών που μοιράζονται τις αδύναμες δημοκρατικές παραδόσεις, τις μαστιζόμενες από τη μαφία οικονομίες και τα δεξιόστροφα εκλογικά σώματα, ακόμη τραυματισμένα από τη Σοβιετική περίοδο. Στη συνέχεια, σε μια δεύτερη πράξη δύναμης, ανατρέποντας τη Συνθήκη του Δουβλίνου και αφήνοντας περίπου ένα εκατομμύριο πρόσφυγες να μπουν στη Γερμανία, η Άνγκελα Μέρκελ κατέστρεψε τη συμμαχία που είχε επιβληθεί της Ελλάδας. Η ανατολική Ευρώπη έχει αψηφήσει τις εκκλήσεις της Μέρκελ για επιμερισμό των προσφύγων και απάντησε στην επίκλησή της στον ανθρωπισμό βάζοντας συρματόπλεγμα σε κάθε σημείο ελέγχου στα σύνορά της.
Έτσι, το θέμα δεν είναι πλέον η λιτότητα: υπάρχει μια μάχη τριών μετώπων για την ψυχή της Ευρώπης: μεταξύ του πολιορκημένου κέντρου που βλέπει τη συναίνεσή του για να κυβερνήσει να χάνεται, μιας αναδυόμενης εθνικιστικής και ρατσιστικής δεξιάς, και μιας εκσυγχρονισμένης ριζοσπαστικής αριστεράς. Το αίτημα της Ελλάδας για ελάφρυνση χρέους θέτει στο ευρωπαϊκό κέντρο το ερώτημα: με ποια πλευρά είστε;
Μεταξύ όλων αυτών, η αναδυόμενη ριζοσπαστική αριστερά αντιμετωπίζει τις δικές τις δύσκολες αποφάσεις. Για να καταλάβουμε γιατί, θα πρέπει να κατανοήσουμε την πηγή της πρόσφατης δύναμής της. Οι Podemos προήλθαν από τα εκατομμύρια του κινήματος των αγανακτισμένων το 2011, ο ΣΥΡΙΖΑ επεκτάθηκε κατά τη διάρκεια της «κατάληψης των πλατειών» του ίδιου έτους. Οι 188.000 άνθρωποι που μπήκαν στο Εργατικό κόμμα κατά τη διάρκεια και μετά την εκστρατεία του Κόρμπιν, δεν είναι απλά συνδικαλιστές και παλιοί αριστεροί, στον πυρήνα τους βρίσκονται φοιτητές ακτιβιστές που έμαθαν ότι ξέρουν για την πολιτική κατά τη διάρκεια του κινήματος των καταλήψεων το 2010-11, και ορδές επιστρεφόντων Πράσινων. Η μεταμόρφωση και η άνοδος του Σιν Φέιν στην Ιρλανδία επίσης πηγάζει από κίνημα διαμαρτυρίας κατά των χρεώσεων του νερού.
Ωστόσο, σε κάθε ένα από αυτά τα κινήματα υπάρχει μια αποσύνδεση μεταξύ της πολιτικής κουλτούρας της δικτυωμένης νεολαίας και των δομών και των ιδεολογιών που έχουν κληροδοτηθεί από την αριστερά των μέσων του 20 αιώνα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ ότι κυβερνά, έχει ουσιαστικά εξαντληθεί ως πολιτική δύναμη. Παρ’ ότι οι ηγέτες του είναι ακόμη έτοιμοι να πουν «Εφαρμόζουμε τη λιτότητα χωρίς να συμφωνούμε», πλέον δε σπεύδουν να συμπληρώσουν τη σκέψη, «...και δε θα δουλέψει».
Με ένα κενό στα αριστερά, αυτό που κυριαρχεί στην Ελλάδα είναι η απαισιοδοξία, ο κυνισμός και ο οικονομικός εθνικισμός, που συνδυάζεται με μεγάλες ποσότητες καταπιεσμένης οργής.
Ο Τσίπρας έχει δαπανήσει τόσο χρόνο ψάχνοντας για ένα τέλος με τους δανειστές της Ελλάδας που, εάν καταφέρει συμφωνία για το χρέος τον Ιούνιο, μπορεί αυτό να θεωρηθεί νίκη. Ωστόσο, αν δεν καταφέρει να βρει έναν τρόπο να ξαναχτίσει την αριστερά ως πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, θα είναι μια νίκη κενή.
Για αν επιστρέψει τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη στον δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρειαζόμαστε εκσυγχρονισμένα αριστερά κόμματα, έτοιμα να τα βάλουν με τη δύναμη του κεφαλαίου.
Εάν συμβεί το χειρότερο, και το ευρωπαϊκό σχέδιο καταρρεύσει, το μόνο που μπορεί να προσφέρει είναι αυτό το κίνημα από κάτω. Από τη Μαδρίτη μέχρι την Αθήνα και το Γουέστμινστερ, αυτό το νέο είδος ριζοσπαστικών αριστερών πολιτικών θα πρέπει να το καταλάβουν και να βγουν από την υπνωτιστική φούσκα της εκλογικής επιτυχίας. Οι ηγέτες της Ευρώπης φλερτάρουν με την καταστροφή – και πλέον όχι μόνο στην Αθήνα. Οι λαοί της Ευρώπης θα πρέπει να κινητοποιηθούν για να εξασφαλίσουν πως ούτε η σκληρή λιτότητα και ούτε ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός θα είναι αυτά που θα καθορίσουν το τέλος αυτής της δεκαετίας.