ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΕΡΒΑΣ
Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη: η επίσπευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας για την ψήφιση του Ασφαλιστικού υποδηλώνει τη μεγάλη αγωνία της κυβέρνησης μπροστά στο στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί.
Οι κοινωνικές της συμμαχίες η μια μετά την άλλη καταρρέουν, ενώ οι δανειστές, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, ζητούν «ακόμη περισσότερο αίμα», ποντάροντας μάλιστα για μια ακόμη φορά στο μαρτύριο του «εικονικού πνιγμού» της ελληνικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή, η (βαθιά μνημονιακή κατά τ’ άλλα) αντιπολίτευση του Κυριάκου Μητσοτάκη μαζί με τους βαρόνους της διαπλοκής, αντιλαμβανόμενοι πως την έχουν βρει πλέον μπόσικη, παίζουν τα ρέστα τους για την ανατροπή της εδώ και τώρα. Επικαλούνται δε με επαίσχυντο τρόπο μέχρι και τους νεκρούς της Marfin για να πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως είναι αντικείμενο μια άλλης, πολύ σοβαρής συζήτησης...
Όσο βαρετές και κοινότυπες κι αν φαίνονται οι παραπάνω διαπιστώσεις, καλό είναι να καταγράφονται, για να υπενθυμίζουν πόσο δεδομένη είναι η πολιτική κατάρρευση όποιου υποκύπτει στη διαιώνιση των ακραίων πολιτικών λιτότητας που έχουν γονατίσει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 6 χρόνια. Κι είναι μια κατάρρευση που δεν μπορεί να αποφευχθεί, όσα στοιχεία Κοινοτικών εκτιμήσεων κι αν αραδιάσουν τα κυβερνητικά στελέχη για να πείσουν πως «η ανάπτυξη έρχεται». Άλλωστε, ακόμη και στα παραδείγματα χωρών που βγήκαν (τύποις εννοείται) από το Μνημόνιο, όπως η Πορτογαλία κι η Ιρλανδία, οι δυνάμεις που εφάρμοσαν τις εν λόγω πολιτικές λιτότητας υπέστησαν άνευ προηγουμένου καθίζηση. Ίσως μάλιστα θα ήταν μια καλή ευκαιρία να αντιληφθούν κάποιοι πως η εποχή που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες «τρέφονταν» με μεγαλεπήβολους δημοσιονομικούς στόχους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Στη Γερμανία κάποιοι τα γράφουν, κι όμως εδώ...
Η Ελλάδα βέβαια είναι ιδιάζουσα περίπτωση και σε αυτό το επίπεδο, κάτι που ομολογούν πλέον όλο και περισσότεροι διεθνώς. Όπως παραδείγματος χάριν η έρευνα που δημοσίευσε η γερμανική Handelsblatt, η οποία διαπιστώνει πως τα περίφημα πακέτα βοήθειας που διατέθηκαν στη χώρα μας είχαν ουσιαστικά ως αποκλειστικό στόχο τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Σιγά το νέο» θα πουν κάποιοι. Κι όμως, όσοι στο εσωτερικό της χώρας έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν σχετικές επισημάνσεις τίθενται ακόμη και τώρα στο πολιτικό περιθώριο, τη στιγμή που ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.
Αντιθέτως, στο κυβερνητικό επιτελείο επιμένουν να κυνηγάνε χίμαιρες, ακόμη κι όταν η πραγματικότητα τους διαψεύδει με τον πιο σκληρό τρόπο. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος από το «αν έρθει ο Μάιος χωρίς να κλείσει η αξιολόγηση, καήκαμε», έφτασε να παζαρεύει τον τρόπο που θα περάσει όσο το δυνατό πιο ανώδυνα το επιπλέον πακέτο 3,5 δις μέτρων που επέβαλαν στο τραπέζι των συζητήσεων ΔΝΤ και Σόιμπλε.
Για την τελική έκβαση της υπόθεσης πάντως ο ίδιος, σε αντίθεση με αρκετούς άλλους, πιθανότατα δε διατηρεί ιδιαίτερες ψευδαισθήσεις. Άλλωστε, κανένα από τα υπαρκτά στοιχεία όσον αφορά στους πραγματικούς κοινωνικούς δείκτες δε δικαιολογεί στο ελάχιστο την αισιοδοξία κάποιων κυβερνητικών στελεχών.
Ελάχιστα λοιπόν θα καταφέρει η κυβέρνηση, ακόμη κι αν η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία καταφέρει να βγει αλώβητη από τη νέα δοκιμασία του Σαββατοκύριακου. Απλά θα μετρήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις και θα πάει στο Eurogroup της Δευτέρας για να αποφύγει τα χειρότερα. Αν τα καταφέρει, μάλλον θα έχει τη δυνατότητα να βγάλει, έστω ασθμαίνοντας, το καλοκαίρι. Μόνο που, όπως συνέβη και στις προηγούμενες περιπτώσεις, αργά ή γρήγορα όλοι έχουν το ραντεβού τους με τη σκληρή πραγματικότητα.