Η κρίση που βιώνουμε θα πρέπει να τονώσει την δύναμη της σκέψης και της αντίληψής μας για την πραγματικότητα.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο Ρότζερ Κίντελμπεργκ είναι ένας μεσοαστός Γερμανός μισθωτός, με 25 χρόνια εργασίας πίσω του στις οικονομικές υπηρεσίες δύο μεγάλων γερμανικών εταιρειών με πολυεθνικό χαρακτήρα. Έχει το σπίτι του, το αυτοκίνητό του, τα κομπιούτερ του, τα κινητά του και τον… κήπο του, με τον οποίο ασχολείται καθημερινά. Κερδίζει περί τα 4.600 ευρώ καθαρά τον μήνα, πηγαίνει τρεις εβδομάδες διακοπές και έχει μαζί με την γυναίκα του 160.000 ευρώ στην άκρη. Λογικά, ο άνθρωπός μας θα έπρεπε να είναι ευτυχής. Σε πέντε χρόνια μπαίνει στην σύνταξη και, με βάση το γερμανικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, θα εισπράττει περίπου 3.950 ευρώ τον μήνα –συν κάποια έξτρα από ένα δικό του συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.
Ωστόσο, ο Ρ.Κίντελμπεργκ είναι ανήσυχος. Κατ’ αρχήν, τον απασχολεί η διεθνής κατάσταση. Δεν βλέπει με καλό μάτι τις εξελίξεις στο Ιράκ, στην Συρία και στην Μέση Ανατολή. Δεν τού αρέσει η είσοδος της Κίνας στις αγορές –και μάλιστα στην γερμανική. Από την άλλη πλευρά, τον απασχολεί πολύ σοβαρά και η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου του. «Αν, ως συνταξιούχος, ζήσω άλλα 25 χρόνια, τί θα κάνω;», μονολογεί. Έτσι, δίνει μεγάλη σημασία σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ποιότητα της ζωής του και πολύ λιγότερο με την κατανάλωσή του.
Ο Γερμανός λογιστής μας δεν είναι μόνος του στον αναπτυγμένο κόσμο. Υπάρχουν πολλά εκατομμύρια άτομα που σκέπτονται σαν αυτόν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, χάρη στο μεγάλο οικονομικό «μπουμ» που γνώρισε η Δύση τα τελευταία 60 χρόνια, έχουν φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ευμάρειας που η κατανάλωση για την κατανάλωση δεν τους ενδιαφέρει πλέον –ή, μάλλον, δεν είναι η πρώτη τους προτεραιότητα, όπως συνέβαινε πριν 30 χρόνια.
«Στον αναπτυγμένο κόσμο», τονίζει ο J.Acs, Αμερικανός καθηγητής Δημοσίων Οικονομικών και Επιχειρείν του πανεπιστημίου Mason Zoltan, «εδώ και αρκετά χρόνια το έχειν παραχωρεί σταδιακά την θέση του στο είναι. Η ανάπτυξη δεν είναι αυτοσκοπός. Η αρχή και το τέλος της ανάπτυξης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευκαιρία. Γι αυτό, στις κοινωνίες μας, η μισθωτή εργασία θα υποχωρεί προς όφελος του επιχειρείν. Από την άλλη πλευρά, μία νέα μορφή ευημερίας θα είναι ο πράσινος τρόπος ζωής».
Ο Αμερικανός καθηγητής πετυχαίνει διάνα. Πολλά μικρογεγονότα επιβεβαιώνουν την άποψή του. Ιδού ένα παράδειγμα που αποδεικνύει ότι ουκ εν τω πολλώ το ευ, το οποίο δανειζόμαστε από το γνωστό βρεταννικό περιοδικό The Economist:
Το Sieben Linden, ένα χωριουδάκι στην πρώην Ανατολική Γερμανία, στην μέση της διαδρομής Αμβούργου-Βερολίνου, φαινομενικά δεν διαφέρει από τα άλλα χωριά. Υπάρχει μία συστάδα κατοικιών, αγροί, λίγα αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο πλάϊ του δρόμου, ένα μικρό κατάστημα και στο βάθος ένα επιβλητικό πευκοδάσος. Ωστόσο, αν κανείς κοιτάξει πιο προσεκτικά, θα αντιληφθεί ορισμένες ιδιομορφίες. Θα ανακαλύψει ότι κάποια από τα σπίτια με την σύγχρονη εμφάνιση έχουν χτιστεί από ξύλα, άχυρο και λάσπη. Υπάρχουν τεράστιες ποσότητες καυσόξυλων, γιατί όλη η θέρμανση εξασφαλίζεται με ξυλόσομπες και λέβητες, καθώς και αρκετοί ηλιακοί συλλέκτες οι οποίοι παρέχουν τον περισσότερο ηλεκτρισμό. Θα βρει επίσης περισσότερους νέους από όσους θα περίμενε να δει σε μία αγροτική περιοχή της Γερμανίας.
Το Sieben Linden, που έχει αυτοανακηρυχθεί οικολογικό χωριό, αναπτύσσεται ταχύτατα –σε αντίθεση με τις γειτονικές του πόλεις. Οι 120 κάτοικοί του είναι αποφασισμένοι να ζήσουν όσο γίνεται πιο οικολογικά. Προσπαθούν να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα, να έχουν δικά τους τρόφιμα και ξυλεία, να κάνουν λιγότερες επιπόλαιες αγορές και να παράγουν λιγότερα σκουπίδια. Τα τρόφιμά τους προέρχονται είτε από τα δικά τους χωράφια είτε από χονδρεμπόρους και δεν χρειάζονται ιδιαίτερη συσκευασία. Τα αποφάγια γίνονται λίπασμα, τα ούρα από τις τουαλέτες διοχετεύονται σε έναν καλαμιώνα για φυσικό καθαρισμό και τα κόπρανα γίνονται λίπασμα για το γειτονικό δάσος. Οι κάτοικοι μένουν σε ξεχωριστά σπίτια, αλλά μοιράζονται τα μεγάλα μηχανήματα –π.χ. πλυντήρια και αυτοκίνητα. Πριν αγοράσουν κάποιο καινούργιο εργαλείο, βάζουν αγγελία στο βιβλίο της κοινότητας μήπως ήδη υπάρχει ένα που θα μπορούσαν να δανειστούν. Αν όχι, το πιθανότερο είναι ότι θα αγοράσουν κάποιο μεταχειρισμένο. Συχνά φορούν τα αποφόρια των άλλων. Ό,τι δεν χρειάζεται κάποιος, το αφήνει έξω για όποιον το χρειαστεί.
«Η αλόγιστη κατανάλωση δεν απαγορεύεται, αν και αποθαρρύνεται», λέει η Eva Stutzel, η οποία βοήθησε στην ίδρυση του Sieben Linden πριν από μία δεκαετία. Ωστόσο, ο κυριότερος λόγος που οι κάτοικοι αγοράζουν λιγότερα και πετούν λιγότερα είναι η πλούσια κοινοτική ζωή που απολαμβάνουν, η οποία είναι αποδεσμευμένη από εξόδους σε μαγαζιά, εστιατόρια και κινηματογράφους. Στην γειτονική λιμνούλα κάνουν πατινάζ στον πάγο τον χειμώνα και κολύμπι το καλοκαίρι. Μαθαίνουν ο ένας στον άλλον ιππασία, γιόγκα, τάϊ-τσι. Οργανώνουν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και σεμινάρια.
Αυτά καταγράφει το βρεταννικό περιοδικό και, χωρίς αμφιβολία, από το μικροπαράδειγμα του χωριού Sieben Linden, τα διδάγματα (πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά) που προκύπτουν είναι πολλά και πολύ εύγλωττα. Η ευημερία, όπως την γνωρίσαμε, για τον αναπτυγμένο κόσμο, οδεύει προς το τέλος της. Απομένει λοιπόν να δούμε πώς θα διαμορφώνονται σταδιακά οι όροι για μιαν άλλη ανάπτυξη –άρα και για μία νέου τύπου ευμάρεια.
Μία ευμάρεια που, πρέπει να το πάρουμε χαμπάρι, ότι στην Ελλάδα δεν θα στηρίζεται πλέον ούτε στα δανεικά, ούτε στον γενναιόδωρο κρατικό κορβανά –αυτόν που ήταν και εν μέρει είναι ύπατο όνειρο πολλών συμπατριωτών μας. Η περίφημη «θέση στο Δημόσιο» (συχνά για μάσα και λούφα) οσονούπω τελειώνει και μάλιστα διόλου ευχάριστα για όλους αυτούς που την είχαν αναγάγει σε «όραμα» και «σκοπό» ζωής.
Παράλληλα, τελειώνει στην χώρα μας και ο εύκολος πλουτισμός από πωλήσεις αέρα κοπανιστού. Όσοι είχαν συνηθίσει σε αυτόν, θα υποφέρουν στο εξής από δύσπνοια. Γι αυτό, καλόν είναι να ανοίξουν τα στραβά τους και να δουν τι μπορούν να κάνουν στον κόσμο της πραγματικότητας. Διότι και η ασυναρτησία, που όλοι βιώσαμε εδώ και 30 χρόνια, μπαίνει και αυτή στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν αυτός που είχε πει ότι «η φτώχεια δεν είναι πρόβλημα, μπορεί να ξεφύγει κανείς από αυτήν. Αντιθέτως, η πνευματική φτώχεια κάνει ζημιά…».