Αν το ζητούμενο ήταν οι δανειστές της χώρας να κρύψουν το ελληνικό πρόβλημα κάτω από το χαλί για τους δύσκολους μήνες που έπονται ώστε να αποφευχθεί μια κρίση μέσα στο καλοκαίρι του βρετανικού δημοψηφίσματος και των ισπανικών εκλογών, η συμφωνία μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωζώνης το πέτυχε και με το παραπάνω. Αυτό που δεν πέτυχε, είναι να δώσει καθαρές λύσεις και να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο το ίδιο το πρόβλημα του χρέους, το οποίο για πολύ καιρό ακόμη θα παραμένει σε εκκρεμότητα και θα εξαναγκάζει την οικονομία να δίνει μάχες επιβίωσης σε έναν διαρκή πόλεμο με τη λιτότητα, τους φόρους και τις περικοπές.
Πολλά κρίσιμα σημεία έμειναν ανοιχτά και θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές συνθήκες που θα επικρατούν στο μέλλον: ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018 «απαλείφθηκε» ανοίγοντας το δρόμο σε πιθανή αναθεώρηση, η αναφορά στην πρόθεση των δανειστών να βάλουν «ταβάνι» εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους στο 15% του ΑΕΠ έμεινε χωρίς εξειδίκευση, ενώ μεγάλος άγνωστος Χ θα είναι η νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που θα εκπονήσει μέσα στη χρονιά το ΔΝΤ.
Οι υποσχετικές που πήρε η ελληνική κυβέρνηση για μελλοντική αντιμετώπιση του χρέους εάν και εφόσον πετύχει τους αυστηρούς στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων του μνημονίου, δεν αρκούν για να αποσείσουν τους κινδύνους που απωθούν τους επενδυτές από την Ελλάδα και προβληματίζουν τις αγορές για τις προοπτικές επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος.
Οι λύσεις που εξετάζονται για την βραχυπρόθεσμη αναδιάρθρωση των δανείων του πρώτου μνημονίου στηρίζονται ως επί το πλείστον σε χρήματα τα οποία ήδη υπάρχουν διαθέσιμα για την Ελλάδα και επί της ουσίας είναι «ίδια μέσα»: ήτοι τις επιστροφές κερδών από τα ομόλογα της ΕΚΤ και των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών, και τα περισσευούμενα από το πακέτο της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Παρά ταύτα η κυβέρνηση πανηγυρίζει χαμηλοφώνως υποστηρίζοντας ότι οι παρεμβάσεις που θα αποφασιστούν για το χρέος «επιτυγχάνουν την έξοδο στις αγορές», αν και η θέση αυτή απέχει πολύ από την αλήθεια ή θα την προσεγγίσει εάν και όταν ξεκαθαριστεί και γίνει πράξη η πρόβλεψη ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα ακολουθεί τον κανόνα του 15% του ΑΕΠ (σ.σ. και εν συνεχεία 20%).
Στην πραγματικότητα, οι δεσμεύσεις για το χρέος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επανάληψη του 2012 με τη διαφορά ότι οι τότε υποσχετικές εστίαζαν μόνο στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ τώρα οι όροι οποιασδήποτε μελλοντικής ελάφρυνσης του χρέους για την οποία «δεσμεύονται» οι δανειστές, συνδέονται ευθέως με την μέχρι κεραίας ολοκλήρωση του προγράμματος ως το 2018.
Η επιλογή των δανειστών να συνδέσουν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης με την αντιμετώπιση του χρέους, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να καθυστερήσει «για το τίποτα» η τελική συμφωνία, αλλά τελικά να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα και η κυβέρνηση να βρεθεί στη δύσκολη θέση όπου έπρεπε να αποδεχθεί τις μεγαλύτερες δυνατές παραχωρήσεις (αυτόματος μηχανισμός, φόροι, ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, ασφαλιστικό κλπ.) με μοναδικό αντίτιμο την αποφυγή μιας χρεοκοπίας τον Ιούλιο.
Ακόμη και αυτή καθ’ αυτή η εκταμίευση της δόσης των 10,3 δισ. ευρώ που είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς διασφαλίζει τις χρηματοδοτικές ανάγκες σχεδόν για το σύνολο της χρονιάς, σχεδιάστηκε κατά τέτοιο τρόπο (σε δύο ή περισσότερες φάσεις τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο), ώστε αφενός να διασφαλιστεί ότι οι δανειστές (ΕΚΤ, ΔΝΤ) θα πάρουν εγκαίρως τα λεφτά τους, και αφετέρου ότι η Ελλάδα θα πρέπει να εκπληρώνει σε κάθε βήμα, συγκεκριμένες προϋποθέσεις αν θέλει να ρίξει κάποια από τα χρήματα στην πραγματική οικονομία εξοφλώντας τους προμηθευτές του Δημοσίου. Στην περίπτωση της εξόφλησης των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές, το ποσό μέχρι το τέλος του έτους δεν θα ξεπεράσει τα 3,5 δισ. ευρώ και ενώ το συνολικό ποσό προσεγγίζει σήμερα τα 6 δισ. ευρώ. Το ερώτημα είναι αν οι στόχοι που θα τεθούν για μείωση των ληξιπρόθεσμων θα επιτευχθούν ή το Δημόσιο θα πληρώνει τους παλιούς και θα φεσώνει καινούριους κυνηγώντας τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Είναι σημαντικό πως το μεν σκέλος της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ του Ιουνίου συνδέεται με την έγκριση της σύμβασης για την παραχώρηση του Ελληνικού, τις αλλαγές στους νόμους που μόλις ψηφίστηκαν για τα κόκκινα δάνεια (εγγυήσεις δημοσίου) και το συνταξιοδοτικό, ενώ αυτή του Σεπτεμβρίου (2,8 δισ. ευρώ) έχει ένα νέο πακέτο τεσσάρων προαπαιτούμενων που θα συνδέονται με την έναρξη λειτουργίας του νέου υπερ-ταμείου δημόσιας περιουσίας, την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και τις διοικήσεις των τραπεζών.
Επί της ουσίας, όμως, η πολυπόθητη λύση για το χρέος δεν υπάρχει. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική Σόιμπλε κέρδισε στα σημεία τις παραινέσεις του ΔΝΤ για εμπροσθοβαρή αντιμετώπιση του χρέους, με αποτέλεσμα έναν συμβιβασμό που αφενός δεν φέρνει σε δύσκολη θέση την γερμανική κυβέρνηση και τους δορυφόρους της, και αφετέρου κρατά εντός παιδιάς το ΔΝΤ μέχρι το Ταμείο να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα. Η απόφαση αυτή είναι πιθανόν να ληφθεί τον προσεχή Οκτώβριο στο πλαίσιο της ετήσιας Συνόδου του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον ή σε επόμενη φάση μέχρι τα τέλη του έτους, υπό το φως των δεδομένων που θα έχει διαμορφώσει το δημοψήφισμα στη Βρετανία, η εφαρμογή του προγράμματος στην Ελλάδα και μια ενδεχόμενη απόφαση αντικατάστασης μέρους των υφιστάμενων δανείων του ΔΝΤ από δάνεια του ESM.
Μια σημαντική παράμετρος που προκύπτει από τη συμφωνία είναι η επανεξέταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ στη βάση μιας νέας έκθεσης που θα λαμβάνει υπόψη της τα μέτρα διευθέτησης τα οποία θα αποφασιστούν για μετά το 2018. Η έκθεση αυτή στην ουσία ενδυναμώνει τη θέση του ΔΝΤ καθώς θα μπορεί να αξιοποιηθεί είτε ως εισιτήριο επιστροφής του στο πρόγραμμα σε ρόλο χρηματοδότη της Ελλάδας και ρυθμιστή ενός νέου μνημονίου με σκληρά προαπαιτούμενα, είτε ως «χαρτί» πίεσης προς τη Γερμανία, είτε σε περίπτωση που αποφασιστεί έτσι, ως εξιτήριο απεμπλοκής από το ελληνικό πρόβλημα.
Αν στο τέλος της ημέρας γίνεται κάτι ακόμη πιο ξεκάθαρο είναι ότι οι δανειστές συνεχίζουν το παιχνίδι του extend and pretend με την Ελλάδα, φροντίζοντας να καλύπτουν τα νώτα τους με συμβιβαστικές λύσεις και γενικόλογα κείμενα που δεν αντιμετωπίζουν αλλά μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον. Μια μικρή ίσως πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν είναι πως το θέμα του χρέους βρίσκεται πλέον από όλες τις πλευρές στο χειρουργικό τραπέζι αλλά το ιατρικό συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει αν η επέμβαση θα γίνει με μεγάλες τομές ή τοπικά ράμματα.