Η κυβέρνηση, την οποία είναι ντροπή να
αποκαλεί κανείς αριστερά, αφού δεν έχει τίποτα κοινό μαζί της, στην αρχή
απογοήτευσε τους Έλληνες. Ειδικότερα, κανένας από αυτούς που την
ψήφισαν δεν είχε την ψευδαίσθηση του πρωθυπουργού, όσον αφορά τη στάση
των δανειστών. Ούτε φυσικά πίστεψε ποτέ στις υποσχέσεις του, με μία και μοναδική εξαίρεση: το ότι θα επέμενε στην ονομαστική διαγραφή μέρους του χρέους, χωρίς κανέναν απολύτως συμβιβασμό.
Την απογοήτευση όμως ακολούθησε η
προδοσία, μερικές ημέρες μετά την εκλογή της, όταν ο υπουργός
οικονομικών έπαψε να υποστηρίζει την ονομαστική διαγραφή. Εν τούτοις, το 62% των Ελλήνων την εξουσιοδότησε ξανά με το δημοψήφισμα, παίρνοντας το ρίσκο της ρήξης με τους πιστωτές,
παρά το παράνομο κλείσιμο των τραπεζών από την ΕΚΤ. Δυστυχώς βέβαια η
προδοσία επαναλήφθηκε, το τρίτο μνημόνιο υπογράφηκε και η Ελλάδα έχασε
την τελευταία της ελπίδα, την οποία δολοφόνησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Επειδή τώρα συμμετείχε στο έγκλημα η
πλειοψηφία των κομμάτων που επικύρωσε το τρίτο μνημόνιο, σύμφωνα με τα
ίδια υπό το φόβο της εξόδου από το ευρώ (δεν υπάρχει χειρότερος σύμβουλος από το φόβο), η εκλογική πλειοψηφία των Ελλήνων έκανε το μοιραίο λάθος.
Εξέλεξε ακόμη μία φορά το κόμμα που την απογοήτευσε και την πρόδωσε, δίνοντας του έτσι τη δυνατότητα να οδηγήσει την Ελλάδα σε ένα νέο καθεστώς διεθνούς οικονομικού ελέγχου.
Με τον τρόπο αυτό παγιδεύτηκε στο αριστερό αδιέξοδο και επισφράγισε τη
θανατική καταδίκη της, αφού πλέον θα είναι υποτελής των δανειστών της,
με τους πολίτες της σκλάβους χρέους, για έναν ολόκληρο αιώνα.
Εν τούτοις, το θέμα μου δεν είναι η
κυβέρνηση, οι προδοσίες και οι έωλες δικαιολογίες της, αλλά η αξιωματική
αντιπολίτευση. Πριν από όλα το ότι προσδιορίζεται μόνη της ως
κεντροαριστερά, όταν δεν έχει απολύτως τίποτα κοινό με το κέντρο, αφού όλες της οι πράξεις τεκμηριώνουν το νεοφιλελευθερισμό της.
Κυρίως η τοποθέτηση της στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων, όπου θεωρεί
πως όλες οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κοινωφελών και των
στρατηγικών, θα πρέπει να πουληθούν.
Ακόμη χειρότερα, ενώ κατακρίνει την
κυβέρνηση για το νομοσχέδιο που ψήφισε την Κυριακή, δεν ανέφερε ούτε μία
φορά πως θα το αποσύρει, εάν τυχόν κυβερνήσει. Το μόνο που ισχυρίζεται
είναι πως θα μειώσει τους φόρους, με ισοδύναμα στον τομέα των δαπανών, χωρίς όμως να λέει ποιές ακριβώς δαπάνες θα μειώσει. Πολύ περισσότερο, ισχυρίστηκε ότι το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, με κριτήριο το ύψος του σε όρους παρούσης αξίας!
Εδώ πρόκειται για μία προσπάθεια να
μετατρέψει κανείς το μαύρο σε άσπρο, χωρίς καμία απολύτως οικονομική
λογική, ειδικά για μία χρεοκοπημένη χώρα βυθισμένη στον αποπληθωρισμό.
Την ίδια στιγμή δεν αναφέρεται καν στο ιδιωτικό χρέος, το οποίο έχει εκτοξευθεί στα ύψη με την πολιτική των μνημονίων, αποτελώντας ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα για τις επενδύσεις και για την ανάπτυξη.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί διέξοδο για τους Έλληνες ο Κυριάκος, αλλά ένα ακόμη αδιέξοδο, δεξιό εν προκειμένω, στο οποίο δεν έχουν κανένα λόγο να βαδίσουν. Η αγωνία τους λοιπόν συνεχίζεται, αφού όλοι γνωρίζουν πως εάν δεν διαγραφεί
μέρος του χρέους, κάτι με το οποίο φυσικά δεν συμφωνούν οι δανειστές
όσο η χώρα δεν προβαίνει σε στάση πληρωμών, δεν υπάρχει μέλλον για την
Ελλάδα.
Ποιός όμως έχει την ικανότητα να το τεκμηριώσει σωστά, το κουράγιο και το θάρρος να το τολμήσει, έχοντας προηγουμένως πάρει σωστά όλα τα μέτρα που απαιτούνται; Εγώ τουλάχιστον δεν βλέπω κανέναν. (Ιάκωβος Ιωάννου, 24 Μαΐου 2016)