Υπάρχει μια πληθώρα ενδείξεων που αρκούν πλέον για να αντιληφθεί ακόμη κι ο πιο αισιόδοξος στο κυβερνητικό στρατόπεδο πως «δεν είναι στραβός ο γιαλός», χωρίς μάλιστα καν να χρειαστεί να ανατρέξει στον πλήρη ενταφιασμό των αρχικών προσδοκιών ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού. Είναι δε προφανές πως με το πολυνομοσχέδιο (μαζί με τον περίφημο κόφτη) που εισάγει προς ψήφιση η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, γίνονται πραγματικότητα κάποιες από τις πιο ακραίες απαιτήσεις των δανειστών, τις οποίες δε θα μπορούσαν επ’ ουδενί να ικανοποιήσουν οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις.
Εκτός όμως από τους κοινωνικούς δείκτες οι οποίοι καταδεικνύουν τη ραγδαία φθορά των κομμάτων της συγκυβέρνησης, υπάρχουν και κάποιοι αντίστοιχοι πολιτικοί, οι οποίοι δείχνουν σε μεγάλο βαθμό που πάει το πράμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ευκολία με την οποία βρήκε χώρο ο Αντώνης Σαμαράς για να καταγγείλει τον Αλέξη Τσίπρα. Ο Μεσσήνιος πρώην πρωθυπουργός, λοιπόν, με μια χειμαρρώδη ανακοίνωση καταλόγισε, μεταξύ άλλων, στην κυβέρνηση ότι «ξεπουλάει τα κόκκινα δάνεια κι εκχωρεί για 99 χρόνια τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας σε μια Εταιρεία που ελέγχεται από τους δανειστές».
Εδώ βέβαια προκύπτουν δύο ζητήματα: από τη μια μεριά, «ξεχνάει» πως ο ίδιος ως πρωθυπουργός εμφανιζόταν να αποδέχεται απολύτως τις επιταγές της Τρόικας, κάτι που αποτυπωνόταν και στο mail Χαρδούβελη. Το πρόβλημα προέκυψε από τη στιγμή που δεν έδειχνε πια ικανός να τα περάσει τα απαιτούμενα μέτρα από τη Βουλή, οπότε κι οι δανειστές επέλεξαν να του τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια. Από την άλλη όμως, μπορεί κανείς σοβαρά να του αντιτείνει πως έχει άδικο ως προς τις παρατηρήσεις του επί του παρόντος;
Αυτά που δεν μπορούσε να περάσει ο «καλός μαθητής» Σαμαράς
Γιατί, όση ωραιοποίηση κι αν «φάνε» κάποιες διατάξεις, τα πράγματα είναι απλά και μετρήσιμα. Όπως το γεγονός πως είναι αυτή η κυβέρνηση που ανοίγει την πόρτα στα ξένα επενδυτικά funds (τα πάλαι ποτέ επονομαζόμενα και «κοράκια»), προκειμένου αυτά να αναλάβουν τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων». Και με δεδομένο πως η προστασία από τυχόν πλειστηριασμούς είναι αρκετά περιορισμένη (ισχύει μόνο για την πρώτη κατοικία αξίας μέχρι 140 χιλιάδες ευρώ κι αυτό μέχρι το 2018), μοιάζει σχεδόν βέβαιο πως σύντομα θα δούμε και στη χώρα μας τις εικόνες ντροπής που εκτυλίχτηκαν πρόσφατα σε Ισπανία και Πορτογαλία.
Κάτι ανάλογο ισχύει δυστυχώς και με το υπό δημιουργία περίφημοο Υπερταμείο Αποκρατικοποιήσεων. Το θέμα εδώ δεν έχει να κάνει μόνο με τη σύνθεση του εποπτικού συμβουλίου αλλά και μ' εκείνη του ΔΣ της εν λόγω εταιρείας, καθώς η υπό ψήφιση διάταξη προβλέπει πως η σύνθεσή τους θα ελέγχεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τους δανειστές. Το βασικό πρόβλημα είναι πως το κύμα αποκρατικοποιήσεων που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει (για τα επόμενα 99 χρόνια παρακαλώ) το καινούργιο αυτό μόρφωμα, κυριολεκτικά δεν έχει προηγούμενο. Κι αν κάποιες ιδιωτικοποιήσεις, όπως του ΟΣΕ ή των ΕΛΤΑ, θα μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν ως «απότοκο της συμφωνίας του καλοκαιριού», εκείνες της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία.
Όπως και να το δει κανείς πάντως, η υπερψήφιση του πολυνομοσχεδίου την Κυριακή το απόγευμα από σύσσωμους τους βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα καταγράψει μια ακόμη πολιτική παραδοξότητα, βυθίζοντας τη χώρα ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο των πιο ακραίων πολιτικών λιτότητας.
Για πολλούς, μάλιστα, υπάρχει κάτι που φαντάζει ακόμη πιο παράδοξο: σε αντίστοιχες ψηφοφορίες, ακόμη κι οι βαθιά μνημονιακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ΠΑΣΟΚ - ΝΔ κατέγραφαν έστω μια - δυο απώλειες, αντίθετα με ό,τι αναμένεται να συμβεί τώρα και μάλιστα για δεύτερη συνεχόμενη φορά μετά την υπερψήφιση του Ασφαλιστικού.
Μετά απ’ όλα αυτά, ίσως και να μοιάζει λογικό, σε αυτό το πολιτικό στερέωμα, μέχρι κι ο Αντώνης Σαμαράς να έχει «πρόσωπο» να μιλάει...